Μετά από τέσσερα χρόνια δημοσιονομικής χαλαρότητας λόγω πανδημίας, οι κανόνες της ευρωζώνης επανατίθενται σε ισχύ, απαιτώντας από το Παρίσι ένα κύμα αυστηρής λιτότητας που κανένα πολιτικό κόμμα, δεν μπορεί ή δεν θα ήθελε να εφαρμόσει.
Του Γιάνη Βαρουφάκη [*]
Το πολιτικό αδιέξοδο της Γαλλίας αντικατοπτρίζει ένα οικονομικό αίνιγμα, άλυτο στο πλαίσιο του σημερινού ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Μετά από τέσσερα χρόνια δημοσιονομικής χαλαρότητας λόγω πανδημίας, οι κανόνες της ευρωζώνης επανατίθενται σε ισχύ, απαιτώντας από το Παρίσι ένα κύμα αυστηρής λιτότητας που κανένα πολιτικό κόμμα, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, δεν μπορεί ή δεν θα ήθελε να εφαρμόσει. Αυτός είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο ο Μακρόν προκήρυξε βουλευτικές εκλογές τις οποίες γνώριζε ότι θα έχανε.
Το ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τη σιωπηρή υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θα επιβάλει
επώδυνη λιτότητα στη Γαλλία είναι αδιαμφισβήτητο για έναν πολύ απλό λόγο: Η Γερμανία κάνει ήδη το ίδιο, παρόλο που ο προϋπολογισμός και το χρέος της είναι πολύ μικρότερα από αυτά της Γαλλίας.
Εξαναγκασμένοι από την αυστηρή συμμόρφωση στο λεγόμενο φρένο χρέους από το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο περιορίζει τα ετήσια ελλείμματα στο 0,35% του ΑΕΠ, ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς και
ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ έχουν θέσει τη Γερμανία σε μια σκληρή πορεία λιτότητας που πιθανότατα θα τερματίσει τις πολιτικές τους καριέρες. Το έκαναν για να εξαλείψουν ένα μέτριο έλλειμμα 2,5% του ΑΕΠ, σε μια εποχή που η χώρα τους χρειάζεται απεγνωσμένα μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές. Πώς να εξηγήσουν στα δικά τους κόμματα ότι θα ανεχθούν ένα γαλλικό έλλειμμα 5,5% το οποίο είναι μάλιστα και αυξανόμενο; Δεν μπορούν, γι’ αυτό και δεν θα το κάνουν.