ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΓΕΝΙΚΑ ΕΠΙΤΕΛΕΙΑ!
Αγωνιζόμαστε για την "ΣΥσπείρωση της ΡΙΖοσπαστικής Αριστεράς" στην κατεύθυνση της κοινής δράσης στους μαζικούς χώρους και τα κοινωνικά κινήματα, και παράλληλα για την πολιτική της συγκρότηση σε ένα ενιαίο αμεσοδημοκρατικό πολιτικό φορέα

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2025

Μια “αναμέτρηση” με το παρελθόν:


Μερικές σημειώσεις για την “ανασυγκρότηση” της Αριστεράς, με αφορμή την εκδήλωση της ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗΣ για την «ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος - ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος - Β’ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ».



του Γιώργου Καλαντζόπουλου

Μια παλιά γερμανική παροιμία έλεγε: «Χρειάζεται προσοχή για να μην πετάξει κανείς το μωρό μαζί με τα απόνερα της σκάφης» (Das Kind mit dem Bade παausschütten). Αυτή την παροιμία χρησιμοποιούν συχνα  σαν πρόλογο μέντορες της κομμουνιστικής Αριστεράς, για να περιφράξουν τα όρια σε συζητήσεις που αναφέρονται στον χαρακτήρα της κρίση της.

Είναι προφανές ότι όταν κάποιος μιλάει για “ανασυγκρότηση”, θεωρεί ότι υπάρχει κάτι αξιόλογο, το οποίο αξίζει να ανασυγκροτηθεί. Πρόκειται για μια έγκληση, η οποία θέτει εκτός συζήτησης την ερώτηση:

- Κι’ αν μωρό δεν υπάρχει, τότε τι κάνουμε;

Τι είναι λοιπόν αυτό που υπάρχει σήμερα ανάμεσα στα συντρίμια της Αριστεράς, που αξίζει να ανασυγκροτηθεί;

Κατά την γνώμη μου, αυτές οι συζητήσεις θα πρέπει να ξεκινούν αντίστροφα, από τα απόνερα. Από αυτά που θα πρέπει να πεταχτούν. Μετά βλέπουμε τι έχει απομείνει...

Η συγκεκριμένη εκδήλωση, σκαλίζοντας το παρελθόν, είχε με κάποιο τρόπο το χαρακτήρα της αναζήτησης αυτού του μωρού. Έχω την πεποίθηση ότι από παρόμοιες προσεγγίσεις απουσιάζει η αίσθηση του μεγέθους της κρίσης της Αριστεράς της εποχής μας.

Οι ομιλητές περιέγραψαν με πολιτικούς όρους τις συγκρούσεις, τις διαφωνίες και κατακτήσεις σε ζητήματα πολιτικής γραμμής και θεωρίας που οδήγησαν στην συγκρότηση της πολιτικής ταυτότητας αυτής της πολιτικής οργάνωσης εντός του χώρου της ανανεωτικής Αριστεράς. Δεν θα σταθώ σε όλα αυτά που ειπώθηκαν, όχι γιατί τα θεωρώ ασήμαντα, αλλά γιατί πιστεύω ότι οι υπερβάσεις που κατέγραψε την εποχή της και την έκαναν διακριτή, δεν συσχετίζονται άμεσα με τα υπαρξιακά ζητήματα που ταλανίζουν σήμερα την Αριστερά στη χώρα μας. Αυτή κρίση εκείνη την εποχή ήταν υφέρπουσα, δεν είχε γίνει ακόμα φανερή σε όλες τις διαστάσεις της. Πρώτη φορά έγινε φανερή το 81, όπου το ΠΑΣΟΚ αναδεικνύεται ως το «μαζικό κόμμα» των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων.

Η Β’ Πανελλαδική ήταν γέννημα της κρίσης των κομμουνιστικών κομματικών μηχανισμών της εποχής της. Η κρίση ξεσπάει συνήθως στον πιο αδύναμο κρίκο. Εκείνη την εποχή αυτός ήταν το ΚΚΕ εσωτερικού.

Η ιστορία δεν διδάσκει τίποτα στο χώρο της πολιτικής για το τι πρέπει να κάνουμε μπροστά σε δύσκολες καταστάσεις. Μερικές φορές ίσως είναι χρήσιμη γιατί μας μας κλείνει το μάτι στο τι να μην κάνουμε. Στην πολιτική, προέχει η ανάλυση της συγκυρίας. Από αυτή την θέση, το πιο σημαντικό σημείο που αξίζει σήμερα να κρατήσουμε από την Β’ Πανελλαδική κατά την γνώμη μου είναι μια πράξη εξαίρεσης από τον κανόνα, μια πράξη πολιτικής ωριμότητας και αυτογνωσίας: Η αυτοδιάλυσή της.

Η πολιτική άξια αυτής της πράξης ήταν η παραδοχή μιας ήττας: Η συναίσθηση του μεγέθους της κρίσης της κομμουνιστικής Αριστεράς και η αναγνώριση της αδυναμίας ότι ως διακριτή πολιτική συλλογικότητα εντός αυτής, δεν επαρκεί για το ξεπέρασμά της.

Είναι λοιπόν σήμερα το φάντασμα που περιπλανάται σε ότι έχει μείνει από τα νεανικά μας όνειρα και όχι το ζόμπι, που μας τραβάει απ’ το μανίκι ως τα γεράματά μας: Λάμπει δια της ...απουσίας της.

Στην εποχή της, η Β’ Πανελλαδική ήταν ένα κομμάτι της ατίθασης νεολαίας που δεν άντεχε τα κομματικά καλούπια και αναζητούσε έναν πολιτικό αυτοπροσδιορισμό απέναντι στους ετεροπροδιορισμούς των οργανώσεων της νεολαίας ως παραρτήματα των κομματικών μηχανισμών της Αριστεράς, όπως επισημάνθηκε από ομιλητές στην εκδήλωση. Σήμερα όμως η ατίθαση νεολαία περί άλλων τυρβάζει και δεν συγκινείται από τις πολιτικές πρακτικές της παραδοσιακής Αριστεράς, ούτε τα οράματά της. Φαντάζομαι πως αν σήμερα ανήκα σε αυτή την κατηγορία της ατίθασης νεολαίας, θα ήμουν μάλλον μέλος του Ρουβίκωνα και θα κορόιδευα κάποιους παππούληδες που μαζεύτηκαν και κλαίνε τη μοίρα τους, θυμούμενοι περασμένα μεγαλεία...

Η απόφαση της αυτοδιάλυσης, διεύρυνε μια υπαρκτή διάκριση εντός της κομμουνιστικής Αριστεράς: Διεύρυνε το ρήγμα ανάμεσα στους “κομμουνιστές με κόμμα” και τους “κομμουνιστές χωρίς κόμμα”, χωρίς να μπορεί να επαναπροσδιορίσει τις μεταξύ τους σχέσεις.

Κατά την γνώμη μου αυτές οι “σχέσεις συνύπαρξης” είναι το πιο κρίσιμο ζήτημα σήμερα που επικαθορίζει τον διάλογο και τις πρωτοβουλίες για το ξεπέρασμα της κρίσης της Αριστεράς. Αρκεί να να δούμε τις πρακτικές, μέσα από την οποία αποτυπώνονται με υλικό τρόπο αυτές οι σχέσεις σε κινηματικές και πολιτικές “συλλογικότητες”, και τότε ίσως καταλάβουμε το μέγεθος του προβλήματος...

Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι με την διάλυση της Β’ Πανελλαδικής ένα μεγάλο μέρος από τον κόσμο της δεν αποστρατεύτηκε από τα κινήματα και πήγε σπίτι του, αλλά συνέχισε να να δρα και να συμμετέχει σε σχήματα συσπειρώσεων. Η συμβολή της Β’ Πανελλαδικής ήταν σημαντική στην διαμόρφωση αυτό που αποκαλούμε «συσπειρωσιακή λογική» στην συγκρότηση συλλογικοτήτων σε μαζικούς χώρους και κινήματα. Σήμερα οι κυριαρχία των τεχνικών χειραγώγησης αυτών των συλλογικοτήτων από πολιτικούς μηχανισμούς έχει αλλάξει αυτά τα χαρακτηριστικά σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, που είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς κάποια αντιπροσωπευτικά υποδείγματα...

Για την ιστορία, αναφέρω ότι στην πρώτη δημόσια εμφάνιση του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ, υπήρχε και ένα πανό με το όνομά του: «ΣΥσπείρωση της ΡΙΖοσπαστικής Αριστεράς». Στην επόμενη δημόσια εμφάνιση, η λέξη (ΣΥ)ΣΠΕΙΡΩΣΗ αντικαταστάθηκε και έγινε ...(ΣΥ)ΝΑΣΠΙΣΜΟΣ. Μετά από μερικά χρόνια, όταν συζητούσα αυτή την αλλαγή με ένα σ. που τότε ήταν μέλος ΣΥΝ και παρόν σε εκείνη την παρουσίαση, μου είχε πει πως είχε και μια φωτογραφία στο αρχείο του. Του ζήτησα τότε να μου την στείλει, αλλά ποτέ δεν την έλαβα.

Από τη διάλυση της Β’ Πανελλαδικής επίσης προέκυψαν δυο αξιόλογα εγχειρήματα ως πρωτοβουλίες στελεχών της, τα οποία είχαν συνέχεια στο χρόνο και άφησαν τη σφραγίδα τους στα πεδία στα οποία δραστηριοποιούνται. Το ένα στο χώρο της δημοσιογραφίας, “ο σχολιαστής” που αργότερα μετεξελίχθηκε στον “ιό” και το άλλο στο χώρο της μαρξιστικής θεωρίας, οι “θέσεις”.

Η πολιτική πρακτική που τη γέννησε, δεν ήταν κάτι καινούργιο: ήταν η ολοκλήρωση μιας φραξιονιστικής διαπάλης που ξεκίνησε τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης στο χώρο της νεολαίας του ΚΚΕ εσωτερικού. Είχε ως ταχτική στην εσωκομματική πάλη την «έγκυρη καταγραφή», αλλά κατέληξε σε μια διάσπαση που επιβλήθηκε από το κομματικό «επιτελείο» με τεχνικές διαχείρισης κρίσεων, όπως θα λέγαμε σήμερα. Ο κίνδυνος αυτός είχε αποτραπεί στην Α’ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ μετά από ένα συμβιβασμό: καθαίρεση εκλεγμένων οργάνων του Ρήγα Φεραίου και τον διορισμό νέων από την κομματική καθοδήγηση. Αυτό το είδος πολιτικής συναλλαγής για την αποκατάσταση της εσωκομματικής τάξης πιστεύω ότι δεν έχει καμία σχέση με τα χειραφετητικά οράματα καμιάς Αριστεράς...

Η «έγκυρη καταγραφή» που ακολούθησε ως εσωκομματική τακτική μετά αυτόν το συμβιβασμό, ήταν μια αναζήτηση μορφών διαβούλευσης και συνύπαρξης διαφορετικών ρευμάτων ή τάσεων στο εσωτερικό ενός κομμουνιστικού κόμματος που λειτουργεί με τον “δημοκρατικό συγκεντρωτισμό”: το κόμμα διοικείται από μια “συλλογική ηγεσία”, όπου οι κρίσημες αποφάσεις λαμβάνονται με την “αρχή της πλειοψηφίας” σε καταστατικά προσδιορισμένα “αντιπροσωπευτικά σώματα”. Όλα αυτά αποκαλύφθηκε ότι είναι παραμύθια της Χαλιμά: Το πραγματικό επίδικο της εσωκομματικής διαπάλης δεν είναι η πολιτική “γραμμή” αλλά η κομματική εξουσία. Τα όρια αυτής της εξουσίας αμφισβητήθηκαν και κινδύνευσαν στην πραγματικότητα...

Η Β’ Πανελλαδική δεν είχε ως πολιτικό στόχο να αλλάξει τον κόσμο ή την Αριστερά: για τους κομμουνιστές, οι πολιτικές που έχουν παρόμοιες στοχεύσεις, διαμεσολαβούνται από τον πολιτικό φορέα, το «μαζικό κόμμα». Δεν διεκδίκησε την εξουσία στο κόμμα, αλλά στην οργάνωση της νεολαίας του, το Ρήγα Φεραίο με όρους πλειοψηφίας.

Η διάσπαση, η γενεσιουργός πράξη της Β’ Πανελλαδικής ως πολιτικής οργάνωσης, έκανε ευρύτερα εμφανείς τις ενδογενείς αντιφάσεις του εγχειρήματος της ανανέωσης της κομμουνιστικής Αριστεράς, καταγράφοντας το χάσμα ανάμεσα στις διακηρύξεις για “ανανέωση” και τις πρακτικές στον τρόπο παραγωγής της πολιτικής της: Η Β’ Πανελλαδική ήταν παιδί αυτής της αντίφασης.

Αυτή η αντίφαση ενυπάρχει σε με ένα ή τον άλλο τρόπο σε όλες τις μορφές διασπάσεων που εκδηλώνονται εντός της Αριστεράς. Απ’ ότι φαίνεται, είναι ενδογενής στους μηχανισμούς των υπαρκτών πολιτικών μορφωμάτων της που βγήκαν από την μήτρα των παραδοσιακών κομμουνιστικών κομμάτων.

Αποκορύφωμα αυτής της αντίφασης είναι η ιστορία του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ. Ανέδειξε με τον πιο ανάγλυφο τρόπο πως οι κρίσημες ανεπάρκειες στον τρόπος παραγωγής Πολιτικής δεν εντοπίζονται σε ζητήματα της πολιτικής γραμμής, του προγράμματος και της στρατηγικής, αλλά είναι ενδογενές πρόβλημα των πολιτικών μηχανισμών της παραδοσιακής Αριστεράς. Είναι ζήτημα υπαρξιακό: Το ψάρι/κόμμα απ’ το κεφάλι/μηχανισμό βρωμάει…

Πιστεύω πως ο βασικός υπαρξιακός δείκτης για την Αριστερά, είναι το «μαζικό κόμμα». Η απουσία μαζικού κόμματος είναι η πρώτο σημάδι αυτής της κρίσης. Η επιλογή, να φτιάξουμε πρώτα το κόμμα (ως την οργάνωση της “πρωτοπορίας”) και μετά θα δούμε πως θα γίνει μαζικό, κατέληξε σε μια συσίφια πορεία - διασπάσεων και συγκολλήσεων - από την εποχή της μεταπολίτευσης μέχρι σήμερα, διευρύνοντας ένα χάσμα στο εσωτερικό της: Την απόσταση ανάμεσα στον κόσμο της Αριστεράς και τους πολιτικούς μηχανισμούς της. Αυτή η Αριστερά έχει μια δισυπόστατη μορφή ύπαρξης, στην οποία αν προσθέσουμε και άλλο έναν παράγοντα, αναγκαίο σύμφωνα με τη λενινιστική παράδοση, το Άγιο Πνεύμα (την επαναστατική θεωρία), τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια διστοπική ετεροτοπία της Αγίας Τριάδας…

Η αυτοδιάλυση της Β’ Πανελλαδικής συμπίπτει με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβερνητική εξουσία. Όπως προανέφερα, πρόκειται για εποχή που καταγράφεται μία κατά κράτος ήττα ολόκληρης της Αριστεράς, όπου το ΠΑΣΟΚ αναδεικνύεται ως το «μαζικό κόμμα» των λαϊκών τάξεων...

- Το ΠΑΣΟΚ διαμεσολάβησε στο κοινοβούλιο την συσσωρευμένη κοινωνική πόλωση από τον εμφύλιο, το κράτος της δεξιάς και την χούντα. Είχε ριζώσει, ως αντιπολίτευση στο κράτος της δεξιάς, στο συνδικαλιστικό κίνημα και την τοπική αυτοδιοίκηση. Δεν έφερε, όπως επαγγελλόταν, στις 18 τον σοσιαλισμό. Όμως η άνοδός του στην κυβερνητική εξουσία συνοδεύτηκε από μια σημαντική τομή στον κρατικό μηχανισμό, μια τομή που με κάποιο τρόπο ολοκλήρωσε την θεσμική κατοχύρωσης της μετάβασης από την χούντα στην αστική δημοκρατία: Κατάργησε το “κράτος της δεξιάς”. Ο κρατικός μηχανισμός γέμισε από χιλιάδες “πρασινοφρουρούς”. Το “κράτος της δεξιάς” δεν ήταν εύκολο να συντριφτεί χωρίς αυτούς τους “μετακλητούς” απ’ το “κίνημα”… Ήρθαν με το ΠΑΣΟΚ και εγκολπωθήκαν στο κράτος για πολλά χρόνια και έγιναν οργανικά στελέχη του.

Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ το 15 στην κυβερνητική εξουσία το μόνο που κατέγραψε ήταν η “συνέχεια” του κράτους: Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε παραδοθεί στο κράτος πριν παραδοθεί στους δανειστές και στην τρόικα… Ο ΣΥΡΙΖΑ των “συνιστωσών” δεν είχε τα χαρακτηριστικά του “μαζικού κόμματος”, όπως αυτό περιγράφεται στα θεωρητικά της κείμενα της Αριστεράς, ούτε επιθυμούσε να γίνει. Ήταν ένας πολιτικός μηχανισμός, ο οποίος δεν είχε για πολλά χρόνια ούτε τυπικά μέλη! Είχε μόνον τις κάστες των “συνιστωσών” του...

Όταν τον Γενάρη του 15 βρέθηκε στην θέση να κυβερνήσει, δεν είχε καν το αναγκαίο προσωπικό για να στελεχώσει τις απαιτούμενες θεσμικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Τα δυο κρίσιμα υπουργεία που έχουν σχέση με την διαχείριση του βαθέως κράτους, το υπουργείο εξωτερικών και το υπουργείο εθνικής Άμυνας τα ανέθεσε σε άλλους, εξωκομματικούς. Αυτό το πράγμα δεν το λες με τίποτα “Κυβέρνηση της Αριστεράς”...

Ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικώντας την Κυβέρνηση, κατάφερε να μετασχηματίσει σε ελπίδα τις διάσπαρτες αντιστάσεις στις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού, σε μια μακρά περίοδο μαζικών κινητοποιήσεων. Η τομή αυτή δεν επιτεύχθηκε με όπλο το «πολιτικό πρόγραμμά» του. Η πολιτική υπέρβαση που κατέγραψε δεν ήταν η πραγμάτωση κάποιου πολιτικού “σχεδίου”: ήταν προϊόν της παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα στο σύστημα κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης.

Σηματοδοτούσε ρήξη/απόρριψη τόσο του χώρου της παραδοσιακής Αριστεράς όσο και ευρύτερα του πολιτικού συστήματος του δικομματισμού – που έγινε στην πραγματικότητα μονοκομματισμός την εποχή των μνημονίων: Οι λαϊκές μάζες κινήθηκαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ ως “ευκαιρία” που βρέθηκε μπροστά τους, και όχι ο ΣΥΡΙΖΑ προς αυτές…

Εκείνο όμως που έχει κάποια σημασία σήμερα απ’ όλα αυτά, είναι η διαπίστωση πως ο κεντρικός πυρήνας της λογικής (αλλά και οι “πρωτεργάτες” που αναλαμβάνουν να τον κάνουν πράξη) πάνω στην οποία συγκροτήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικός μηχανισμός της Αριστεράς, δεν ήταν διαφορετικός από άλλα ανάλογα εγχειρήματα που είχαν προηγηθεί ή υπήρχαν παράλληλα με αυτό, αλλά και συνεχίζουν να εκδηλώνονται και σήμερα γύρω μας στο όνομα της Αριστεράς.

Από εποχή της μεταπολίτευσης μέχρι το σήμερα, ξεκινώντας από την «Ενωμένη Αριστερά», τα πάμπολλα ενωτικά εγχειρήματα έχουν επαναληφθεί πάνω στο ίδιο μοτίβο: πάντα μπροστά σε εκλογικές κοινοβουλευτικές ή αυτοδιοικητικές αναμετρήσεις, εμφανίζονται ως πυροτεχνήματα στον ουρανό της πολιτικής σκηνής και χάνουν την γοητεία τους συνήθως πριν ξημερώσει. Την επόμενη μέρα, άλλος για Χίο τράβηξε, κι άλλος για Μυτιλήνη. Κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη να εκφωνήσει τον επικήδειο. Ο νεκρός παραμένει άκλαυτος στα αζήτητα...

Ο “βάλτος” (κατά την λενινιστική ορολογία), που παρασύρθηκε από τα ωραία λόγια και δήλωσε “συμμέτοχος”, επιστρέφει απογοητευμένος στο σπίτι του. Στην καλύτερη περίπτωση βολοδέρνει στα κινήματα ως ακτιβιστής.

Οι “πρωτοπόροι” πολιτικοί μηχανισμοί της Αριστεράς που σύναψαν μεταξύ τους αυτόν τον άγονο γάμο, θα ξαποσταίνουν για λίγο. Μετά θα συνεχίσουν να παίζουν στο βιολί τους ξανά το ίδιο τραγούδι, προετοιμάζοντας τον επόμενο. Πρόκειται για ιδιότυπη μορφή ενδογαμίας της Αριστεράς, που δεν παράγει απογόνους, αλλά μεταμορφώνει τους μετέχοντες μηχανισμούς σε πολιτικά ζόμπι, με τις δικές τους πειθαρχίες, ιεραρχίες και τελετουργικά...

Ούτε οι αυτοδύναμες οικοδομήσεις, ούτε τα ενωτικά εγχειρήματα είχαν κανένα αποτέλεσμα, είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: Η «ενότητα» είναι απαίτηση για την ανάγκη του πως οι Αριστεροί θα αποκτήσουν το κόμμα τους, και όχι η απάντηση στην ερώτηση: πως θα διαπραγματευτούν μεταξύ τους αναξιόπιστα πολιτικά μορφώματα για να ιδρύσουν τα δικά τους καρτέλ ή να διευρύνουν την εκλογική πελατεία για το μαγαζάκι τους…

Η Αριστερά για να αλλάξει τον κόσμο, πρώτα θα πρέπει ν’ αλλάξει τον εαυτό της. Με τα μπάζα από τα συντρίμμια της, δεν κτίζεται το «νέο»…

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου


ΑΛΛΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ