Η πολιτική αρχίζει όχι όταν σκοπεύουμε να εκπροσωπήσουμε τα θύματα, σχέδιο στο επίπεδο του οποίου η παλαιά μαρξιστική θεωρία παραμένει δέσμια ενός σχήματος έκφρασης, αλλά όταν είμαστε πιστοί στα συμβάντα μέσα απ’ τα οποία τα θύματα παίρνουν θέση.
(Alain Badiou – Η πολιτική και η λογική του συμβάντος)
του Γιώργου Καλαντζόπουλου
Στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές της 8ης Οκτώβρη, τα “θύματα” θα είναι οι πολιτικοί αντίπαλοι της κυβέρνησης, η διαδικασία θα ολοκληρωθεί την επόμενη Κυριακή...
Ο Αντώνης Λιάκος (Το αμείλικτο ερώτημα για τις δημοτικές εκλογές) ξεκινώντας από την θέση της ανασύνταξης της κεντροαριστεράς, αφού κάνει την διαπίστωση ότι:
Που κατέληξε η “Αντίσταση”; Έγινε μια παράταξη ενσωματωμένη στις ανάγκες της “διοίκησης” του δήμου και την υλοποίηση των δημοτικών αποφάσεων στο όνομα του «γενικού συμφέροντος και των δημοτών», όπως αυτό το προσδιόριζαν οι αποφάσεις του Δημάρχου. Για να γίνει μάλιστα πιο «αποτελεσματική» αυτή η μορφή διακυβέρνησης του δήμου, ο Δήμαρχος στήριξε την κατάργηση της “απλής αναλογικής” (περισσότερα εδώ: Νέες ανεξαρτητοποιήσεις δημοτικών συμβούλων από την «Αντίσταση με τους πολίτες του Χαλανδρίου» ) και να “συμπορεύεται” με την νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση του κράτους όπως αυτή την προωθεί ο ...Βορίδης. Μια από τις τελευταίες “κατακτήσεις” της δημοτικής αρχής του Χαλανδρίου, ήταν η ιδιωτικοποίηση του ηλεκτροφωτισμού... (Ο Σύλλογος Εργαζομένων Δήμου Χαλανδρίου για την ιδιωτικοποίηση του ηλεκτροφωτισμού στην πόλη)
«Οι κοινωνικές εντάσεις και δυσαρέσκειες που παράγονται δεν τροφοδοτούν πλέον ούτε την Αριστερά ούτε την Κεντροαριστερά, αλλά κατευθύνονται στην άκρα Δεξιά. Αυτή είναι δυναμική, η ροπή που παίρνουν τα πράγματα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.»
επισημαίνει:
για να καταλήξει στο συμπέρασμα:
- Τα ίδια περίπου θα μπορούσε να ισχυριστεί και κάποιος που μιλάει στο όνομα της ανασύνταξης της Αριστεράς...
Στις αυτοδιοικητικές εκλογές η κυβέρνηση της ΝΔ θα προσπαθήσει για μια ακόμα φορά να βάψει τον χάρτη μπλε και να δείξει ότι έχει την κυριαρχία σε όλες τις βαθμίδες του κρατικού μηχανισμού. Φαίνεται ότι δεν θα συναντήσει ιδιαίτερες δυσκολίες στην επίτευξη των στόχων της. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις θα είναι απλά η επιβεβαίωση του κανόνα. Αυτός ο χαρακτήρας της εκλογικής μάχης των αυτοδιοικητικών εκλογών δεν μπορεί να ανατραπεί από τους σχεδιασμούς των πολιτικών δυνάμεων που την αντιπολιτεύονται…
Η πρόταση του Αντώνη Λιάκου “οι δημοκρατικοί και προοδευτικοί πολίτες (της Αθήνας) πρέπει να λάβουν τον λόγο”, ενώ είναι από την “σωστή πλευρά της Ιδεολογίας”, στερείται πολιτικού περιεχομένου: Οι εκλογές της 8ης Νοέμβρη δεν είναι από εκείνα τα συμβάντα μέσα απ’ τα οποία τα θύματα παίρνουν θέση: Οι δημοτικές και περιφερειακές εκλογές είναι ένα γεγονός, που αφορά πολύ λιγότερο στους “από κάτω” από ότι στους επίδοξους πολιτικούς εκφραστές τους...
«είναι πολύ πιθανόν να βρεθούμε μπρος σε ένα καταστροφικό δίλημμα στις δημοτικές εκλογές, που θα ολοκληρώσει τη στροφή επί δεξιά των κοινοβουλευτικών εκλογών.»
«Φτάνοντας κατευθείαν στο δια ταύτα, θεωρώ ότι οι δημοκρατικοί και προοδευτικοί πολίτες της Αθήνας πρέπει να λάβουν τον λόγο.»
Στις αυτοδιοικητικές εκλογές η κυβέρνηση της ΝΔ θα προσπαθήσει για μια ακόμα φορά να βάψει τον χάρτη μπλε και να δείξει ότι έχει την κυριαρχία σε όλες τις βαθμίδες του κρατικού μηχανισμού. Φαίνεται ότι δεν θα συναντήσει ιδιαίτερες δυσκολίες στην επίτευξη των στόχων της. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις θα είναι απλά η επιβεβαίωση του κανόνα. Αυτός ο χαρακτήρας της εκλογικής μάχης των αυτοδιοικητικών εκλογών δεν μπορεί να ανατραπεί από τους σχεδιασμούς των πολιτικών δυνάμεων που την αντιπολιτεύονται…
Η πρόταση του Αντώνη Λιάκου “οι δημοκρατικοί και προοδευτικοί πολίτες (της Αθήνας) πρέπει να λάβουν τον λόγο”, ενώ είναι από την “σωστή πλευρά της Ιδεολογίας”, στερείται πολιτικού περιεχομένου: Οι εκλογές της 8ης Νοέμβρη δεν είναι από εκείνα τα συμβάντα μέσα απ’ τα οποία τα θύματα παίρνουν θέση: Οι δημοτικές και περιφερειακές εκλογές είναι ένα γεγονός, που αφορά πολύ λιγότερο στους “από κάτω” από ότι στους επίδοξους πολιτικούς εκφραστές τους...
Αυτή την μορφή “κομματικοποίησης” των αυτοδιοικητικών εκλογών, η Δεξιά όπως και η Αριστερά, παραδοσιακά την θεωρεί “πολιτικοποίηση”. Χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα, από την εποχή της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία:
Δεν είναι όμως μόνον αντίληψη που κυριαρχούσε και συνεχίζει να κυριαρχεί στον ΣΥΡΙΖΑ. Το παράδειγμα, η περίπτωση του Κωνσταντίνου Πελετίδη στην Πάτρα είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει την γραμμή του ΚΚΕ: των “Λαϊκών Συσπειρώσεων”, των κομματικών παρατάξεων του ΚΚΕ. Αυτό που ενδιαφέρει το ΚΚΕ από την εκλογική αναμέτρηση είναι να καταγράψει το εύρος της κομματικής του συσπείρωσης. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στον μικρόκοσμο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, αυτό τελικά καταγράφεται στο τρόπο συγκρότησης των ψηφοδελτίων και των εκλογικών σχημάτων που συγκροτεί, και ιδιαίτερα στις διακρίσεις ανάμεσα στα δημοτικά και τα περιφερειακά ψηφοδέλτια.
«Πρόθεση της κυβέρνησης είναι η αποπολιτικοποίηση των αυτοδιοικητικών εκλογών ώστε να μην μπορεί να φτιαχτεί χάρτης με μπλε και κόκκινους νομούς, δηλαδή να μην εξάγεται καθαρό πολιτικό συμπέρασμα σε σχέση με τη δύναμη των κομμάτων. Τρέμουν με την ισχυρή πιθανότητα καταβαράθρωσης του ΠΑΣΟΚ, που ελέγχει σήμερα σε μεγάλο βαθμό την Τοπική Αυτοδιοίκηση.»
( από το κείμενο “Τα επίμαχα και ουσιαστικά από την ομιλία του Αλέξη Τσίπρα για την Αυτοδιοίκηση” του Τζόκα Σπύρου, μέλους της Κ.Ε., συντονιστή του Τμήματος Αυτοδιοίκησης του ΣΥΡΙΖΑ - 2013). Δεν είναι όμως μόνον αντίληψη που κυριαρχούσε και συνεχίζει να κυριαρχεί στον ΣΥΡΙΖΑ. Το παράδειγμα, η περίπτωση του Κωνσταντίνου Πελετίδη στην Πάτρα είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει την γραμμή του ΚΚΕ: των “Λαϊκών Συσπειρώσεων”, των κομματικών παρατάξεων του ΚΚΕ. Αυτό που ενδιαφέρει το ΚΚΕ από την εκλογική αναμέτρηση είναι να καταγράψει το εύρος της κομματικής του συσπείρωσης. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στον μικρόκοσμο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, αυτό τελικά καταγράφεται στο τρόπο συγκρότησης των ψηφοδελτίων και των εκλογικών σχημάτων που συγκροτεί, και ιδιαίτερα στις διακρίσεις ανάμεσα στα δημοτικά και τα περιφερειακά ψηφοδέλτια.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μορφής “πολιτικοποίησης” των αυτοδιοικητικών εκλογών είναι το γεγονός ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατέβηκε στις προηγούμενες δημοτικές εκλογές στον δήμο της Αθήνας με δύο διακριτά εκλογικά σχήματα, όπου οι διαφορές που τα χώριζαν δεν ήταν πολιτικές διαφορές για την διαχείριση των “αυτοδιοικητικών ζητημάτων”, αλλά γενικότερες πολιτικές αντιθέσεις.
Από τις ελάχιστες εξαιρέσεις, στην πολιτική συγκρότηση δημοτικών σχημάτων με αναφορά τον χώρο της Αριστεράς από την εποχή της μεταπολίτευσης, η πιο χαρακτηριστική είναι η “συμπαράταξη” («Αγωνιστική Αριστερή Οικολογική Συμπαράταξη για την Αθήνα» ) , το πλατύ μετωπικό σχήμα με το οποίο διεκδίκησε την δημαρχία του Δήμου Αθηναίων, που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του Λ. Αυδή. Αξίζει να σημειωθεί ότι παραιτήθηκε τον Μάιο του 1997 από την ιδιότητα του βουλευτή καθώς όπως δήλωσε αδυνατούσε να ανταποκριθεί ταυτόχρονα στις ιδιότητες του βουλευτή και του δημοτικού συμβούλου. Συνήθως συμβαίνει το αντίθετο… Όσοι σήμερα αναζητούν πλατιά μετωπικά σχήματα, συγκροτημένα σε ισότιμη συνεργασία χωρίς υστεροβουλίες και μικροπολιτικές, έχουν να διδαχτούν πολλά από την “συμπαράταξη”…
Η κυρίαρχη μορφή “πολιτικοποίησης” των εκλογών της τοπικής αυτοδιοίκησης, είναι στην πράξη ένας μηχανισμός παραγωγής/ανάδειξης πολιτικών στελεχών για τους πολιτικούς σχηματισμούς. Αρκετοί βουλευτές έχουν ξεκινήσει την καριέρα τους από την ανάδειξή τους ως στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης τόσο από χώρους της Αριστεράς όσο και από της Δεξιάς.( όπως ο Διονύσης Χατζηδάκης, πρώην επιτυχημένος δήμαρχος Παλαιού Φαλήρου). Είναι σύνηθες το φαινόμενο ότι στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης να διεκδικούν ως υποψήφιοι δήμαρχοι αναγνωρίσιμες προσωπικότητες/παράγοντες που έχουν “παράσημα” από άλλους χώρους και δραστηριότητες, οι οποίες ουδεμία σχέση και εμπειρία με τα αυτοδιοικητικά ζητήματα…
Γενικά αν παρακολουθήσει κάποιος το προεκλογικό κλίμα για τις εκλογές της 8ης Νοέμβρη θα διαπιστώσει ότι η συζήτηση κυριαρχείται γύρω από τα “ονόματα” των υποψήφιων δημάρχων και περιφερειαρχών. Αυτό στην πραγματικότητα καταγράφει την αναγνώριση της αδυναμίας υπαρκτών κοινωνικών ρευμάτων που έχουν έχουν ευρύτερα ερείσματα και διεκδικούν την αλλαγή του συσχετισμού σε αυτό το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Μην ξεχνάμε πως στις πρόσφατες κοινοβουλευτικές εκλογές δεν ήταν τα “ονόματα” που ανέδειξαν τους “Σπαρτιάτες” κοινοβουλευτικό κόμμα. Η προσφυγή στους “καταξιωμένους” αγωνιστές - ιδιαίτερα μάλιστα όταν είναι “μετακλητοί” - δεν μπορεί να είναι η απάντηση της Αριστεράς απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα. Μπορεί να φέρει κάποιους ψήφους, αλλά αυτοί είναι ανεμομαζώματα – ανεμοσκορπίσματα, ιδιαίτερα αν συνδυαστεί με το φαινόμενο της συγκρότησης εκλογικών σχημάτων που μετά τις εκλογές υπολειτουργούν και αποσαθρώνονται…
Αυτή η πολιτική διαχείριση των αυτοδιοικητικών εκλογών θέτει το ερώτημα ποιά είναι τα όρια ανάμεσα στην “πολιτικοποίηση” και την “κομματικοποίηση” στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Τα όρια της αντίληψης της παραδοσιακής Αριστεράς, περιγράφονται αποτυπώνεται με κάποιο συνεκτικό τρόπο στο παρακάτω κείμενο, όπου παραβλέπεται ότι οι κοινωνικές αντιθέσεις συναρθρώνονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο στα ζητήματα της τοπικής αυτοδιοίκησης, που απαιτεί και ανάλογη, διακριτού τύπου, πολιτική παρέμβαση. Γιαυτό η πολιτική παρέμβαση περιορίζεται απλά στο ρόλο του ιμάντα μεταβίβασης της γενικότερης “γραμμής” σε αυτό τον χώρο:
Η διάσταση ανάμεσα σε αυτές τις αριστερές διακηρύξεις και τις πρακτικές που ακολουθούνται για την υλοποίησή τους γίνεται εμφανής αν δούμε διαχρονικά την πορεία τους. Εδώ δεν καταγράφεται μόνον αυτό που έγραφε ο Φ. Ένγκελς, Γράμμα στον Μπέμπελ, Λονδίνο 18/28 Μαρτίου 1875. “Γενικά, λιγότερη σημασία έχει το επίσημο πρόγραμμα ενός κόμματος από το τι κάνει στην πράξη”, αλλά κάτι παραπάνω: Η αδυναμία να καταργηθεί αυτή η διάσταση δεν είναι συγκυριακή, αλλά διαχρονική: Οφείλεται κυρίως στην απουσία μιας άλλης αντίληψης κυβερνητικότητας της Αριστεράς, διακριτή από την αστική.
Οι Αριστεροί μπορεί να θεωρούν ότι αν ένας δήμαρχος που πολιτικά ανήκει στην Αριστερά, όταν είναι ευρύτερα αποδεκτός και αναγνωρίσιμος ως “καλός” δήμαρχος, αυτό οφείλεται στο “αντικαπιταλιστικό” του πρόγραμμα και άλλα ωραία παρόμοια, όμως αυτή η “αναγνωρισιμότητα” συνήθως συμβαίνει για κάνει μια καλή αστική διαχείριση, πράγματα τα οποία θα μπορούσε να τα κάνει (και μερικές φορές τα κάνει) και ένας δεξιός δήμαρχος. Παραδοσιακά ο κόσμος ψήφιζε και ψηφίζει δημάρχους από τον χώρο της Αριστεράς, γιατί τους θεωρούσε ότι ήταν τίμιοι, και ενδιαφέρονταν για μια χρηστή διαχείριση των τοπικών ζητημάτων (καθαριότητα, κλπ). Δεν “εμπιστεύεται” γενικά την Αριστερά, αλλά κάποιους ανθρώπους της για καθαριότητα και τις δεντροφυτεύσεις κλπ, Αν την εμπιστευόταν, θα την εμπιστευόταν πρώτα απ’ όλα ότι μπορούσε να διαχειριστεί την κεντρική εξουσία. Το παράδειγμα του Κωνσταντίνου Πελετίδη στην Πάτρα δείχνει ότι αυτή η αντιμετώπιση συνεχίζεται και μέχρι σήμερα:Αν κατέβη για βουλευτής του ΚΚΕ δεν θα πάρει τα ίδια ποσοστά που παίρνει ως δήμαρχος…
Σε αυτό, το τοπίο η Αριστερά γκρίνιαζε συχνά ότι η τοπική αυτοδιοίκηση έχει περιορισμένες αρμοδιότητες/εξουσίες και δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα, επειδή ο κεντρικός κρατικός μηχανισμός ασκεί ασφυκτικά την εξουσία του πάνω της και της "δένει τα χέρια".
Όμως υπήρξε μια τομή που άλλαξε αυτό το τοπίο και κατέδειξε ταυτόχρονα ότι αυτή η θέση δεν μπορεί να συγκροτήσει πολιτική πάλης, παραμένει στο επίπεδο της πολιτικής “γκρίνιας”. Κατέδειξε και κάτι παραπάνω, τις αυταπάτες της Αριστεράς για τον “λαϊκό” χαρακτήρα του θεσμού της τοπικής αυτοδιοίκησης, ως θεσμού που μπορεί να έχει μια σχετική αυτονομία από το κράτος ως όλον: Αυτή τη τομή είναι η αντιδραστική μεταρρύθμιση που ξεκίνησε με τον “Καλλικράτη”.
Το ζήτημα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την τοπική αυτοδιοίκηση, γιατί ο “Καλλικράτης” ήταν και παραμένει (με τις όποιες προσθήκες/μεταρρυθμίσεις έχουν γίνει μέχρι σήμερα) η αιχμή του δόρατος αυτής της αντιδραστικής αναδιάρθρωσης του Κράτους. Ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεων της Αριστεράς συχνά υποτιμά την ενότητα του Κράτους. Αυτό το λάθος παρουσιάζεται συστηματικά στις πολιτικές αναλύσεις για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Θεωρείται ότι η τοπική αυτοδιοίκηση αποτελεί μια βαθμίδα του κράτους που βρίσκεται πιο κοντά στο λαό. Ως εκ τούτου μπορεί να υπάρξει εκεί μια μορφή λαϊκής εξουσίας, η οποία θα έχει σχετική αυτονομία από την κεντρική εξουσία.
Στην πραγματικότητα ο νεοφιλελευθερισμός όχι μόνον δεν είναι σε αντίθεση με αυτές τις απόψεις της Αριστεράς, αλλά βρίσκεται ένα βήμα πιο μπροστά: Ο “Καλλικράτης” κάνει πράξη - από την δική του σκοπιά - τα “αριστερά αιτήματα” για αποκέντρωση εξουσιών του κεντρικού κρατικού μηχανισμού σε περιφερικό και τοπικό επίπεδο.
Τον “Καλλικράτη” θα πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε ως Αριστεροί σαν ένα αντιδραστικό εκσυγχρονισμό του Κράτους συνολικά και όχι σαν μια διοικητική μεταρρύθμιση η οποία αφορά κάποιο τμήμα του κρατικού μηχανισμού. Η κύρια πλευρά του συνίσταται στην επιβολή μιας νέας μορφής διακυβέρνησης, η οποία εμπεδώνει την άσκηση της εξουσίας προς όφελος της κεφαλαιακής σχέσης σε συνθήκες πλήρους κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού. Πρόκειται για μια γενική πολιτική που εκτείνεται από το χώρο άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής του κράτους μέχρι τον επαναπροσδιορισμό των όρων της αναπαραγωγής των γενικών συνθηκών παραγωγής (συλλογική κατανάλωση, αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης κλπ). Εξάλλου, αυτό το μοντέλο διακυβέρνησης με αποκεντρωμένες εξουσίες σε τοπικούς και περιφερειακούς κρατικούς μηχανισμούς έχει ήδη επιβληθεί σε αρκετές ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία...
Είναι μια πολιτική ενίσχυσης της ανισόμερης ανάπτυξης εντός της κρατικής επικράτειας που επιβάλλεται ως μια νέα πολιτική διακυβέρνησης, κάτω από τις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού. Δεν πρόκειται για την ανισόμερη ανάπτυξη ως ένα γενικό παράγωγο κάποιων “νόμων” της καπιταλιστικής οικονομίας και της “ελεύθερης αγοράς”, αλλά μια ανισόμερη ανάπτυξη η οποία είναι στόχος/πλαίσιο της κρατικής λειτουργίας. Σχηματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι συγκροτείται ως κρατική λειτουργία η αναπαραγωγή της αντίθεσης " πόλης - υπαίθρου"/“κέντρου - περιφέρειας” και διευρύνεται με την δόμηση διακριτών τοπικών ενοτήτων. Αυτές έχουν τους δικούς τους ανεξαρτητοποιημένους ρυθμούς/μοντέλα ανάπτυξης και επικυρώνεται θεσμικά πλέον ο μεταξύ τους ανταγωνισμός.
Οι όροι και οι συνθήκες μέσω των οποίων παραχωρείται η οικονομική εξουσία στην τοπική αυτοδιοίκηση μέσω της διακηρυγμένης αρχής της “οικονομικής αυτοδυναμίας” των δήμων, είναι το κρίσιμο πολιτικό κλειδί που διαμορφώνει την υλική βάση του πολιτικού εξαναγκασμού για την επιβολή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών κρατικής διαχείρισης. Σε αυτό το ζήτημα η Αριστερά θα πρέπει να δώσει την δική της πειστική απάντηση, όχι στο επίπεδο των γενικών πολιτικών διακηρύξεων, αλλά των συγκεκριμένων πολιτικών πρακτικών. Η πρόκληση είναι μεγάλη, γιατί ο νεοφιλελευθερισμός πετάει το γάντι απέναντι στην Αριστερά: Αυξημένες εξουσίες θέλεις στην τοπική αυτοδιοίκηση; Παρ’ τες και πάρε και την οικονομική εξουσία για να οργανώσεις την οικονομική αυτοδυναμία της. Για να δούμε τι θα μπορέσεις να κάνεις στους δήμους που διοικείς… Ο νεοφιλελευθερισμός έχει τις δικές του προτάσεις: ΣΔΙΤ, εμπορευματοποίηση του δημόσιου χώρου και κοινών αγαθών,ιδιωτικοποιήσεις κλπ…
Τέλος, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι αυτή η πολιτική κατεύθυνση της αναδιάρθρωσης του κράτους δεν εμφανίστηκε τώρα την εποχή των “μνημονίων”. Ο βασικός φορέας εμπέδωσης της ήταν η εφαρμογή των κατευθύνσεων της ΕΕ μέσω των ευρωπαϊκών προγραμμάτων χρηματοδότησης. Τα προγράμματα αυτά δεν εντάσσονται σε καμία πολιτική “κεντρικού σχεδιασμού” του ελληνικού κράτους, Πολλές φορές, οι κεντρικές κρατικές υπηρεσίες που έχουν την ευθύνη αυτού του σχεδιασμού, όχι μόνον δεν έχουν καμία αρμοδιότητα στον σχεδιασμό και στην υλοποίησή αυτών των προγραμμάτων, αλλά συνήθως ενημερώνονται εκ των υστέρων μόνο για να αναλάβουν εκτελεστικό ρόλο για την άρση των θεσμικών και διαδικαστικών εμποδίων που προκύπτουν για την υλοποίησή τους. Με αυτό τον τρόπο, ενώ τα “εθνικά” χωροταξικά και αναπτυξιακά σχέδια, ήταν και είναι ευχολόγια που παραμένουν χαρτιά στις ντουλάπες των αρμόδιων υπουργείων, η “ανάπτυξη” της χώρας προχωράει, όχι μόνον μέσω κάποιων γενικών κατευθύνσεων που προσδιορίζονταν άμεσα από τις πολιτικές της ΕΕ, αλλά κυρίως μέσω των ισχυρών μηχανισμών που έχουν αναλάβει την χρηματοδότηση και διαχείριση αυτών των πολιτικών.
Το παράδειγμα της “αριστερής διαχείρισης” του Δήμου Χαλανδρίου, είναι αποκαλυπτικό για τα όρια αυτής της αντίληψης, όχι μόνον για τον Δήμο Χαλανδρίου: Ότι μετάλλαξη της “δημοτικής παράταξης” ήταν ανάλογη με την μετάλλαξη που ΣΥΡΙΖΑ, όταν ανέλαβε κυβερνητικές ευθύνες. Έγινε μάλιστα πριν ο ΣΥΡΙΖΑ αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες.
Κρίσιμο ζήτημα είναι, όπως έχω επισημάνει προηγουμένως η απουσία μιας άλλης αντίληψης κυβερνησιμότητας, διακριτή από την αστική. Για να γίνει κατανοητό αυτό που γράφω, παραπέμπω στο παρακάτω απόσπασμα είναι από το κείμενο που κατατέθηκε (15-11-2014) από τον τότε δημοτικό σύμβουλο Χρήστο Κασίμη σε διαδικασία της δημοτικής παράταξης:
Από τις ελάχιστες εξαιρέσεις, στην πολιτική συγκρότηση δημοτικών σχημάτων με αναφορά τον χώρο της Αριστεράς από την εποχή της μεταπολίτευσης, η πιο χαρακτηριστική είναι η “συμπαράταξη” («Αγωνιστική Αριστερή Οικολογική Συμπαράταξη για την Αθήνα» ) , το πλατύ μετωπικό σχήμα με το οποίο διεκδίκησε την δημαρχία του Δήμου Αθηναίων, που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του Λ. Αυδή. Αξίζει να σημειωθεί ότι παραιτήθηκε τον Μάιο του 1997 από την ιδιότητα του βουλευτή καθώς όπως δήλωσε αδυνατούσε να ανταποκριθεί ταυτόχρονα στις ιδιότητες του βουλευτή και του δημοτικού συμβούλου. Συνήθως συμβαίνει το αντίθετο… Όσοι σήμερα αναζητούν πλατιά μετωπικά σχήματα, συγκροτημένα σε ισότιμη συνεργασία χωρίς υστεροβουλίες και μικροπολιτικές, έχουν να διδαχτούν πολλά από την “συμπαράταξη”…
Η κυρίαρχη μορφή “πολιτικοποίησης” των εκλογών της τοπικής αυτοδιοίκησης, είναι στην πράξη ένας μηχανισμός παραγωγής/ανάδειξης πολιτικών στελεχών για τους πολιτικούς σχηματισμούς. Αρκετοί βουλευτές έχουν ξεκινήσει την καριέρα τους από την ανάδειξή τους ως στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης τόσο από χώρους της Αριστεράς όσο και από της Δεξιάς.( όπως ο Διονύσης Χατζηδάκης, πρώην επιτυχημένος δήμαρχος Παλαιού Φαλήρου). Είναι σύνηθες το φαινόμενο ότι στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης να διεκδικούν ως υποψήφιοι δήμαρχοι αναγνωρίσιμες προσωπικότητες/παράγοντες που έχουν “παράσημα” από άλλους χώρους και δραστηριότητες, οι οποίες ουδεμία σχέση και εμπειρία με τα αυτοδιοικητικά ζητήματα…
Γενικά αν παρακολουθήσει κάποιος το προεκλογικό κλίμα για τις εκλογές της 8ης Νοέμβρη θα διαπιστώσει ότι η συζήτηση κυριαρχείται γύρω από τα “ονόματα” των υποψήφιων δημάρχων και περιφερειαρχών. Αυτό στην πραγματικότητα καταγράφει την αναγνώριση της αδυναμίας υπαρκτών κοινωνικών ρευμάτων που έχουν έχουν ευρύτερα ερείσματα και διεκδικούν την αλλαγή του συσχετισμού σε αυτό το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Μην ξεχνάμε πως στις πρόσφατες κοινοβουλευτικές εκλογές δεν ήταν τα “ονόματα” που ανέδειξαν τους “Σπαρτιάτες” κοινοβουλευτικό κόμμα. Η προσφυγή στους “καταξιωμένους” αγωνιστές - ιδιαίτερα μάλιστα όταν είναι “μετακλητοί” - δεν μπορεί να είναι η απάντηση της Αριστεράς απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα. Μπορεί να φέρει κάποιους ψήφους, αλλά αυτοί είναι ανεμομαζώματα – ανεμοσκορπίσματα, ιδιαίτερα αν συνδυαστεί με το φαινόμενο της συγκρότησης εκλογικών σχημάτων που μετά τις εκλογές υπολειτουργούν και αποσαθρώνονται…
Αυτή η πολιτική διαχείριση των αυτοδιοικητικών εκλογών θέτει το ερώτημα ποιά είναι τα όρια ανάμεσα στην “πολιτικοποίηση” και την “κομματικοποίηση” στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Τα όρια της αντίληψης της παραδοσιακής Αριστεράς, περιγράφονται αποτυπώνεται με κάποιο συνεκτικό τρόπο στο παρακάτω κείμενο, όπου παραβλέπεται ότι οι κοινωνικές αντιθέσεις συναρθρώνονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο στα ζητήματα της τοπικής αυτοδιοίκησης, που απαιτεί και ανάλογη, διακριτού τύπου, πολιτική παρέμβαση. Γιαυτό η πολιτική παρέμβαση περιορίζεται απλά στο ρόλο του ιμάντα μεταβίβασης της γενικότερης “γραμμής” σε αυτό τον χώρο:
«Εδώ βέβαια έχει να παίξει ρόλο ιδιαίτερο η αντικαπιταλιστική αριστερά. Αντί να περιγράφει ως αδύνατη μια δημαρχιακή διοίκηση στο παρόν, οφείλει ως αριστερή αντιπολίτευση να οραματίζεται και να αγωνίζεται για μια αριστερή ριζοσπαστική και ανατρεπτική δημοτική αρχή η οποία οφείλει να είναι αποφασισμένη για σύγκρουση και ρήξη με τις καλλικρατικές δομές και τα περιοριστικά οικονομικά πλαίσια είτε προέρχονται από ΕΕ είτε από την ελληνική κυβέρνηση. Μια τέτοια δημοτική αρχή μπορεί και οφείλει να εμβαθύνει τη δημοκρατική λειτουργία του δήμου και να προωθεί τις τοπικές λαϊκές συνελεύσεις ανά γειτονιά και να σπάσει στην πράξη τον αντιδραστικό - αντιδημοκρατικό χαρακτήρα των ΟΤΑ. Και ακόμη περισσότερο, θα πρέπει να είναι αποφασισμένη να συμβάλει στον αντιμνημονιακό αγώνα. Να πρωταγωνιστήσει και να συμβάλει στον λαϊκό ξεσηκωμό, να συνδέεται με τους εργατικούς αγώνες ενισχύοντας ηθικά και οικονομικά τα απεργιακά ξεσπάσματα. Μια αριστερή δημοτική αρχή οφείλει να μετατρέψει το δήμο σε ένα είδος κέντρου αγώνα απέναντι στις πολιτικές των κυβερνήσεων και της τρόικας, να είναι φάρος αλληλεγγύης σε κάθε αντίσταση που ξεσπά όχι μόνο στην περιοχή μας, αλλά σε όλη την επικράτεια. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να πιάσει το ιστορικό νήμα όχι από δημάρχους διαχειριστές αλλά από δημάρχους λαϊκούς αγωνιστές.»
(Απόσπασμα από το:ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥΣ ΔΗΜΑΡΧΟΥΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΠΕΛΕΤΙΔΗ – Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΜΙΑΣ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ. )Η διάσταση ανάμεσα σε αυτές τις αριστερές διακηρύξεις και τις πρακτικές που ακολουθούνται για την υλοποίησή τους γίνεται εμφανής αν δούμε διαχρονικά την πορεία τους. Εδώ δεν καταγράφεται μόνον αυτό που έγραφε ο Φ. Ένγκελς, Γράμμα στον Μπέμπελ, Λονδίνο 18/28 Μαρτίου 1875. “Γενικά, λιγότερη σημασία έχει το επίσημο πρόγραμμα ενός κόμματος από το τι κάνει στην πράξη”, αλλά κάτι παραπάνω: Η αδυναμία να καταργηθεί αυτή η διάσταση δεν είναι συγκυριακή, αλλά διαχρονική: Οφείλεται κυρίως στην απουσία μιας άλλης αντίληψης κυβερνητικότητας της Αριστεράς, διακριτή από την αστική.
Οι Αριστεροί μπορεί να θεωρούν ότι αν ένας δήμαρχος που πολιτικά ανήκει στην Αριστερά, όταν είναι ευρύτερα αποδεκτός και αναγνωρίσιμος ως “καλός” δήμαρχος, αυτό οφείλεται στο “αντικαπιταλιστικό” του πρόγραμμα και άλλα ωραία παρόμοια, όμως αυτή η “αναγνωρισιμότητα” συνήθως συμβαίνει για κάνει μια καλή αστική διαχείριση, πράγματα τα οποία θα μπορούσε να τα κάνει (και μερικές φορές τα κάνει) και ένας δεξιός δήμαρχος. Παραδοσιακά ο κόσμος ψήφιζε και ψηφίζει δημάρχους από τον χώρο της Αριστεράς, γιατί τους θεωρούσε ότι ήταν τίμιοι, και ενδιαφέρονταν για μια χρηστή διαχείριση των τοπικών ζητημάτων (καθαριότητα, κλπ). Δεν “εμπιστεύεται” γενικά την Αριστερά, αλλά κάποιους ανθρώπους της για καθαριότητα και τις δεντροφυτεύσεις κλπ, Αν την εμπιστευόταν, θα την εμπιστευόταν πρώτα απ’ όλα ότι μπορούσε να διαχειριστεί την κεντρική εξουσία. Το παράδειγμα του Κωνσταντίνου Πελετίδη στην Πάτρα δείχνει ότι αυτή η αντιμετώπιση συνεχίζεται και μέχρι σήμερα:Αν κατέβη για βουλευτής του ΚΚΕ δεν θα πάρει τα ίδια ποσοστά που παίρνει ως δήμαρχος…
Σε αυτό, το τοπίο η Αριστερά γκρίνιαζε συχνά ότι η τοπική αυτοδιοίκηση έχει περιορισμένες αρμοδιότητες/εξουσίες και δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα, επειδή ο κεντρικός κρατικός μηχανισμός ασκεί ασφυκτικά την εξουσία του πάνω της και της "δένει τα χέρια".
Όμως υπήρξε μια τομή που άλλαξε αυτό το τοπίο και κατέδειξε ταυτόχρονα ότι αυτή η θέση δεν μπορεί να συγκροτήσει πολιτική πάλης, παραμένει στο επίπεδο της πολιτικής “γκρίνιας”. Κατέδειξε και κάτι παραπάνω, τις αυταπάτες της Αριστεράς για τον “λαϊκό” χαρακτήρα του θεσμού της τοπικής αυτοδιοίκησης, ως θεσμού που μπορεί να έχει μια σχετική αυτονομία από το κράτος ως όλον: Αυτή τη τομή είναι η αντιδραστική μεταρρύθμιση που ξεκίνησε με τον “Καλλικράτη”.
Το ζήτημα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την τοπική αυτοδιοίκηση, γιατί ο “Καλλικράτης” ήταν και παραμένει (με τις όποιες προσθήκες/μεταρρυθμίσεις έχουν γίνει μέχρι σήμερα) η αιχμή του δόρατος αυτής της αντιδραστικής αναδιάρθρωσης του Κράτους. Ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεων της Αριστεράς συχνά υποτιμά την ενότητα του Κράτους. Αυτό το λάθος παρουσιάζεται συστηματικά στις πολιτικές αναλύσεις για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Θεωρείται ότι η τοπική αυτοδιοίκηση αποτελεί μια βαθμίδα του κράτους που βρίσκεται πιο κοντά στο λαό. Ως εκ τούτου μπορεί να υπάρξει εκεί μια μορφή λαϊκής εξουσίας, η οποία θα έχει σχετική αυτονομία από την κεντρική εξουσία.
Στην πραγματικότητα ο νεοφιλελευθερισμός όχι μόνον δεν είναι σε αντίθεση με αυτές τις απόψεις της Αριστεράς, αλλά βρίσκεται ένα βήμα πιο μπροστά: Ο “Καλλικράτης” κάνει πράξη - από την δική του σκοπιά - τα “αριστερά αιτήματα” για αποκέντρωση εξουσιών του κεντρικού κρατικού μηχανισμού σε περιφερικό και τοπικό επίπεδο.
Τον “Καλλικράτη” θα πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε ως Αριστεροί σαν ένα αντιδραστικό εκσυγχρονισμό του Κράτους συνολικά και όχι σαν μια διοικητική μεταρρύθμιση η οποία αφορά κάποιο τμήμα του κρατικού μηχανισμού. Η κύρια πλευρά του συνίσταται στην επιβολή μιας νέας μορφής διακυβέρνησης, η οποία εμπεδώνει την άσκηση της εξουσίας προς όφελος της κεφαλαιακής σχέσης σε συνθήκες πλήρους κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού. Πρόκειται για μια γενική πολιτική που εκτείνεται από το χώρο άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής του κράτους μέχρι τον επαναπροσδιορισμό των όρων της αναπαραγωγής των γενικών συνθηκών παραγωγής (συλλογική κατανάλωση, αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης κλπ). Εξάλλου, αυτό το μοντέλο διακυβέρνησης με αποκεντρωμένες εξουσίες σε τοπικούς και περιφερειακούς κρατικούς μηχανισμούς έχει ήδη επιβληθεί σε αρκετές ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία...
Είναι μια πολιτική ενίσχυσης της ανισόμερης ανάπτυξης εντός της κρατικής επικράτειας που επιβάλλεται ως μια νέα πολιτική διακυβέρνησης, κάτω από τις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού. Δεν πρόκειται για την ανισόμερη ανάπτυξη ως ένα γενικό παράγωγο κάποιων “νόμων” της καπιταλιστικής οικονομίας και της “ελεύθερης αγοράς”, αλλά μια ανισόμερη ανάπτυξη η οποία είναι στόχος/πλαίσιο της κρατικής λειτουργίας. Σχηματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι συγκροτείται ως κρατική λειτουργία η αναπαραγωγή της αντίθεσης " πόλης - υπαίθρου"/“κέντρου - περιφέρειας” και διευρύνεται με την δόμηση διακριτών τοπικών ενοτήτων. Αυτές έχουν τους δικούς τους ανεξαρτητοποιημένους ρυθμούς/μοντέλα ανάπτυξης και επικυρώνεται θεσμικά πλέον ο μεταξύ τους ανταγωνισμός.
Οι όροι και οι συνθήκες μέσω των οποίων παραχωρείται η οικονομική εξουσία στην τοπική αυτοδιοίκηση μέσω της διακηρυγμένης αρχής της “οικονομικής αυτοδυναμίας” των δήμων, είναι το κρίσιμο πολιτικό κλειδί που διαμορφώνει την υλική βάση του πολιτικού εξαναγκασμού για την επιβολή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών κρατικής διαχείρισης. Σε αυτό το ζήτημα η Αριστερά θα πρέπει να δώσει την δική της πειστική απάντηση, όχι στο επίπεδο των γενικών πολιτικών διακηρύξεων, αλλά των συγκεκριμένων πολιτικών πρακτικών. Η πρόκληση είναι μεγάλη, γιατί ο νεοφιλελευθερισμός πετάει το γάντι απέναντι στην Αριστερά: Αυξημένες εξουσίες θέλεις στην τοπική αυτοδιοίκηση; Παρ’ τες και πάρε και την οικονομική εξουσία για να οργανώσεις την οικονομική αυτοδυναμία της. Για να δούμε τι θα μπορέσεις να κάνεις στους δήμους που διοικείς… Ο νεοφιλελευθερισμός έχει τις δικές του προτάσεις: ΣΔΙΤ, εμπορευματοποίηση του δημόσιου χώρου και κοινών αγαθών,ιδιωτικοποιήσεις κλπ…
Τέλος, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι αυτή η πολιτική κατεύθυνση της αναδιάρθρωσης του κράτους δεν εμφανίστηκε τώρα την εποχή των “μνημονίων”. Ο βασικός φορέας εμπέδωσης της ήταν η εφαρμογή των κατευθύνσεων της ΕΕ μέσω των ευρωπαϊκών προγραμμάτων χρηματοδότησης. Τα προγράμματα αυτά δεν εντάσσονται σε καμία πολιτική “κεντρικού σχεδιασμού” του ελληνικού κράτους, Πολλές φορές, οι κεντρικές κρατικές υπηρεσίες που έχουν την ευθύνη αυτού του σχεδιασμού, όχι μόνον δεν έχουν καμία αρμοδιότητα στον σχεδιασμό και στην υλοποίησή αυτών των προγραμμάτων, αλλά συνήθως ενημερώνονται εκ των υστέρων μόνο για να αναλάβουν εκτελεστικό ρόλο για την άρση των θεσμικών και διαδικαστικών εμποδίων που προκύπτουν για την υλοποίησή τους. Με αυτό τον τρόπο, ενώ τα “εθνικά” χωροταξικά και αναπτυξιακά σχέδια, ήταν και είναι ευχολόγια που παραμένουν χαρτιά στις ντουλάπες των αρμόδιων υπουργείων, η “ανάπτυξη” της χώρας προχωράει, όχι μόνον μέσω κάποιων γενικών κατευθύνσεων που προσδιορίζονταν άμεσα από τις πολιτικές της ΕΕ, αλλά κυρίως μέσω των ισχυρών μηχανισμών που έχουν αναλάβει την χρηματοδότηση και διαχείριση αυτών των πολιτικών.
Το παράδειγμα της “αριστερής διαχείρισης” του Δήμου Χαλανδρίου, είναι αποκαλυπτικό για τα όρια αυτής της αντίληψης, όχι μόνον για τον Δήμο Χαλανδρίου: Ότι μετάλλαξη της “δημοτικής παράταξης” ήταν ανάλογη με την μετάλλαξη που ΣΥΡΙΖΑ, όταν ανέλαβε κυβερνητικές ευθύνες. Έγινε μάλιστα πριν ο ΣΥΡΙΖΑ αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες.
Κρίσιμο ζήτημα είναι, όπως έχω επισημάνει προηγουμένως η απουσία μιας άλλης αντίληψης κυβερνησιμότητας, διακριτή από την αστική. Για να γίνει κατανοητό αυτό που γράφω, παραπέμπω στο παρακάτω απόσπασμα είναι από το κείμενο που κατατέθηκε (15-11-2014) από τον τότε δημοτικό σύμβουλο Χρήστο Κασίμη σε διαδικασία της δημοτικής παράταξης:
« Η οργανωτική συγκρότηση θα πρέπει να υπηρετεί τις πολιτικές μας στοχεύσεις.
Μια πρώτη προσέγγιση είναι η εξής: Έχουμε το “πρόγραμμά” μας, όπως το διατυπώσαμε προεκλογικά και τώρα θα πρέπει να φροντίσουμε για την υλοποίηση του. Ενωμένοι σαν μια γροθιά, θα πρέπει να οργανώσουμε την δράση μας με τον κατάλληλο καταμερισμό της εργασίας για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Η λογική αυτή, αν και φυσικά είναι εν μέρη σωστή, αφήνει έξω μια σειρά κρίσιμα πολιτικά ζητήματα που, ίσως, δεν περιλαμβάνονται στο “πρόγραμμά” μας, όμως είναι καθοριστικά για τον χαρακτήρα της πολιτικής μας. Η πολιτική δεν είναι μια αμιγώς τεχνική διαδικασία παραγωγής κάποιου έργου (υλοποίηση των προγραμματικών μας διακηρύξεων), αλλά παρέμβαση στον κοινωνικό συσχετισμό με στόχο την τροποποίηση του.
Συνεπώς και με βάση τα παραπάνω θα πρέπει να αναλύσουμε τη σχέση ανάμεσα στην διαχείριση - διοίκηση του Δήμου και στις σχέσεις εκπροσώπησης/συμμετοχής των μελών της παράταξης αλλά και σε τελική ανάλυση των δημοτών/κατοίκων της πόλης μας. Υπάρχει λοιπόν μια αντίφαση που οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε: Ως διαχειριστές ενός τμήματος της «Δημοτικής εξουσίας» είμαστε αναγκασμένοι να ενεργούμε στο όνομα του «γενικού συμφέροντος και των δημοτών». Ως αριστεροί όμως, γνωρίζουμε πως αυτό το «γενικό συμφέρον» είναι σε τελική ανάλυση ένας “ταξικός συμβιβασμός” που εξασφαλίζει την ομαλότητα και την κανονικότητα με όρους «υποταγής». Έχουμε το καθήκον να παρεμβαίνουμε στον κοινωνικό συσχετισμό τροποποιώντας αυτόν τον “ταξικό συμβιβασμό”, κόντρα στις κρατικές πολιτικές. Επίσης γνωρίζουμε πως η τροποποίηση αυτού του συσχετισμού είναι πρώτα απ’ όλα υπόθεση του κινήματος (της παράταξης και του κινήματος εν προκειμένω) και όχι του Κράτους (δηλαδή στην συγκεκριμένη περίπτωση της Δημοτικής Αρχής).
Αν λοιπόν δεν υπάρχουν αυτοί οι «κινηματικοί όροι» ως ενεργοί παράγοντες της τροποποίησης του κοινωνικού συσχετισμού, καμία διοίκηση όσο και αριστερή να είναι στις διακηρύξεις της και στα προγράμματά της, δεν αρκεί για να επιβάλει τους αναγκαίους συμβιβασμούς στις κρατικές πολιτικές, οι οποίοι θα καταγράφουν αυτή την τροποποίηση του κοινωνικού συσχετισμού.
Η αναγνώριση της ύπαρξης των δύο διαφορετικών θέσεων (δηλαδή της αντίφασης που αναφέρθηκε προηγούμενα) που συγκροτούν την πολιτική, στο επίπεδο της κεντρικής πολιτικής σκηνής εκφράζεται από την κατεύθυνση του «διαχωρισμού του κόμματος από τον κρατικό μηχανισμό».
Κατ’ αναλογία στο επίπεδο του Δήμου εκφράζεται με τον διαχωρισμό της «Αντίστασης» από τον Δήμο. Αυτή η διάκριση θα πρέπει να αποτυπώνεται στο νέο οργανωτικό σχήμα που συζητάμε, τόσο στο επίπεδο λήψης αποφάσεων (διακριτά όργανα για την «Αντίσταση» και για την «δημοτική αρχή», αλλά και καθορισμός της μεταξύ τους σχέσης) όσο και στο επίπεδο της οργάνωσης του αντικειμένου και της λειτουργίας των μόνιμων θεματικών ομάδων και επιτροπών δράσης για συγκεκριμένα ζητήματα.»
Που κατέληξε η “Αντίσταση”; Έγινε μια παράταξη ενσωματωμένη στις ανάγκες της “διοίκησης” του δήμου και την υλοποίηση των δημοτικών αποφάσεων στο όνομα του «γενικού συμφέροντος και των δημοτών», όπως αυτό το προσδιόριζαν οι αποφάσεις του Δημάρχου. Για να γίνει μάλιστα πιο «αποτελεσματική» αυτή η μορφή διακυβέρνησης του δήμου, ο Δήμαρχος στήριξε την κατάργηση της “απλής αναλογικής” (περισσότερα εδώ: Νέες ανεξαρτητοποιήσεις δημοτικών συμβούλων από την «Αντίσταση με τους πολίτες του Χαλανδρίου» ) και να “συμπορεύεται” με την νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση του κράτους όπως αυτή την προωθεί ο ...Βορίδης. Μια από τις τελευταίες “κατακτήσεις” της δημοτικής αρχής του Χαλανδρίου, ήταν η ιδιωτικοποίηση του ηλεκτροφωτισμού... (Ο Σύλλογος Εργαζομένων Δήμου Χαλανδρίου για την ιδιωτικοποίηση του ηλεκτροφωτισμού στην πόλη)
- Σε τι τελικά διαφέρει (αν μας ενδιαφέρει η διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς) το έργο του Δήμαρχου Σίμου Ρούσσου στο Χαλάνδρι, για παράδειγμα από το αντίστοιχο έργο του Διονύση Χατζηδάκη στο Παλαιό Φαλήρο, ώστε το πρώτο να μπορεί να σηματοδοτηθεί ως “αριστερό” και το άλλο ως “δεξιό”;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου