ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΓΕΝΙΚΑ ΕΠΙΤΕΛΕΙΑ!
Αγωνιζόμαστε για την "ΣΥσπείρωση της ΡΙΖοσπαστικής Αριστεράς" στην κατεύθυνση της κοινής δράσης στους μαζικούς χώρους και τα κοινωνικά κινήματα, και παράλληλα για την πολιτική της συγκρότηση σε ένα ενιαίο αμεσοδημοκρατικό πολιτικό φορέα

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2022

Τι θα έλεγε ο Λέων Τολστόι με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία;




Από  Christos Trikalinos

Πολλοί φίλοι με ρωτούν γιατί δεν σχολιάζω τον πόλεμο Ρωσίας - Ουκρανίας.
Δυο πράγματα θα πω: 1) Έχοντας ζήσει 13 χρόνια στην ΕΣΣΔ αγάπησα τη χώρα αυτή και το λαό της (Ρώσους, Ουκρανούς, Λευκορώσους, Γεωργιανούς Ουζμπέκους, Τάταρους, Καμπάρντιους, Ουιγούρους και πολλούς άλλους). Κανέναν τους δεν θεώρησα εχθρό κι ούτε μπορώ να φανταστώ τα όσα συμβαίνουν σήμερα, όχι μόνο στο συγκεκριμένο πόλεμο (και το συγκεκριμένο παρελθόν του), αλλά ούτε σε πολλά άλλα σημεία της πάλαι ποτέ ενιαίας χώρας. 2) Το βασικό σχόλιό μου είναι μια παλιότερη ανάρτησή μου ενός κειμένου του Μεγάλου Τολστόι, μια ανάρτηση που είναι σήμερα πολύ πιο ΕΠΙΚΑΙΡΗ από ποτέ.

 

ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΪ (ЛЕВ ТОЛСТОЙ)

Θα χτυπήσουν οι καμπάνες, θα ντυθούν με τα χρυσοποίκιλτα σακιά τους οι μακρυμάλληδες και θ’ αρχίσουν να προσεύχονται υπέρ του σκοτωμού. Και θ’ αρχίσει πάλι η παλιά, από καιρό γνωστή, απαίσια ιστορία. Θα προστρέξουν οι γραφιάδες των εφημερίδων, που ανάβοντας τη σπίθα του πατριωτισμού στους ανθρώπους, ενάντια δήθεν στους σκοτωμούς, θα τρίβουν τα χέρια τους για τους διπλούς μισθούς τους. Θα προστρέξουν χαρούμενοι οι εργοστασιάρχες, οι έμποροι, οι προμηθευτές πολεμοφοδίων, περιμένοντας διπλασιασμό των κερδών τους. Θα προστρέξουν οι κάθε είδους υπαλληλίσκοι, προβλέποντας τη δυνατότητα να κλέψουν περισσότερα, απ’ όσα κλέβουν συνήθως. Θα προστρέξουν κι οι στρατιωτικοί, που παίρνουν διπλούς μισθούς και τροφεία και ελπίζουν να πάρουν, για τις δολοφονίες των ανθρώπων, διάφορα μπιχλιμπίδια που τόσο εκτιμούν, ταινίες, σταυρούς, γαλόνια, αστέρια. Θα προστρέξουν κι άεργοι κύριοι και κυρίες, μπροστά απ’ όλους, για να γραφτούν στον Ερυθρό Σταυρό, δηλώνοντας έτοιμοι να επιδέσουν εκείνους που θα σκοτώνουν οι άντρες κι αδελφοί τους, παριστάνοντας ότι επιτελούν χριστιανικό έργο.

Και, πνίγοντας μέσα τους την απελπισία με τραγούδια, προστυχιές και βότκα, θα εγκαταλείψουν τις ειρηνικές δουλιές τους, τις γυναίκες τους, τις μανάδες τους, τα παιδιά τους, οι άνθρωποι, εκατοντάδες χιλιάδες απλοί, καλοσυνάτοι άνθρωποι με εργαλεία θανάτου στα χέρια τους, πηγαίνοντας εκεί που θα τους σπρώξουν. Θα προχωράνε, θα κρυώνουν, θα πεινάνε, θα αρρωσταίνουν, θα πεθαίνουν από τις αρρώστιες και θα φτάνουν, τελικά, εκεί όπου θ’ αρχίσουν να τους σκοτώνουν κατά χιλιάδες, κι οι ίδιοι θα σκοτώνουν χιλιάδες ανθρώπους, χωρίς να ξέρουν γιατί, ανθρώπους που ποτέ δεν είχαν δει, ανθρώπους που δεν τους έκαναν, ούτε μπορούσαν να τους κάνουν, κάτι κακό.

Κι όταν θα μαζευτούν τόσοι πολλοί άρρωστοι, τραυματίες και σκοτωμένοι, που δεν θα υπάρχουν άνθρωποι να τους μαζέψουν, όταν ο αέρας θα μολυνθεί από το σάπιο κρέας, που θα δυσαρεστηθεί ακόμη κι η ηγεσία, τότε θα σταματήσουν για λίγο, θα περιμαζέψουν κάπως τους τραυματίες, θα τους μεταφέρουν και θα τους στοιβάξουν σε σωρούς όπου λάχει μαζί με τους αρρώστους, ενώ θα παραχώσουν τους νεκρούς, σκεπάζοντάς τους με ασβέστη, θα οδηγήσουν ξανά το πλήθος των ξεγελασμένων ανθρώπων μπροστά, και θα τους σπρώχνουν μέχρι να το βαρεθούν αυτοί που το ξεκίνησαν, είτε μέχρι να πάρουν αυτοί που κάτι χρειάζονταν, αυτό που χρειάζονταν. Και πάλι θα αγριέψουν, θα γίνουν άγρια θηρία οι άνθρωποι, και θα λιγοστέψει στον κόσμο η αγάπη, κι ο προηγούμενος εκχριστιανισμός της ανθρωπότητας θα υποχωρήσει για δεκάδες, εκατοντάδες χρόνια. Και ξανά, εκείνοι που ωφελούνται, θα λένε ότι αφού έγινε πόλεμος, αυτό σημαίνει, ότι ήταν απαραίτητος και θ’ αρχίσουν πάλι να προετοιμάζουν γι’ αυτό τις μελλοντικές γενιές, σακατεύοντάς τες από τα παιδικά τους χρόνια.

<…>

Από τα παιδικά ακόμη χρόνια, μ’ όλα τα προσιτά μέσα - τα σχολικά βιβλία, τις θρησκευτικές τελετές, τα κηρύγματα, τις ομιλίες, τις εφημερίδες, τους στίχους, τα μνημεία – που θα κινούνται στην ίδια κατεύθυνση, θα ξεγελούν το λαό, ύστερα θα μαζέψουν δια της βίας, ή με τη βοήθεια της εξαγοράς μερικές χιλιάδες λαού, κι όταν αυτές οι συγκεντρωμένες χιλιάδες, στις οποίες θα προστεθούν και πάσης φύσεως αργόσχολοι, που ευχαρίστως παρίστανται σε κάθε είδους θεάματα, κι όταν αυτός ο όχλος υπό τους ήχους των πυροβολισμών και των κανονιοβολισμών, της μουσικής και των λάμψεων αρχίσει να ουρλιάζει, αυτό που θα του υποδείξουν οι πρώτοι, μας λένε ότι είναι έκφραση αισθημάτων όλου του λαού. Αλλά, πρώτον, αυτές οι χιλιάδες, άντε δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, που κραυγάζουν κάτι σ’ αυτές τις γιορτές, αποτελούν ένα μικρό, απειροελάχιστο κομμάτι όλου του λαού. Δεύτερον, από αυτές τις δεκάδες χιλιάδες ουρλιάζοντες και ανεμίζοντες τα καπέλα τους ανθρώπους, πάνω από τους μισούς, αν δεν έχουν μαζευτεί βιαίως, όπως σε μας, στη Ρωσία, έχουν ξεγελασθεί τεχνηέντως από κάποιο δόλωμα. Τρίτο, απ’ όλες αυτές τις χιλιάδες, λίγες μόνο δεκάδες ξέρουν την ουσία της υπόθεσης και με τον ίδιο τρόπο θα ούρλιαζαν και θα ανέμιζαν τα καπέλα τους, αν συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που συμβαίνει. Τέταρτο, εδώ βρίσκεται κι η αστυνομία, που θ’ αναγκάσει να σωπάσουν και θα μαζέψει όλους εκείνους, που φωνάζουν κάτι άλλο, από αυτό που θέλει κι απαιτεί η κυβέρνηση, όπως γίνονταν κατά κόρο στη διάρκεια των ρωσο-γαλλικών εορτασμών.

<…>

Ποιο όμως είναι αυτό το υψηλό αίσθημα, το οποίο, κατά τη γνώμη των αρχουσών τάξεων, πρέπει να εμφυσάται στο λαό;

Το αίσθημα αυτό, με τον ακριβέστερο ορισμό του, δεν είναι τίποτε άλλο από την προτίμηση του δικού του κράτους ή λαού σε σχέση με κάθε άλλο κράτος ή λαό, αίσθημα που διατυπώνεται πλήρως στο γερμανικό πατριωτικό άσμα «Deutchland, Deutchland uber alles» (Γερμανία, Γερμανία, πάνω απ’ όλους), στο οποίο πρέπει αντί για Deutchland να βάλουμε Russland, Frankreich, Italien, ή Ν.Ν., δηλαδή κάποιο άλλο κράτος για να έχουμε τον ίδιο τύπο πατριωτικού αισθήματος. Πολύ πιθανό το αίσθημα αυτό να είναι επιθυμητό και χρήσιμο στην κυβέρνηση και σ’ όλο το κράτος, αλλά δεν μπορούμε να μη δούμε, ότι το αίσθημα αυτό κάθε άλλο παρά ευγενές είναι, αλλά, αντίθετα, είναι πολύ ηλίθιο και ανήθικο. Ηλίθιο γιατί, αν κάθε κράτος θεωρεί τον εαυτό του καλύτερο από όλους τους άλλους, είναι προφανές, πως όλοι θα έχουν άδικο, κι ανήθικο γιατί αναπόφευκτα οδηγεί κάθε άνθρωπο που το ενστερνίζεται στην επιδίωξη οφέλους για το δικό του κράτος και λαό εις βάρος των άλλων κρατών και λαών, πράγμα εντελώς αντίθετο προς τον βασικό και από όλους παραδεκτό ηθικό κανόνα: να μην κάνουμε στον άλλον και στους άλλους αυτό, που δεν θέλουμε να μας κάνουν.

<…>

Ο πατριωτισμός χρειάστηκε για τη διαμόρφωση ισχυρών κρατών, ικανών να αντιταχθούν στους βαρβάρους, με την ένωση διαφόρων λαών. Μόλις όμως η χριστιανική διαφώτιση άλλαξε εσωτερικά κατά τον ίδιο τρόπο όλα αυτά τα κράτη, δίνοντάς τους τις ίδιες βάσεις, ο πατριωτισμός έγινε όχι μόνο αχρείαστος, έγινε το μοναδικό εμπόδιο για τη συσπείρωση των λαών, για την οποία είναι έτοιμοι, με βάση τη χριστιανική τους συνείδηση.

Ο πατριωτισμός στην εποχή μας είναι μια σκληρή παράδοση περασμένων εποχών, που διατηρείται μόνο λόγω αδρανείας και επειδή οι κυβερνήσεις και οι άρχουσες τάξεις, διαισθανόμενες ότι με τον πατριωτισμό συνδέονται όχι μόνο η εξουσία τους, αλλά και η ύπαρξή τους, επίμονα, με πονηριά και βία τον δυναμώνουν και τον διατηρούν στους λαούς. Ο πατριωτισμός στην εποχή μας μοιάζει με τις σκαλωσιές, που κάποτε ήταν απαραίτητες για την κατασκευή των τοίχων των κτηρίων και οι οποίες, παρά το ότι εμποδίζουν τώρα τη χρήση του κτηρίου, δεν αφαιρούνται, επειδή η ύπαρξή τους είναι επωφελής για κάποιους.

<…>

Είναι αδύνατο να φανταστείς, πως και γιατί οι ειρηνικά από κοινού εργαζόμενοι στα σύνορα και στις πρωτεύουσες Ρώσοι και Γερμανοί εργάτες θα τσακωθούνε μεταξύ τους. Ακόμη πιο δύσκολα μπορείς να φαντασθείς έχθρα ανάμεσα σε κάποιο χωρικό από το Καζάν που παράγει ψωμί για το Γερμανό, και ένα Γερμανό που παράγει για το χωρικό εργαλεία και μηχανές. Το ίδιο και ανάμεσα στους Γάλλους, Γερμανούς και Ιταλούς εργάτες. Κι είναι αστείο, ακόμη και να μιλήσεις για διενέξεις μεταξύ επιστημόνων, καλλιτεχνών, συγγραφέων διαφόρων εθνικοτήτων, που έχουν κοινά, ανεξάρτητα από την εθνικότητα και κρατικότητα, ενδιαφέροντα.

Οι κυβερνήσεις, όμως, δεν μπορούν να αφήσουν τους λαούς στην ησυχία τους, δηλαδή ειρηνικές μεταξύ τους σχέσεις, επειδή αν όχι η μοναδική, η κύρια δικαιολόγηση της ύπαρξής των κυβερνήσεων είναι η ειρήνευση των λαών, η διευθέτηση των εχθρικών τους σχέσεων. Έτσι λοιπόν οι κυβερνήσεις προκαλούν αυτές τις εχθρικές σχέσεις με το μανδύα του πατριωτισμού κι ύστερα κάνουν ότι πετυχαίνουν ειρήνη ανάμεσα στους λαούς. Όπως ο τσιγγάνος που βάζει πιπέρι κάτω από την ουρά του αλόγου του και αφού το μαστιγώσει στο στάβλο το βγάζει κρατώντας σφιχτά το χαλινάρι, υποκρινόμενος ότι μπορεί, έστω και δύσκολα, να συγκρατήσει τ’ αγριεμένο άτι.

<…>

Οι κυβερνήσεις πείθουν τους λαούς, ότι κινδυνεύουν από επιθέσεις άλλων λαών και από εσωτερικούς εχθρούς και ότι ο μοναδικός τρόπος σωτηρίας τους από αυτόν τον κίνδυνο είναι η δουλική υποταγή των λαών στις κυβερνήσεις 

<…>

 Αυτό συμβαίνει παντού και πάντα, όπου υπάρχει εξουσία. Κάθε κυβέρνηση εξηγεί την ύπαρξή της και δικαιολογεί τη βία της, λέγοντας πως αν δεν υπήρχε θα ήταν χειρότερα. Διαβεβαιώνοντας τους λαούς ότι κινδυνεύουν, οι κυβερνήσεις τους υποτάσσουν. Όταν οι λαοί υποτάσσονται στις κυβερνήσεις, οι κυβερνήσεις αυτές αναγκάζουν τους λαούς να επιτεθούν σε άλλους λαούς. Έτσι για τους λαούς επιβεβαιώνονται οι κυβερνήσεις που τους προειδοποιούσαν για τον κίνδυνο επίθεσης εκ μέρους άλλων λαών.
 
Όσοι μιλούν για διευθέτηση του κόσμου συλλογίζονται ως εξής: δυο ζώα δεν μπορούν να χωρίσουν τη λεία, παρά μόνο με μάχη, το ίδιο ισχύει για τα παιδιά, τους βάρβαρους και του βάρβαρους λαούς. Οι λογικοί όμως άνθρωποι διευθετούν τις διαφωνίες τους με τη λογική, την πειθώ, την ανάθεση της εξεύρεσης λύσης σε ουδέτερους, λογικούς ανθρώπους. Αυτό πρέπει να κάνουν οι λαοί σήμερα. Αυτοί οι συλλογισμοί μου φαίνονται εντελώς σωστοί. Οι λαοί της εποχής μας έφτασαν στην εποχή της λογικής, δεν εχθρεύονται ο ένας τον άλλο και θα μπορούσαν να λύσουν τις διαφωνίες τους λογικά. Η λογική όμως ανήκει στους λαούς, μόνο στους λαούς, αν δεν ήταν υπό την εξουσία των κυβερνήσεων. Οι λαοί, όμως, που υποτάσσονται στις κυβερνήσεις δεν μπορούν να είναι λογικοί, επειδή η υποταγή στην κυβέρνηση είναι γνώρισμα του μέγιστου παραλογισμού.

Λέων Τολστόι. «Χριστιανισμός και πατριωτισμός» 17 Μαρτίου 1894
Πηγή https://monocler.ru/lev-tolstoy-o-patriotizme/


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου


ΑΛΛΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ