(Με αφορμή την εκδήλωση: 2008-2019:11 ΧΡΟΝΙΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ)
Σήμερα, πόσο στα σοβαρά παίρνει η κοινωνία τις ιδέες μας; Γιατί πολιτικά τον λογαριασμό της κυβέρνησης της αριστεράς τον πληρώσαμε και εμείς, ή μάλλον κυρίως εμείς (και όχι ο ΣΥΡΙΖΑ); Τι δεν κάναμε καλά; Η συζήτηση για το τι έφταιξε και φτάσαμε ως εδώ πρέπει ν’ ανοίξει και το μαχαίρι να φτάσει στο κόκκαλο. Δεν ήταν μόνο τα λάθη τακτικής, οι τρέχουσες ανεπάρκειες , η μία ή η άλλη μάχη που χάσαμε.....
( από το κείμενο πρόσκλησης στην εκδήλωση)
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της εκδήλωσης “2008-2019:11 ΧΡΟΝΙΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ” δεν εντοπίζεται σε αυτά που ειπώθηκαν, αλλά στα “κενά” που ανέδειξε: στα ερωτήματα που τέθηκαν και περιμένουν απαντήσεις...
Δυο τοποθετήσεις (του Σπύρου Δαπέργολα και του Γιάννη Μηλιού) που από πρώτη ανάγνωση φαίνονται αντιδιαμετρικές, έθεσαν μέσα από διαφορετικές προσεγγίσεις με τον πιο διακριτό τρόπο το ζήτημα των ορίων του κοινοβουλευτισμού και των πολιτικών πρακτικών εκπροσώπησης και ανέδειξαν την ανάγκη για την αναζήτηση μιας άλλης Πολιτικής, η οποία δεν απεμπολεί εντός της συγκυρίας τα αντισυστημικά και ανατρεπτικά χαρακτηριστικά της. Όμως, αυτή η αναζήτηση δεν περιορίζεται στην ανάλυση της συγκυρίας αλλά απαιτεί τομές τόσο στην θεωρία, όσο και στην μορφή της συγκρότησης των πολιτικών μηχανισμών. Αυτός ο στόχος υπερέβαινε το θέμα της εκδήλωσης, αλλά και δεν ήταν τις προθέσεις των ομιλητών.
Ο Σπύρος Δαπέργολας επεσήμανε στο πεδίο της κινηματικής πρακτικής αντιφάσεις και αδιέξοδα που εγκλώβισαν τις κοινωνικές αντιστάσεις αυτής της περιόδου σε πρακτικές διαμεσολάβησης - ανάθεσης - εκπροσώπησης με τα γνωστά αποτελέσματα που αποτυπώθηκαν με την άνοδο και την πτώση στου ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία. Ο Γιάννης Μηλιός με αιχμή οριοθετήσεις στο χώρο της θεωρίας για την φύση του κράτους, ανέδειξε τα όρια του κοινοβουλευτισμού της Αριστεράς και πως αυτά αποτυπώνονται κυρίως σε αντιλήψεις για την ανάπτυξη και την “παραγωγική ανασυγκρότηση” της χώρας.
Όμως η κυριαρχία της ιδεολογίας της “ανάθεσης” δεν αφορά μόνον στον ΣΥΡΙΖΑ και στο πως την εκμεταλλεύτηκε για να ανέλθει στην κυβερνητική εξουσία. Είναι δομικό στοιχείο της πολιτικής ταυτότητας των πολιτικών σχηματισμών της παραδοσιακής Αριστεράς.
Κάθε πολιτικό υποκείμενο που αυτοπροσδιορίζεται ως εκφραστής ταξικών ή κοινωνικών δυνάμεων (της εργατικής τάξης, του λαού, του έθνους κλπ), στην πραγματικότητα λειτουργεί πολιτικά ως διαμεσολαβητής με σχέσεις εκπροσώπησης, οι οποίες αποτυπώνονται στις πολιτικές του πρακτικές.
Η “ανάθεση” όμως δεν εντοπίζεται μόνο σε αυτόν τον αυτοπροσδιοριμό. Η διεκδίκηση της διακυβέρνησης με πολιτικά προγράμματα που αποβλέπουν στην κρατική διαχείριση, δεν μπορεί να πραγματωθεί παρά μόνον με πρακτικές ανάθεσης, που εμπεριέχουν μάλιστα αδιαφανείς εξουσιοδοτήσεις μέσα από ιεραρχικές δομές εξουσίας. Στο αστικό πολιτικό σύστημα, ακόμα και η ίδια εκλογική διαδικασία είναι μια πρακτική ανάθεσης…
Οι κρατικές πολιτικές είναι ο κατ' εξοχήν χώρος άσκησης της αστικής πολιτικής, όπου το ίδιο το κράτος θέτει τα όρια και τα πλαίσια εντός των οποίων ασκούνται. Το μαζικό κίνημα απευθύνεται πρώτα απ’ όλα στην κοινωνία ενάντια στο κράτος και τις πολιτικές που εκπορεύονται απ’ αυτό. Ως εκ τούτου θα πρέπει να έχει άλλους στόχους και άλλους προσανατολισμούς, κτίζοντας του δικούς του θεσμούς και προβάλλοντας τις δικές του διεκδικήσεις, που πιθανότατα έρχονται ή θα έρθουν σε σύγκρουση με αυτές τις κρατικές πολιτικές.
Η “ανταγωνιστικότητα” ανάμεσα στις κινηματικές διεκδικήσεις και την κρατική διαχείριση δεν μπορεί να λυθεί στο εσωτερικό μιας πολιτικής που αποτυπώνεται σε ένα “πρόγραμμα” το οποίο θέλει ταυτόχρονα να στοχεύει και στην ανάπτυξη του “κινήματος” και στην διαχείριση του “κράτους”.
Η “ολιστική” αντίληψη της πολιτικής, όπως την έχει κληρονομήσει η Αριστερά από τις παραδόσεις των κομμουνιστικών κομμάτων, δεν αναγνωρίζει την κυριαρχία της αντίφασης απέναντι στην ενότητα. Θεωρητικά το ζήτημα έχει τεθεί με την διάκριση ανάμεσα στην άσκηση κρατικής πολιτικής και στην αυτονομία του μαζικού κινήματος από το κόμμα και το κράτος. Όμως, αυτές οι διακρίσεις παραμένουν στο χώρο της θεωρίας για τις πολιτικές πρακτικές της παραδοσιακής Αριστεράς. Δεν υπήρξαν ποτέ ως “κυρίαρχο” παράδειγμα. Τα πολιτικά μορφώματα της Αριστεράς συγκροτούνται πάνω σε «πολιτικά σχέδια» τα οποία μπορούν να πραγματωθούν μόνον αν πάρουν την κρατική εξουσία στα χέρια τους...
Η επαναστατική εμπειρία του προηγούμενου αιώνα έδειξε πως καμιά πρωτοπορία, ούτε κανένα σύστημα παραγωγής πολιτικής- όπως ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός - κατάφεραν να υπερβούν τελικά την κυριαρχία της αντίφασης για χάριν της ενότητας της πολιτικής: Η υποταγή της ταχτικής στην στρατηγική, είναι μια ντετερμινιστική προσέγγιση της πολιτικής, η οποία χάριν της ενότητας και της αποτελεσματικότητας της πολιτικής πάλης για τους “μεταβατικούς στόχους”, εξοβελίζει από την συγκυρία την πολιτική πάλη για τους στρατηγικούς στόχους και οδηγεί στον αυτοπεριορισμό της εντός των πλαισίων της κρατικής διαχείρισης, είτε με την μορφή του αστικού κοινοβουλευτισμού, είτε με την μορφή του κράτους – κόμματος του πρώην υπαρκτού κομμουνισμού.
Η ιστορία έχει δείξει για τις συνέπειες αυτής της αντίφασης στην έκβαση της ταξικής πάλης ότι: χωρίς την ύπαρξη ενός ισχυρού και μαζικού κινήματος, καμία αλλαγή δεν μπορεί να γίνει ούτε στο κράτος ούτε στην κοινωνία. Αυτή η διαπίστωση δεν συνιστά μια άποψη για το “οργανωτικό”, αλλά μια άλλη αντίληψη για την πολιτική που θέτει ζητήματα για το πώς και πού παράγεται, με ποιό τρόπο ασκείται και που στοχεύει.
Μήπως θα πρέπει να αναζητήσουμε με πιο συστηματικό τρόπο αυτή την άλλη αντίληψη για την πολιτική, η οποία, πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να παραμένει σε απόσταση από το κράτος.
Θα αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο την εξουσία ως διακύβευμα απ' αυτόν με τον οποίο έθετε αυτό το ζήτημα μέχρι σήμερα το κομμουνιστικό κίνημα. Μια πολιτική που ο κοινοβουλευτισμός δεν θα είναι το βασικό πλαίσιο άσκησής της. Μια πολιτική που θα παράγεται από μορφές οργάνωσης απομακρυσμένες σε μεγάλο βαθμό από το μοντέλο του κόμματος που κυριάρχησε τον 20ο αιώνα και και το οποίο βρήκε την ολοκλήρωσή του στο κόμμα – κράτος του υπαρκτού κομμουνισμού. Μια πολιτική που θα έχει την «ανυπακοή» και την «εξέγερση» ως οργανικό στοιχείο της στρατηγικής της και όχι ως ένα απρόβλεπτο «συμβάν» ή ένα «όραμα» το οποίο αδυνατεί να ενταχθεί στους πολιτικούς σχεδιασμούς της.
Στις σημερινές συνθήκες δεν φαίνεται να υπάρχει απάντηση στην μορφή του πολιτικού σχηματισμού που επιλύει αυτή την αντίφαση - την ενότητα της κινηματικής πάλης με την κρατική διαχείριση – στο εσωτερικό του. Μήπως θα πρέπει το “κόμμα” να μην είναι ένας ενιαίος πολιτικός μηχανισμός αλλά δύο διαφορετικοί; Το ένα για το “κίνημα” και ένα άλλο για το “κοινοβούλιο”;
Διαφωνει η συμφωνει κανεις με την εκδηλωση κ τους ομιλητες ηταν σιγουρα ενα σημαντικο μαζεμα πολλων κ διαφορετικων που μιλησαν χωρις πολιτικαντισμους και αυτο ειναι κερδος
ΑπάντησηΔιαγραφή