Ο Renato Curcio στην Εισαγωγή αναφέρει ότι «Το Internet είναι πολλά πράγματα: μια εξέλιξη του παγκόσμιου καπιταλισμού, μια καινοτόμος τεχνολογία, ένα νέο πανοπτικό επιτήρησης, μια δυνατότητα ελέγχου εξ αποστάσεως των εργαζομένων, μια παραγωγή εικονικών ταυτοτήτων, μια ευκαιρία για εγχειρήματα τύπου χάκινγκ είτε για το καλό είτε για το κακό, μια δυνατότητα επιτάχυνσης και διεύρυνσης των οριζόντιων επικοινωνιών μας και πολλά, πάρα πολλά άλλα πράγματα ακόμη. Εν κατακλείδι, δεν αμφισβητείται εδώ το γεγονός ότι η ηλεκτρονική αλληλογραφία επιτάχυνε τις επικοινωνίες και διεύρυνε την δυνατότητά μας να ανταλλάσσουμε περιεχόμενα. Ενδεχομένως το βλέμμα που θα συναντήσετε σε αυτές τις σελίδες να είναι στραμμένο στην εκπληκτική πολλαπλότητα των ύπουλων ελέγχων στους οποίους υπόκειται οτιδήποτε ανταλλάσσεται μέσω δικτύου και που, την εποχή της κανονικής αλληλογραφίας, δεν τους σκεφτόμασταν ούτε τους θεωρούσαμε σαν μια συνηθισμένη πρακτική».
Ο συγγραφέας περιγράφει ακόμη, στην Εισαγωγή, όσα θα βρούμε στην συνέχεια, στις σελίδες αυτού το βιβλίου, όπου ένα μέρος είναι αφιερωμένο στους εικονικούς διαχωρισμούς, δηλαδή στην παραγωγή ψηφιακών ταυτοτήτων, στις τεράστιες επιπτώσεις τους, στην υπερσύνδεση, στην νοητική δουλεία, την αποξένωση της μνήμης, την κλοπή της λήθης κ.ά.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου με τον τίτλο Το Ίντερνετ και η αποικιοποίηση του φανταστικού, ο Ο Curcio θυμίζει, μεταξύ άλλων, ότι «Κάθε άλλος αποικισμός του 20ου αιώνα κινήθηκε με τον ίδιο τρόπο: προσπάθησε κατ’ αρχήν να επιβάλλει την γλώσσα του και μετά να ξεριζώσει, να καταπνίξει, να αναδιατυπώσει, μέχρι και να ξαναφτιάξει εκείνη ή εκείνες του αποικισμένου. Προσπάθησε να εξαλείψει την μνήμη. Μέσω της επιβολής της γλώσσας τους οι αποικιακές χώρες ήθελαν να περάσουν τα πολιτισμικά τους μοντέλα, τη λογοτεχνία τους, τις αναμνήσεις και την ιστορία τους. Όπως δείχνουν χιλιάδες μαρτυρίες, επρόκειτο συχνά για ωμές και κτηνώδεις επιχειρήσεις, βασισμένες στην πεποίθηση ότι κάθε γλώσσα εμπεριέχει, στο σύστημα των σημείων της, την κληρονομιά των σημασιών της, τα αναπαραστατικά στερεότυπα, τα βλέμματα που συμπυκνώνονται στις λέξεις, τις συμβατικές εικόνες είτε για το παρόν είτε για το παρελθόν».
Στην συνέχεια του πρώτου μέρους, ο συγγραφέας περιγράφει συνοπτικά τις συνθήκες εμφάνισης του Internet, όταν στα τέλη του 1969 στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια ορισμένοι ερευνητές κατάφεραν να φτιάξουν τον πρώτο κόμβο ενός δικτύου επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο υπολογιστές, ανακάλυψη που μόνο ασυγκίνητο δεν άφησε το υπουργείο αμύνης των ΗΠΑ, που έσπευσε να θέσει υπό την «προστασία» του το «νήπιο».
Θα έπρεπε, βέβαια, να περάσουν 14 χρόνια για να εμφανιστεί «σεμνά» το οικουμενικό δίκτυο του Ίντερνετ, και ακόμη επτά με οκτώ χρόνια, δηλαδή το 1990-’91, για να υπάρξει η ουσιαστική στροφή χάρη σε μια εφαρμογή του Tim Berners-Lee, ενός προγραμματιστή που εργαζόταν στο Cern στην Γενεύη.
Η Microsoft εμφανίζεται το 1975, η Apple το 1976, το Amazon το 1995, το Facebook το 2004, το Google το 2005, το WhatsApp το 2009 και το Twitter το 2013. Όπως παρατηρεί ο συγγραφέας, οι επιχειρήσεις αυτές «φαντάστηκαν ως αγορά των προϊόντων τους και των υπηρεσιών τους ολόκληρο τον παγκόσμιο πληθυσμό χωρίς διακρίσεις θρησκείας, εθνικότητας, ή πολιτικής ένταξης· ένας target καταναλωτών υπολογισμένος όχι βάσει κάποιας ιδιαιτερότητάς τους (ως προς την εργασία, την κατανάλωση, την ψυχαγωγία), αλλά σε σχέση με κάθε στιγμή της ύπαρξής τους».
Το δεύτερο μέρος έχει τον τίτλο Η Σύλληψη του Φανταστικού. Εδώ, μεταξύ άλλων, εξηγείται «πόσο σημαντική είναι η ύπαρξη της απόσπασης προς υποστήριξη της έλξης» φέρνοντας για παράδειγμα ορισμένες πρακτικές της Apple. «Τον Σεπτέμβρη του 2011 πράγματι εξαφάνισε από το App Store της μια εφαρμογή στην οποία καταγράφονταν οι σκοτεινές πλευρές της παραγωγής του IPhone. Εκεί υπήρχαν αναφορές στην εξαναγκαστική χρησιμοποίηση των παιδιών για την εξαγωγή τανταλίτη στο Κονγκό, η χρήση καταναγκαστικής εργασίας για την συναρμολόγηση των tablet, των IPhone και των IPod στη Foxconn στην Κίνα, η μόλυνση των εργαζομένων, συχνά ανήλικων, στις τεράστιες αμερικανικές και ευρωπαϊκές εγκαταστάσεις εναπόθεσης ηλεκτρονικών αποβλήτων (e-waste) στο Πακιστάν, στο Βιετνάμ, αλλά και στην Κίνα».
Σύμφωνα με τον Curcio, στις διαδικασίες αποικιοποίησης του φανταστικού πρέπει να υπάρχουν μόνο ενισχυτικές εικόνες με αστραφτερά, smart αντικείμενα και ενθουσιώδεις εργαζομένους, ενώ αντίθετα να εξαφανίζονται από το προσκήνιο οι εικόνες λόγου χάρη ενός εργαζομένου που αυτοκτόνησε γιατί δεν άντεξε τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας ή ενός παιδιού το οποίο, μολυσμένο από το κάδμιο, το νικέλιο, το βάριο, τον υδράργυρο και το αρσενικό, πεθαίνει σε κάποιο e-waste λόγω νεοπλασίας.
Στο τρίτο μέρος με τον τίτλο Η Ολιγαρχία της Εικονικής Αυτοκρατορίας, ο συγγραφέας αρχικά αναφέρεται στην διαδικασία, που ακολούθησαν οι ΗΠΑ το 1983, μετά την απόφασή τους να περάσουν από μια εποχή που σφραγίστηκε από την συνεργασία των στρατιωτικών προγραμματιστών και των μεγάλων πανεπιστημίων σε μιαν άλλη «ιδιωτικοποιώντας» και εμπορευματικοποιώντας τις τότε ξεπερασμένες τεχνολογίες του Δικτύου. Ακολούθως, πιάνει το νήμα της καταγραφής πλήθους πληροφοριών, που εθελούσια προσφέρουν οι χρήστες «πληκτρολογώντας ερωτήσεις στις μηχανές αναζήτησης, στέλνοντας e-mail, ποστάροντας μηνύματα στα προφίλ τους στα socialnetwork, -μια απειρία πληροφοριών για τους ίδιους, την οικογένειά τους, την εργασία τους, τα χόμπι τους, για τις πολιτικές τους συμπάθειες, για την κοινή ζωή τους, για τους φίλους τους, και για πολλά άλλα ακόμη· ένας θησαυρός, που οι ισχυρές μνήμες που διαθέτουν οι εταιρίες web, φυλάσσουν και μηρυκάζουν με μεγάλη προσοχή». Το πλήθος αυτών των πληροφοριών μέσω τεχνικών επεξεργασιών (με χρήση αλγόριθμων) διατίθεται πλέον σε επιχειρήσεις, υπηρεσίες ασφαλείας, κοινωνικούς επιστήμονες ή εγκληματολόγους κοκ. Η μαζική και η ειδική επιτήρηση, όπως περιγράφει στην συνέχεια ο Curcio λαμβάνει εφιαλτικές διαστάσεις.
Το τέταρτο μέρος με τον τίτλο Ο Επιτηρούμενος εργαζόμενος είναι ένα σχόλιο για το πώς το Internet και οι τεχνολογίες της πληροφορικής εισέβαλλαν στο «παλαιό» σκηνικό των χώρων εργασίας με την έλευση της νέας χιλιετίας, βοηθώντας τους πιο επιθετικούς επιχειρηματίες.
Στο πέμπτο μέρος, με τον τίτλο Εικονικοί Διαχωρισμοί, εξηγείται ο τρόπος με τον οποίο αλλάζουμε ρόλους διαφεύγοντας από την μια μάσκα στην άλλη και την επέμβαση των τεχνολογικών εφαρμογών του Ίντερνετ σ’ αυτήν την διαδικασία. Ο Curcio και εδώ επιμένει στην αποσαφήνιση της επιβολής μέσω της κατασκευής της ιντερνετικής διαλέκτου.
«Η διαφορά ανάμεσα σε σχέσεις και συνδέσεις είναι ουσιαστική και έχει επιπτώσεις. Μια από αυτές τη βλέπουμε στη γλώσσα. Υπάρχει, πράγματι, μια πρώτη απόδειξη: η ποιοτική ολίσθηση από την προφορικότητα στη γραφή. Σε αυτό το πέρασμα, όμως, ακόμη και οι δεδομένοι κανόνες της γραφής τροποποιούνται. Στην πλατφόρμα του Twitter, όπως είναι γνωστό, τα μηνύματα δεν μπορούν να είναι μεγαλύτερα των 140 χτυπημάτων, ένα όριο που με τη σειρά του έχει πολλές συνέπειες. Για παράδειγμα: συνεπάγεται γρήγορες, άμεσες απαντήσεις, χωρίς να αφήνει χρόνο για σκέψη· επιτρέπει την παραβίαση της στίξης (εξαφάνιση των κομμάτων και των κεφαλαίων)· συνιστά τη σύνταξη σύντομων και ουσιαστικών φράσεων· προτιμώνται συμβατικές λέξεις (Χ επουράνια αγάπη), χωρίς φωνήεντα (τβμπ, νν, μπντζ) εύκολο να πληκτρολογηθούν (twttr ήταν το πρώτο όνομα του Twitter)· αποθαρρύνει την παρουσίαση επιχειρημάτων· παρακινεί σε αναγωγές του τύπου «ναι/όχι». Στην εικονική αυτοκρατορία, η οικονομία είναι η δίδυμη αδελφή της ταχύτητας. Οι φράσεις πρέπει να μπορούν να πληκτρολογηθούν γρήγορα, με το ελάχιστο κόστος. Τα πάντα υπολογίζονται, συντομεύονται, περιορίζονται. Εξαφανίζονται τα κεφαλαία, πάνε και οι τόνοι. Και να πως εισβάλλουν τα ακρωνύμια, τα σύμβολα, τα στατικά ή άψυχα emoticons, προκειμένου να εισαχθούν σημεία που είτε παραπέμπουν σε συναισθήματα είτε λειτουργούν σαν ίχνη ενός απόντος συναισθήματος».
Η μνήμη και η λήθη;
Ο Curcio μάς διαβεβαιώνει ότι «όταν εμπιστευόμαστε τις αναμνήσεις μας σε εξωτερικές αμείλικτες μνήμες, αυτές οι τελευταίες μας θυμίζουν ακόμη και εκείνα που δεν θυμόμαστε πλέον ή από τα οποία έχουμε απελευθερωθεί. Όντας παιδιά της ποσοτικής σκέψης, αγνοούν τη λεπτή και χρήσιμη τέχνη της απόρριψης και της εγκατάλειψης· θυμούνται για πάντα ακόμη κι όσα εμείς δεν θέλουμε πλέον να θυμόμαστε. Θυμούνται παρά την θέλησή μας και είναι μονάχα αυτές, τελικά, που συγκροτούν, κρίνουν και αποφασίζουν το νόημα των ξεχασμένων μας διαδρομών […] Με αποικισμένη την προσωπική τους μνήμη, οι άνθρωποι, εξομοιώνονται και με αυτόν τον τρόπο με την ηλεκτρική φιγούρα του πειθήνιου ρομπότ του οποίου η μνήμη είναι απλώς η ψυχρή καταγραφή, ενώ η λήθη σημαίνει την ύπαρξη μιας βλάβης. Η αδυναμία της λήθης ωθεί, συνεπώς σε εκείνο το ακραίο όριο που έχει εξερευνήσει η λογοτεχνία, όπου το να μην μπορείς να ξεχάσεις οδηγεί στην τρέλα».
Στο έκτο μέρος, με τον τίτλο Ούτε υπήκοοι ούτε αρουραίοι, ο συγγραφέας κατ’ αρχήν παρατηρεί ότι η δυνατότητα διείσδυσης και πειθούς προκύπτει αναμφίβολα και φυσικά έρχεται σε αντίθεση με τον αρχικό μύθο του Internet σαν νέου εδάφους ελευθερίας της ατομικής έκφρασης. Ο Curcio χρησιμοποιεί πληθώρα παραδειγμάτων για να αποτυπώσει τους τρόπους της σημερινής επιτήρησης.
«Οι smartTV της Samsung, για να δώσουμε ένα παράδειγμα, είναι εφοδιασμένες με ιδιαίτερους αισθητήρες, που τους επιτρέπουν να συνδέονται αυτομάτως με άλλα μηχανήματα –smart-phone, tablet, pc– συνδεδεμένα με το Δίκτυο. Και οι smartTV LG, λειτουργώντας με τον ίδιο τρόπο, θεωρούνται «τόσο ευφυείς στο να ανιχνεύουν τις μεταδόσεις που παρακολουθούμε με την μεγαλύτερη συχνότητα, ώστε να μπορούν μετά να μας προτείνουν προσωποποιημένες συνδέσεις […] Όταν ενεργοποιείται ο μηχανισμός αναγνώρισης που διαθέτουν προκειμένου να εκτελεστούν οι φωνητικές διαταγές, αυτές οι smartTV καταγράφουν και στέλνουν στους server της μητρικής επιχείρησης, όλα όσα λένε οι χρήστες στους δέκτες τους. Άλλωστε αυτό είναι γραμμένο και στις σημειώσεις για την privacy που τους συνοδεύουν στην αγορά τους: «Παρακαλείσθε να δίνετε προσοχή στο γεγονός ότι, αν οι εκφερόμενες λέξεις περιλαμβάνουν προσωπικές και ευαίσθητες πληροφορίες, αυτά τα δεδομένα θα είναι ανάμεσα σε εκείνα που συλλέγονται και μεταδίδονται σε τρίτα μέρη, μέσω της χρήσης των φωνητικών διαταγών». «Τρίτα μέρη» είναι τα εργαστήρια ανάλυσης που συμβουλεύουν τις επιχειρήσεις σε θέματα μάρκετινγκ, αν και τίποτα δεν αποκλείει να είναι και κάποια άλλα».
Για τα drones, ορισμένα από τα οποία πλέον έχουν το μέγεθος ενός κουνουπιού, ο Curcio μάς παραθέτει την ανάλυση του Bauman: «Τα drones της νέας γενιάς θα βλέπουν τα πάντα, αλλά θα είναι εντελώς αόρατα, με την κυριολεκτική και όχι την μεταφορική έννοια της λέξης. Δεν υπάρχει πλέον μέρος να καταφύγεις για να μη σε κατασκοπεύουν: για κανέναν. Μέχρι και οι τεχνικοί που στέλνουν τα drones για να ελέγξουν κάποιες κινήσεις δεν θα μπορούν (όσο πρόθυμοι κι αν είναι) να απαλλάξουν ένα αντικείμενο από μια ενδεχόμενη επιτήρηση: «νέα και καλύτερα» drones θα φτιαχτούν για να πετάνε για λογαριασμό τους, ακολουθώντας επιλεγμένες διαδρομές σε επιλεγμένες στιγμές. Μόλις αρχίσουν να ασκούν τις προβλεπόμενες ικανότητές τους δεν θα υπάρχει όριο στις πληροφορίες που θα προσφέρουν».
Σειρά έχει η «οικογένεια» των αισθητήρων. «Αυτοί οι μηχανισμοί που διαλέγονται με άλλους μηχανισμούς, λειτουργούν ενσωματωμένοι και καμουφλαρισμένοι σε χιλιάδες καθημερινά αντικείμενα. Στις τηλεοράσεις τύπου smart στις οποίες αναφερθήκαμε προηγουμένως, στα badge που φορούν οι εργαζόμενοι στους χώρους εργασίας τους, στα κοινότατα smartphone· στα εμπορεύματα που έχουμε μπροστά μας σε ένα σούπερ μάρκετ ή στη λαβή στο καροτσάκι που χρησιμοποιούμε για τα ψώνια. Στα Google Glass που καταγράφουν ασταμάτητα όλα αυτά που μπαίνουν στο οπτικό τους πεδίο ή στις body worm camera, καμουφλαρισμένες στις ζώνες των αστυνομικών που προβαίνουν σε επιχειρήσεις ελέγχου ή επεμβαίνουν σε διαδηλώσεις. Στην ουσία οι αισθητήρες είναι μικρομηχανισμοί για την συλλογή, απομνημόνευση και μετάδοση πληροφοριών. Αυτές τους οι ιδιότητες, σε περιβάλλοντα που υπάρχουν δίκτυα σύνδεσης, επιτρέπουν, χωρίς την ανθρώπινη μεσολάβηση, τη συλλογή και την αυτόματη μετάδοση στα αντικείμενα με τα οποία είναι συνδεδεμένα, τις πληροφορίες για τις οποίες είναι συνδεδεμένα».
Έτσι, όπως εύστοχα συμπεραίνει ο συγγραφέας, ο κάτοχος βρίσκεται χωρίς να το ξέρει ή και χωρίς να το επιθυμεί πλήρως «κατεχόμενος» απ’ αυτό. «Κάτι πολύ χειρότερο από αυτό που συμβαίνει στον κρατούμενο στον οποίο επιβάλλεται να φοράει ένα ηλεκτρονικό βραχιόλι, που ναι μεν δεν μπορεί να απελευθερωθεί ούτε το πρωί ούτε το βράδυ από τον διαρκή φύλακά του, όμως είναι γνώστης της παρουσίας του. Και χειρότερο επίσης από ότι βιώνουν καθημερινά είτε οι εργαζόμενοι οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να φορούν ένα badge Hitachi είτε αυτοί στους οποίους έχει δοθεί ένα επιχειρηματικό smartphone που με εντολή της υπηρεσίας τους είναι πάντοτε ανοικτό, προκειμένου να μπορούν να εντοπιστούν ανά πάσα στιγμή αλλά και να είναι γνωστό το που ακριβώς βρίσκονται».
Τo Hitachi Businnes Microscope, στο οποίο αναφέρεται ο Curcio, είναι εφοδιασμένο με αισθητήρες καταγραφής και μετάδοσης σ’ ένα απομακρυσμένο server όλων αυτών που ο εργαζόμενος ακούει ή λέει, ενώ επίσης εντοπίζει και ελέγχει τις μετακινήσεις, και ανιχνεύει τις δραστηριότητες όσων το φορούν και μάλιστα σε πραγματικό χρόνο.
Ο Curcio, όμως, εδώ λαθεύει όταν αξιολογεί ως λιγότερο χειρότερο το ηλεκτρονικό βραχιόλι που κατ’ αρχήν δεν επιβάλλεται αλλά δέχεται να φορέσει ο ίδιος ο κρατούμενος, αφού οι «πιθανές» ιδιότητές του αφορούν επίσης την ανίχνευση και καταγραφή όσων λέει ή ακούει ο επιτηρούμενος, ενώ η αποδοχή του συνεισφέρει τα μάλα στο πέρασμα από το φορετό στο υποδόριο για την οποία ο Renato Curcio δεν παραλείπει να αναφερθεί και η οποία χαρακτηρίζει την μετάβαση από μια εποχή σε μια άλλη. Εδώ, όπως παρατηρεί ο συγγραφέας, η μηχανή επιβάλλεται στον άνθρωπο μεταμορφώνοντάς τον σε μια προέκτασή της, σε ένα σάρκινο περίβλημα.
«Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, το σχέδιο νομοθέτησης ενός υποχρεωτικού πανεθνικού μητρώου αναγνώρισης μέσω υποδόριων μικροτσίπ μετράει ήδη κάνα δυο χρόνια. Συζητήθηκε στο Κογκρέσο το 2013 και ανατέθηκε στην ισχυρή Food and Drug το 2014. Από τότε ορισμένες επιχειρήσεις έχουν επίσης αρχίσει να ξεφουρνίζουν και πουλούν τους πρώτους πειραματικούς μηχανισμούς. Η προώθηση αυτής της κρατικής πρωτοβουλίας δίνει έμφαση στη μεγαλύτερη ασφάλεια της υγείας των ατόμων που μπορεί να εγγυηθεί η αναγνώριση μέσω του υποδόριου μικροτσίπ […] Δεν λένε, αντιθέτως, ότι το υγειονομικό τσιπ μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε άλλες λιγότερο εποικοδομητικές λειτουργίες ελέγχου, όπως το βιομετρικό φακέλωμα και η διαρκής ανιχνευσιμότητα του φορέα, έτσι για να αναφέρουμε δύο! Όχι τυχαία κάτι τέτοιο επικαλέστηκαν στο Μεξικό ακριβώς εκείνοι που ήθελαν να βάλουν μηχανισμούς, που περιέχουν μεταδότες ραδιοσυχνότητας κάτω από το δέρμα όλων των μεταναστών».
Παρόμοια μικροτσίπ έχουν τοποθετηθεί στις ΗΠΑ σε υπαλλήλους του υπουργείου δικαιοσύνης προκειμένου να τους επιτρέπεται η πρόσβαση σε ιδιαίτερα φυλασσόμενα αρχεία, ενώ στην Σουηδία τα υποδόρια μικροτσίπ έχουν εμφυτευτεί ανάμεσα στον δείκτη και τον μεσαίο δάκτυλο του δεξιού χεριού μερικών εκατοντάδων υπαλλήλων στο Epicenter Office. «Τα διευθυντικά στελέχη αυτού του συμπλέγματος στο οποίο συγκεντρώνονται επιχειρήσεις εξειδικευμένες στην έρευνα καινοτόμων τεχνολογιών, υποστηρίζουν ότι θέλουν να εφαρμόσουν στην καθημερινή εργασιακή πρακτική τις δυνατότητες μείωσης κοπιαστικών ή περιττών ενεργειών, όπως το ξεμπλοκάρισμα των μηχανών του γραφείου ή το άνοιγμα και το κλείσιμο μιας πόρτας».
Στο έβδομο και τελευταίο μέρος με τον τίτλο Αποικιοποιώντας το Φανταστικό, ο Renato Curcio καταλήγει γράφοντας ότι εφ’ όσον όλες οι αυτοκρατορίες στο παρελθόν έχουν καταρρεύσει (;) δεν βλέπει γιατί να πρέπει η παρούσα να αποτελέσει εξαίρεση.
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 172, Ιούνιος 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου