Αναδημοσίευση από το "—Nomadic universality"
του Άκη Γαβριηλίδη
Μεταξύ των διανοουμένων του ελληνικού εθνικισμού, ιδίως όσων προέρχονται από την αριστερά, ιδιαίτερη φρίκη προκαλεί τα τελευταία χρόνια το σκιάχτρο τού «νεοοθωμανισμού». Τον όρο αυτό οι εθνικιστές τον εκτοξεύουν και ως κατηγορία με ιδιαίτερη φόρτιση, με ιδιαίτερη απόλαυση θα έλεγα, εναντίον όσων αναγορεύουν εκάστοτε σε υπ’ αριθμόν 1 εχθρούς τους, και εχθρούς του έθνους· μια φόρτιση συγκρίσιμη μόνο με την αντίστοιχη κατηγορία «εθνομηδενιστής», με την οποία άλλωστε είναι περίπου συνώνυμα.
Οι φόβοι αυτοί είναι αδικαιολόγητοι. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη νεοοθωμανισμού όταν ο παλιός κλασικός οθωμανισμός είναι ζωντανός και μια χαρά στην υγεία του στην ψηφιακή μας εποχή.
Αυτό απέδειξε, μεταξύ άλλων, το πρόσφατο κείμενο συλλογής υπογραφών που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο, με τίτλο «Κάτω τα χέρια σας από τον ΠΑΟΚ!» και με το εξής λιτό και περιεκτικό περιεχόμενο:
Αν τολμήσετε να επιβάλλετε μεθοδευμένη εξοντωτική ποινή στον ΠΑΟΚ προς τέρψιν των Μαφιόζων της Αθήνας, αυτομάτως να θεωρήσετε τα φύλλα πορείας μας, σε περίπτωση επιστράτευσης, ως απλά κουρελόχαρτα.
Κανένας οπαδός του ΠΑΟΚ σε μάχες για τη δικιά σας Ελλάδα.
Εμείς πολεμάμε ΜΟΝΟ για τον ΠΑΟΚ.
(οι υπογραμμίσεις και τα κεφαλαία στο πρωτότυπο).
Σε αυτές τις πέντε σειρές, βλέπουμε σε πλήρη λειτουργία μία λογική διαπραγμάτευσης με το κράτος (τους), για κάτι που ωστόσο αποτελεί μία από τις πιο αυτονόητες υποχρεώσεις, και έναν από τους πυλώνες, του νεωτερικού έθνους κράτους: την καθολική υποχρεωτική στράτευση όλων των ενηλίκων ανδρών. Για όσους υπογράφουν τη δήλωση, οι οποίοι τη στιγμή που γράφω ανέρχονται ήδη σε αρκετές χιλιάδες, η σχέση τους με το έθνος κράτος δεν διέπεται από τη λογική των αφηρημένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ισχύουν αυτονόητα για όλους, αλλά από τη λογική τού παζαρέματος: δώσε μου για να σου δώσω.
Με αυτή την έννοια, γίνεται αντιληπτό ότι αυτό το οποίο παραμένει ζωντανό στην ελληνική κοινωνία το αποκάλεσα μεν «οθωμανισμό», αλλά εξίσου ορθό θα ήταν να το αποκαλέσουμε βυζαντινισμό. Δεν πρόκειται δηλαδή για κάποια συμπάθεια προς μια συγκεκριμένη εθνοτική ομάδα ή προς ένα άλλο σύγχρονο κράτος· οι άνθρωποι που (υπο)γράφουν αυτό το κείμενο δεν εγκατέλειψαν τα ιδανικά του «δικού μας» έθνους, αλλά εγκατέλειψαν –ή δεν υιοθέτησαν ποτέ- τα ιδανικά του έθνους γενικά, οποιουδήποτε έθνους. Το ενδεχόμενο να πολεμήσουν για το κράτος –το οποίο περιγράφουν ως το κράτος κάποιων άλλων: «την Ελλάδα σας»- δεν το βλέπουν ως μια αυτονόητη και απροϋπόθετη υποχρέωση (αν όχι τιμή), όπως υποτίθεται ότι συμβαίνει με τον πατριωτισμό της νεωτερικότητας, αλλά ως μια αγγαρεία, στην οποία υποτασσόμαστε απρόθυμα και μόνο όταν δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς.
Οι εθνικιστές, σε αγαστή εν προκειμένω συμφωνία με τους κατά τα άλλα ασυμφιλίωτους αντιπάλους τους, τους εκσυγχρονιστές, συνήθως αρνούνται καν να δουν την επίμονη παρουσία αυτού του στοιχείου στην ελληνική κοινωνία, και όποτε το βλέπουν το απορρίπτουν μετά βδελυγμίας ως επαίσχυντο «αρχαϊκό κατάλοιπο» κληρονομημένο από την «τουρκοκρατία», το οποίο θα πρέπει κάποτε να εκλείψει ώστε να επιτρέψει στη χώρα «μας» να βαδίσει επιτέλους προς τα ευρωπαϊκά της πεπρωμένα.
Θεωρώ ότι αυτή η εθελοτυφλία είναι λάθος και πρέπει αυτή να εγκαταλειφθεί, για δύο τουλάχιστον λόγους· έναν θεωρητικό και έναν πολιτικό.
Ο θεωρητικός είναι ότι, αν λάβουμε υπόψη αυτή την εμμονή του πλήθους να σκέφτεται και να ενεργεί με βάση τη λογική της αυτοκρατορίας, (της αυτοκρατορίας όχι φυσικά ως εξουσιαστικής μορφής, αλλά ως ενός πεδίου ελευθερίας κινήσεων και δυνατών γραμμών φυγής), θα μπορέσουμε να καταλάβουμε πολύ καλύτερα διάφορα φαινόμενα που εμφανίζονται κάθε τόσο στην ελληνική κοινωνία και τα οποία κάνουν τις διανοητικές και πολιτικές ελίτ να πέφτουν από τα σύννεφα και να τα καταδικάζουν ομοφώνως και σκανδαλισμένες ως ανορθολογικά, οπισθοδρομικά και ακατανόητα. Για παράδειγμα, μεταξύ άλλων θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε την ίδια τη διαδρομή, και την απήχηση, του ανθρώπου που πρωταγωνίστησε στο επεισόδιο για το οποίο τίθεται ακριβώς ζήτημα εάν η «Ελλάδα τους» θα τιμωρήσει ή όχι τον ΠΑΟΚ. Και το οποίο είχε επίσης σχέση με την οπλο-φορία ενός ιδιώτη, δηλαδή με μία απείθεια προς την επιταγή μονοπώλησης της ένοπλης βίας από το κράτος.
Ο δεύτερος και συναφής λόγος είναι ότι αυτό θα μας επιτρέψει να πάμε παραπέρα από έναν τοίχο στον οποίο αργά ή γρήγορα προσκρούει κάθε πολιτική συζήτηση στην Ελλάδα· τον τοίχο μίας φράσης που πάντοτε, με μαθηματική ακρίβεια, ξεπροβάλλει μετά από τρεις ή τριάντα ανταλλαγές, και, μόλις ξεστομιστεί, προκαλεί γενική ομοφωνία, αλλά ως εκ τούτου και α-φωνία, επειδή κανείς δεν αισθάνεται ότι υπάρχει κάτι περαιτέρω να ειπωθεί: ότι «δεν θα γίνουμε ποτέ κράτος».
Η ανακοίνωση των οπαδών της ομάδας που στα ίδια τα αρχικά της περιέχει την ονομασία της πρωτεύουσας των δύο αυτοκρατοριών, και που ως έμβλημά της έχει το έμβλημα της μιας εξ αυτών, είναι σαν να μας λέει: ναι, δεν θα γίνουμε ποτέ κράτος, αλλά τι πειράζει; Στο κάτω κάτω, ποιος θέλει να γίνει κράτος; Το να γίνεις κράτος δεν είναι η σημαντικότερη και η μόνη φιλοδοξία που μπορεί να έχει κανείς στη ζωή του.
Και ίσως δεν έχει άδικο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου