ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΓΕΝΙΚΑ ΕΠΙΤΕΛΕΙΑ!
Αγωνιζόμαστε για την "ΣΥσπείρωση της ΡΙΖοσπαστικής Αριστεράς" στην κατεύθυνση της κοινής δράσης στους μαζικούς χώρους και τα κοινωνικά κινήματα, και παράλληλα για την πολιτική της συγκρότηση σε ένα ενιαίο αμεσοδημοκρατικό πολιτικό φορέα

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017

Η νύχτα που άλλαξε τα πάντα



Κείμενο του Λεωνίδα Οικονομάκη που δημοσιεύτηκε 5ο τεύχος του Roar Magazine.


Κοιτώντας πίσω στη νύχτα της 17ης Σεπτεμβρίου 2013, τη νύχτα στη διάρκεια της οποίας ο αντιφασίστας Έλληνας ράπερ Παύλος Φύσσας εκτελέστηκε από μέλη του νεοναζιστικού κόμματος Χρυσή Αυγή, ήταν η νύχτα που άλλαξε τα πάντα. Όχι μόνο για εμάς τους φίλους του Παύλου, αλλά και για το ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό τοπίο στην Ελλάδα.

Πίσω στο 2013 μετά από πολλά χρόνια παραμονής στην πολιτική και κοινωνική αφάνεια η Χρυσή Αυγή ήταν στο απόγειο της δημοτικότητας της. Μετά το μετασχηματισμό της σε πολιτικό κόμμα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι νεοναζί είχαν γραφεία μόνο στη Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, και πήραν μόνο το 0,1 επί τις εκατό στις εκλογές του 1996. Η κρίση όμως του ελληνικού χρέους λειτούργησε για το κόμμα ως ένεση αναβολικών φέρνοντάς το στο προσκήνιο της πολιτικής σκηνής και επιτρέποντας την είσοδό του στη βουλή. Στο μεταξύ, τα μέλη του κόμματος ανέπτυξαν έντονη κοινωνική παρουσία στις κυριότερες ελληνικές πόλεις, και σημαντικότερο, στους δρόμους των φτωχότερων γειτονιών. Τουλάχιστον μέχρι τη νύχτα της 17ης Σεπτέμβρη 2013.

Η άνοδος της Χρυσής Αυγής

Ως το 2013 η η Χρυσή Αυγή κατόρθωσε να ανοίξει γραφεία σε ολόκληρη την Ελλάδα, με τις μεγαλύτερες πόλεις να φιλοξενούν τουλάχιστον ένα γραφείο του κόμματος. Από την αρχή του 2013 και έπειτα, πολλά δημοφιλή μέσα άρχισα επίσης να προωθούν τις πολιτικές θέσεις της Χρυσής Αυγής , προσφέροντας της τηλεοπτικό χρόνο και έκθεση, μετατρέποντας το κόμμα σε φαινόμενο του συρμού σχεδόν. Η Χρυσή Αυγή ήταν πια μια ανερχόμενη κοινωνική δύναμη και “το δυναμικό κόμμα” – τα νέα πρόσωπα της Ελληνικής πολιτικής σκηνής.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως την εποχή εκείνη η χώρα αντιμετώπιζε – και ακόμα αντιμετωπίζει – την σοβαρότερη πολιτική, κοινωνική και οικονομική κρίση από το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν απογοητευμένος με το πολιτικό σύστημα και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία γενικότερα, με το διεφθαρμένο πολιτικό καθεστώς και τις αντιλαϊκές νεοφιλελεύθερες πολιτικές και τα μέτρα λιτότητας. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η Χρυσή Αυγή ξεπήδησε σαν την “εθνικιστική” απάντηση στην άνοδο αριστερών και αναρχικών κινημάτων που οδήγησαν σε σε ένα εντυπωσιακό κύκλο αγώνων ξεκινώντας το 2010.

Η αυξημένη έκθεση της Χρυσής Αυγής σύντομα μεταφράστηκε σε χωρίς προηγούμενο εκλογικές νίκες. Το 2012 πήραν 6,97 τις εκατό και εξέλεξαν 18 βουλευτές στο κοινοβούλιο, κάνοντάς τους την έκτη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στη χώρα. Το 2013 άρχισαν επίσης την έκδοση μιας δεύτερης, εβδομαδιαίας, εφημερίδας με τίτλο “Εμπρός”, με στόχο την προσέγγιση ενός ευρύτερου ακροατηρίου από ότι θα μπορούσαν με την πρώτη (Χρυσή Αυγή, που εμφανώς σχετίζονταν με το κόμμα και ήταν λιγότερο “μετριοπαθής” στις θέσεις της. Τον Αύγουστο του 2013 η εφημερίδα Εμπρός πωλούσε περίπου 7500 φύλλα ανά εβδομάδα.

Την ίδια περίοδο η επιχειρησιακή ικανότητα της Χρυσής αυγής επίσης αυξήθηκε, με όλο και πιο πολλά μέλη να ενσωματώνονται στις γραμμές του κόμματος και εκατοντάδες επιθέσεις εναντίον σε μετανάστες και συνδικαλιστές να πραγματοποιούνται μεταξύ του 2011 και του 2013, συμπεριλαμβανομένης της βάρβαρη δολοφονία ενός νεαρού Πακιστανού μετανάστη, του Shehzad Luqman, που επέστρεφε από τη δουλειά του. Οι “ακτιβιστές” της Χρυσής Αυγής έκαναν επίσης την παρουσία τους αισθητή κατά τις εθνικές επετείους, ενώ ρατσιστικά πογκρόμ σε γειτονιές μεταναστών έγιναν ένα όλο και πιο συνηθισμένο φαινόμενο.

Το δικαστικό σύστημα έκανε τα στραβά μάτια σε όλα αυτά, και ούτε η κυβέρνηση υπό τον δεξιό πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμη να δράσει εναντίον της Χρυσής Αυγής. Ακριβώς το αντίθετο: οι νεοναζί τους ήταν χρήσιμοι. Πρώτα απ’ όλα η φθίνουσα δημοτικότητα του κυβερνώντος κόμματος της Χρυσής Αυγής και η ιδεολογική συγγένεια του συντηρητικού κατεστημένου με την Χρυσή Αυγή, και με τους δύο να έχουν έντονες εθνικιστικές και αντιμεταναστευτικές απόψεις, βουλευτές και σύμβουλοι της Νέας Δημοκρατίας δεν αρνούνταν την πιθανή μελλοντική συμμαχία με τους νεοναζί – κάποιοι το πρότεινα ακόμη και ανοιχτά.

Η Χρυσή Αυγή ήταν χρήσιμη στην κυβέρνηση με ένα ακόμη τρόπο: οι μπράβοι της βοήθησαν να διασπάσουν την προσοχή και να διαιρέσουν τις οργανωτικές δυνατότητες του αναρχικών και του αριστερών κινημάτων που είχαν γίνει η κύρια πηγή αντίστασης στη λιτότητα στο δρόμο. Με τη Χρυσή Αυγή ενεργή στις γειτονιές εργατών και μεταναστών, τα κινήματα εξαναγκάστηκαν να αναπτύξουν κάποιο τύπο δράσης και προς αυτή τη κατεύθυνση, , αφαιρώντας πόρους από πιο άμεσες αντιπαραθέσεις με το κράτος και από τη δημιουργία εναλλακτικών οριζόντιων κινημάτων δράσης.

Με λίγα λόγια η Χρυσή Αυγή ανάγκασε τα κινήματα να αφιερώσουν πολύ περισσότερο χρόνο και προσοχή στην αντιφασιστική δράση και οργάνωση. Το έκαναν με αντιφασιστικές πορείες (τόσο με μοτοπορείες όσο και πεζές) μέσα από γειτονιές μεταναστών που η Χρυσή Αυγή ήταν ενεργή, αλλά και με την οργάνωση αντιρατσιστικών φεστιβάλ, αντισυγκεντρώσεις και αντιεκδηλώσεις όποτε και όπου η Χρυσή Αυγή τύχαινε να οργανώνει και αυτή. Τα κινήματα προσπάθησαν να κάνουν τις αντιφασιστικές τους δράσεις και τα αντιρατσιστικά τους επιχειρήματα ορατά στον δημόσιο διάλογο, όσο το περισσότερο δυνατόν. Παρόλα αυτά το πρόβλημα παρέμεινε: η Χρυσή Αυγή συνέχισε να απολαμβάνει σημαντική δημοφιλία μέσα στην ελληνική κοινωνία, τόσο με κοινωνικούς όσο και με εκλογικούς όρους.

Μέχρι τη νύχτα της 17ης Σεπτεμβρίου 2013. τη νύχτα που όλα άλλαξαν.

Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα

Την νύχτα που όλα άλλαξαν, ο Παύλος Φύσσας – γνωστός ως Killah P – πήγε σε ένα τοπικό καφέ στην εργατική γειτονιά του του Πειραιά, την πόλη-λιμάνι δίπλα στην Αθήνα, για να δει ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι του Ολυμπιακού, της αγαπημένης του ομάδας. Ο Παύλος ήταν πολιτικά ενεργός ράπερ από ένα εργατικό προάστιο που είχε μετατραπεί σε προπύργιο της Χρυσής Αυγής. Όπως και άλλα προάστια του Πειραιά έτσι και η γειτονιά του είχε δημιουργηθεί σαν οικισμός προσφύγων για εκείνους που ήρθαν στην Ελλάδα μετά την ανταλλαγή πληθυσμών με την Τουρκία το 1923. Οι πρόσφυγες έστησαν τις παράγκες τους, και όντας φτωχοί, εντάχθηκαν στις γραμμές της μεγαλύτερης οργάνωσης της εργατικής τάξης των αρχών του εικοστού αιώνα: του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε, αλλά δεν έχουν αλλάξει πολλά σε εκείνες τις γειτονιές: οι κάτοικοι είναι ακόμη φτωχοί, από τους φτωχότερους στην Αθήνα, και εξακολουθούν να είναι άνθρωποι της εργατικής τάξης – που συνεχώς όλο και περισσότεροι εντάσσονται στην κατηγορία των ανέργων με την παρακμή των ναυπηγείων. Τελευταία όμως η Χρυσή Αυγή κατόρθωσε να εξαπλώσει την δηλητηριώδη επιρροή της σε αυτές τις γειτονιές, κάποιες από τις οποίες έχουν μετατραπεί σε εργατικά προπύργια του κόμματος. Αυτό ήταν κάτι που ο Παύλος δε μπορούσε να δεχτεί.

Καθώς οι νεοναζί κέρδιζαν δύναμη στη περιοχή, ο Παύλος άρχισε να μιλά ανοιχτά εναντίον της Χρυσής Αυγής και των βίαιων πράξεων της – και αν και δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστός ράπερ στην υπόλοιπη χώρα, σίγουρα ήταν στην δική του γειτονιά. Άρχισε να αμφισβητεί ανοιχτά την πολιτιστική ηγεμονία και το μονοπώλιο εξουσίας των ναζί μέσα στη γειτονιά του. Αυτό ήταν αρκετό για να μπει στη μαύρη λίστα της Χρυσής Αυγής.

Έτσι την καταραμένη εκείνη νύχτα, το καφέ που ο Παύλος και οι φίλοι του έβλεπαν το παιχνίδι ήταν γεμάτο με μέλη της Χρυσής Αυγής. Μέχρι τη στιγμή της λήξης του παιχνιδιού ακόμα περισσότεροι τον περίμεναν έξω, οπλισμένοι από τη κορυφή ως τα νύχια με μαχαίρια και ρόπαλα. Ο Παύλος όπως συμπεραίνεται αναγνωρίστηκε από κάποιον από τους ναζιστές αγροίκους και έστειλε μήνυμα στο τοπικό αρχηγό. Επειδή η Χρυσή Αυγή λειτουργεί σύμφωνα με βαθιά ιεραρχική δομή, είναι πολύ πιθανό πως μια σειρά τηλεφωνημάτων και μηνυμάτων να έφτασαν μέχρι και τη κορυφή της κομματικής ιεραρχίας. Η διαταγή δόθηκε από ψηλά: βγάλτε τον από τη μέση!

Ο Παύλος είπε στους φίλους του και στην κοπέλα του να τρέξουν ενώ εκείνος παρέμεινε στη θέση του για να καθυστερήσει τους ναζί. Αντιμετώπισε δύο από αυτούς – ο Παύλος ήταν δυνατός – αλλά ήρθαν περισσότεροι, κυκλώνοντάς τον και κρατώντας τον, μέχρι που το μέλος της Χρυσής Αυγής, Γιώργος Ρουπακιάς έφτασε οδηγώντας αυτοκίνητο, έβγαλε ένα μαχαίρι και κάρφωσε τον Παύλο στην καρδιά.

Κανένας μας δε θα ξεχάσει ποτέ που ήμασταν όταν ακούσαμε τα νέα της εκτέλεσης του Παύλου. Ήταν η νύχτα που άλλαξε τα πάντα. Ανάμεσά σε αυτά και τις ζωές μας.

Η αντιφασιστική αντίδραση

Η δολοφονία του Παύλου ήταν αυτό που μελετητές των κοινωνικών κινημάτων θα αποκαλούσαν μετασχηματιστικό γεγονός – ένα σημείο καμπής, τόσο για το αντιφασιστικό κίνημα όσο και για την ελληνική κοινωνία γενικότερα. Τελικά έγινε και για τη Χρυσή Αυγή. Σηματοδότησε την εντατικοποίηση των αντιφασιστικών δράσεων στην Αθήνα και την υπόλοιπη χώρα, και την πολιτική απονομιμοποίηση και την ευρεία αποδοκιμασία της Χρυσής Αυγής. Ήταν σαν ξυπνητήρι για πολλούς, αλλά δυστυχώς έγινε για ένα λόγο: επειδή αυτή τη φορά οι ναζί είχαν ξεπεράσει τα όρια – είχαν σκοτώσει έναν Έλληνα.

Φυσικά η Χρυσή Αυγή ήταν ήδη μια δολοφονική οργάνωση πολύ πριν την δολοφονία του Παύλου. Είχε επιτεθεί σε εκατοντάδες μετανάστες και συνδικαλιστές, οι Ιατρικές Ενώσεις φώναζαν για αυτό, είχαν ακόμη δολοφονήσει ένα νεαρό Πακιστανό μετανάστη. Το 2012, μπράβοι της Χρυσής Αυγής είχαν επιτεθεί στο σπίτι τεσσάρων μεταναστών, Αιγύπτιων ψαράδων που ζούσαν σε μια άλλη γειτονιά του Πειραιά, τραυματίζοντας σοβαρά τον έναν από αυτούς. Ένα χρόνο αργότερα, επιτέθηκαν και σε ομάδα συνδικαλιστών του Κομμουνιστικού Κόμματος στην ίδια γειτονιά, σε μια πράξη επιβεβαίωσης της πολιτικής τους κυριαρχίας στην εργατική τάξη – τη συμβολική «αλλαγή φρουράς».

Σύμφωνα με το Δίκτυο Καταγραφής Ρατσιστικής Βίας, το έτος 2011 καταγράφηκαν 63 περιπτώσεις σοβαρής ρατσιστικής βίας στην Ελλάδα. Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε σε 154 το 2012, και ένα χρόνο αργότερα σε 166. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η Χρυσή Αυγή ήταν αναμιγμένη σε πολλές από αυτές. Όμως δεν έγινε τίποτα: εκτός από το αντιφασιστικό κίνημα, κανείς δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται. Όπως δεν νοιάστηκε ούτε η κυβέρνηση, ούτε το δικαστικό σύστημα.

Μετά το φόνο του Παύλου, όμως, μαζικές διαδηλώσεις εκδηλώθηκαν σε όλη τη χώρα. Το αντιφασιστικό κίνημα και ολόκληρη η Ελλάδα απαιτούσε δικαιοσύνη και την τιμωρία των δραστών. Η Χρυσή Αυγή αρχικά αρνήθηκε κάθε ευθύνη, αλλά αργότερα αναγκάστηκε να παραδεχτεί, σύμφωνα με τα λόγια του αρχηγού του κόμματος Νίκου Μιχαλολιάκου, πως έφερε την «πολιτική ευθύνη» για το έγκλημα. Τελικά το απρόθυμο δικαστικό κίνημα αναγκάστηκε να δράσει – με τις εντολές της δεξιάς 6+κυβέρνησης – και άρχισε τη δικαστική δίωξη των νεοναζί με κατηγορία σχηματισμού εγκληματικής συμμορίας.

Στην αρχή το Κοινοβούλιο έπρεπε να ψηφίσει για την άρση της ασυλίας των βουλευτών της Χρυσής Αυγής. Έπειτα ένα κατάλληλο μέρος έπρεπε να βρεθεί για την δίκη. Οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής, αναμεσά της και ο αρχηγός της Μιχαλολιάκος, τελικά συνελήφθησαν, μαζί με 65 ακόμη μέλη και τον δολοφόνο Ρουπακιά. Πέρασε αρκετός καιρός και η αργοκίνητη δίκη συνεχίζεται ακόμη. Στην πραγματικότητα πέρασε τόσος καιρός που οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής έπρεπε να αφεθούν ελεύθεροι και ο Ρουπακιάς δεν μπορεί πλέον να κρατηθεί στη φυλακή χωρίς δικαστική απόφαση – που σημαίνει πως πλέον μόνο σε κατ’ οίκον περιορισμό.

Το μόνο θετικό που προέκυψε από την απαράδεκτη αυτή κατάσταση ήταν το γεγονός πως η Χρυσή Αυγή απονομιμοποιήθηκε πλήρως στα μάτια του ελληνικού λαού. Η απονομιμοποίηση αυτή ήταν κυρίως αποτέλεσμα του αντιφασιστικού κινήματος στον απόηχο της δολοφονίας, όχι λόγω της δίκης που γινόταν με ρυθμούς χελώνας ή της οπορτουνιστικής στάσης της κυβέρνησης. Ακόμη και αν δυο μέλη της Χρυσής Αυγής επίσης δολοφονήθηκαν επίσης σε μια μαφιόζικου στυλ εκτέλεση λίγο μετά το θάνατο του Παύλου, που υποτίθεται ότι πραγματοποίησε μια αναρχική ομάδα που κανείς δεν είχε καν ακούσει ως τότε, ούτε άκουσε ξανά κάποιος κάτι για αυτή, το κοινωνικό στάτους της Χρυσής Αυγής είχε επηρεαστεί ανεπανόρθωτα από ως αποτέλεσμα της 17ης Σεπτέμβρη.

Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, η Χρυσή Αυγή είναι ακόμη ισχυρή εκλογικά, κερδίζοντας 6,99 τις εκατό στις τελευταίες εκλογές – αλλά ξεκάθαρα τα στατιστικά δεν λένε ολόκληρη την ιστορία. Το κόμμα χωρίς αμφισβήτηση έχασε τη δυναμική που απολάμβανε το 2013, όταν δημοκοπικά εκείνη την περίοδο βρισκόταν στο 15-18 τις εκατό. Ακόμη και με εκλογικούς όρους, η Χρυσή Αυγή πήρε 60000 λιγότερους ψήφους το 2015 από ότι το 2012. Διατηρούν τα ίδια ποσοστά εξαιτίας και μόνο της τεράστιας αποχής στις τελευταίες εκλογές (44 τις εκατό), που και η ίδια είναι αποτέλεσμα της βαθιάς πολιτικής κρίσης της χώρας και την απογοήτευση των πολιτών με την νεοφιλελεύθερη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ μετά το δημοψήφισμα του 2015.

Η κοινωνική ήττα της Χρυσής Αυγής

Πολύ πιο σημαντικό ήταν η σημαντική αποδυνάμωση της οργανωτικής ικανότητας της Χρυσής Αυγής στον απόηχο της δολοφονίας του Παύλου. Περίπου το 40 τις εκατό των γραφέιων του κόμματος έχουν κλείσει από τότε, οι εφημερίδες τους πωλούν όλο και λιγότερα αντίτυπα (η αναγνωσιμότητα του Εμπρός έχει πέσει σε περίπου 1000 αντίτυπα), και δημόσιες κινητοποιήσεις και εμφανίσεις είναι σπάνιες και εμφανώς αναιμικές. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ο Μιχαλολιάκος είναι με διαφορά ο πιο αντιδημοφιλής της ελληνικής πολιτικής σκηνής – που είναι αξιοσημείωτο κατόρθωμα λόγω του έντονου ανταγωνισμού. Τα μαζικά μέσα μοιάζουν πλέον να βρίσκουν τις θέσεις της Χρυσής Αυγής απαράδεκτες και η δημοφιλία και έκθεση που απολάμβαναν με το τύπο έχουν περάσει προ πολλού.

Ακόμα και κατά το μακρύ καλοκαίρι της μετανάστευσης το 2015, που περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι πέρασαν από στην Ελλάδα από την Τουρκία, με 70000 περίπου από αυτούς να είναι ακόμη και σήμερα παγιδευμένοι στην Ελλάδα. Προσπάθησε – με επισκέψεις στα νησιά του Βόρειου Αιγαίου για παρ0άδειγμα – αλλά ακόμα και εκεί το αντιφασιστικό κίνημα ήταν παρόν για να ακυρώσει τα σχέδια τους με μαχητικές αντισυγκεντρώσεις. Ακόμα και τα γραφεία της Χρυσής Αυγής στη Μυτιλήνη , που βρίσκεται στη πρώτη γραμμή της λεγόμενης «προσφυγικής κρίσης», έκλεισαν αναγκαστικά όταν γραφόταν το κείμενο.

Χάρη στις μαχητικές πορείες και μοτοπορείες σε γειτονιές μεταναστών, οι αθηναϊκές καταλήψεις που έθεσαν σαν προτεραιότητα την αντιφασιστική δράση ως απάντηση στην άνοδο της Χρυσής Αυγής, καθώς και η κατάληψη νέων κτιρίων από το Κίνημα Αλληλεγγύης στου Πρόσφυγες για να στεγάσουν πρόσφυγες και μετανάστες δίχως χαρτιά σε ολόκληρη την Αθήνα, η αντιφασιστική αντίσταση κατάφερε να κατακτήσει αρκετό από το έδαφος που είχε καταληφθεί νωρίτερα από τους νεοναζί και τώρα κερδίζει τον αγώνα για τον έλεγχο στο δρόμο.

Το κυριότερο μάθημα μπορούμε να πάρουμε από την ελληνική εμπειρία, είναι πως η Χρυσή Αυγή δεν ηττήθηκε στις δικαστικές αίθουσες ή στο πεδίο της εκλογικής πολιτικής. Η δίκη τους συνεχίζει ακόμη με αργούς ρυθμούς και συνεχίζουν να παίρνουν ένα σημαντικό κομμάτι της εθνικής ψήφου. Πάρα τα πολιτικά και δικαστικά πισωγυρίσματα όμως ,οι νεοναζί ηττήθηκαν με βεβαιότητα στο δρόμο και στη πολιτική συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας, που σε μεγάλο βαθμό τώρα θεωρεί την δράση της και τις ιδέες της ως απαράδεκτες.

Είναι χάρη στη μαχητική άμεση δράση και την αλληλέγγυα δράση του αντιφασιστικού κινήματος που η κοινωνική νομιμοποίηση της Χρυσής Αυγής έχει τρωθεί σημαντικά, ενώ ταυτόχρονα στη πορεία και η οργανωτική της ικανότητα έχει υποβαθμιστεί σημαντικά. Η ελληνική εμπειρία μας δείχνει λοιπόν πόσο σημαντικό είναι να μη χάνουμε πολιτικό έδαφος από την ακροδεξιά, να εγκαθιδρύσουμε μια ισχυρή αντιφασιστική ηγεμονία και πάνω από όλα να ξανακερδίσουμε τον έλεγχο του κοινωνικού κινήματος στους δρόμους και τις γειτονιές.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου


ΑΛΛΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ