του Serge Halimi,
διευθυντή της "Le Monde diplomatique"
Μετάφραση: Γιάννης Χρυσοβέργης
Είναι δυνατόν μια υποψήφια με τόση εμπειρία και υποστήριξη, όπως η Χίλαρι Κλίντον, να χάσει από έναν άνθρωπο τόσο αγροίκο και αμφιλεγόμενο, ακόμα και μέσα στο στρατόπεδό του, όπως ο Ντόναλντ Τραμπ; Το ενδεχόμενο αυτό, που θα εξαρτηθεί από την ψήφο της ξεχασμένης Αμερικής, αν και δεν είναι το πλέον πιθανό, δεν μπορεί να αποκλειστεί.
The system is rigged: η τράπουλα είναι σημαδεμένη. Ξέραμε ήδη ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες ο υποψήφιος που σε εθνικό επίπεδο παίρνει τις περισσότερες ψήφους δεν εκλέγεται πάντα Πρόεδρος. Ότι η προεκλογική εκστρατεία αγνοεί τα τρία τέταρτα των Πολιτειών, στις οποίες το αποτέλεσμα θεωρείται δεδομένο. Ότι περίπου έξι εκατομμύρια πολιτών έχουν χάσει το δικαίωμα ψήφου επειδή έχουν καταδικαστεί. Ότι το 11% των δυνητικών εκλογέων δεν διαθέτουν κάποιο από τα απαραίτητα στοιχεία ταυτότητας για να μπορέσουν να ψηφίσουν. Ότι το εκλογικό σύστημα διασφαλίζει στα δύο κυρίαρχα κόμματα ένα εξωφρενικό πλεονέκτημα. Ούτε και αγνοούσαμε ότι το χρήμα, τα ΜΜΕ, τα λόμπι και η κατάτμηση των εκλογικών περιφερειών παραμορφώνουν τη δημοκρατική εκπροσώπηση της χώρας (1).
Αυτή τη φορά όμως πρόκειται για κάτι διαφορετικό. Πρόκειται για ένα αίσθημα που υπερβαίνει τις κομματικές διαχωριστικές γραμμές. Πρόκειται για την οργή που εκφράστηκε στις προκριματικές εκλογές από τα 12 εκατομμύρια ψηφοφόρους του γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς, αλλά και από τα 13,3 εκατομμύρια θριαμβολογούντες υποστηρικτές του δισεκατομμυριούχου Ρεπουμπλικανού Ντόναλντ Τραμπ. Το παιχνίδι είναι στημένο, εκτίμησαν, διότι οι κυβερνήτες, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί, κήρυξαν τους πολέμους στη Μέση Ανατολή και φτώχυναν τις Ηνωμένες Πολιτείες, χωρίς να καταφέρουν να νικήσουν. Είναι στημένο επειδή η πλειοψηφία του πληθυσμού συνεχίζει να πληρώνει τις συνέπειες μιας οικονομικής κρίσης η οποία, αντιθέτως, δεν κόστισε τίποτα σε εκείνους που την προκάλεσαν. Είναι στημένο επειδή ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα διέψευσε τις τεράστιες ελπίδες για αλλαγή που είχε δημιουργήσει η εκστρατεία του το 2008. Είναι στημένο επειδή ούτε και οι ψηφοφόροι των Ρεπουμπλικανών είδαν να αλλάζει κάτι σημαντικό μετά την κινητοποίησή τους, στην αρχή το 2010 και στη συνέχεια το 2014, για τον έλεγχο των δύο σωμάτων του Κογκρέσου. Το παιχνίδι είναι στημένο επειδή τίποτα δεν αλλάζει στην Ουάσιγκτον, επειδή οι Αμερικανοί αισθάνονται ότι τους έχει υφαρπάξει την πατρίδα μια ολιγαρχία που τους απεχθάνεται, επειδή οι ανισότητες βαθαίνουν και επειδή η μεσαία τάξη φοβάται.
Κι όμως, στην αρχή όλα είχαν ξεκινήσει καλά. Από την πλευρά των Δημοκρατικών, εκείνο που, για τη Χίλαρι Κλίντον, έδειχνε πως θα ήταν ένας υγιεινός περίπατος προς το χρίσμα του κόμματός της, ένα είδος δυναστικής διαδοχής με την ισχυρή υποστήριξη του Ομπάμα, μετατράπηκε σε αδυσώπητη μάχη εναντίον ενός εβδομηντάχρονου ανεξάρτητου υποψηφίου. Ο οποίος, προς γενική κατάπληξη, κατόρθωσε να κινητοποιήσει εκατομμύρια νέων ψηφοφόρων, αγροτών, εργατών, σε μια αντικαπιταλιστική θεματολογία. Το χρήμα δεν στάθηκε ανυπέρβλητο εμπόδιο για τον Σάντερς, καθ’ όσον κατόρθωσε να συγκεντρώσει πάρα πολύ, χάρη σε εκατομμύρια μικρών δωρεών.
Έτσι, εξουδετερώθηκε μία από τις κυριότερες «νοθεύσεις» της αμερικανικής πολιτικής, που είναι και από τις πλέον απεχθείς (2). Ένα κεκτημένο πολλά υποσχόμενο, καθώς και ο Τραμπ ξόδεψε πολύ λιγότερα χρήματα στην προεκλογική εκστρατεία των προκριματικών εκλογών από πολλούς Ρεπουμπλικανούς που συνέτριψε.
Η φράση «για όλα φταίει το Κράτος» χαρακτήριζε την πλειονότητα των προηγούμενων εκστρατειών. Ακόμα και σήμερα, οι συντηρητικοί ψηφοφόροι διακηρύσσουν ότι το Δημόσιο επεμβαίνει ιδιαίτερα στην οικονομική ζωή. Όμως η αδιάκοπη προπαγάνδα για τη μείωση των κοινωνικών δαπανών, για τη «μεταρρύθμιση» του συνταξιοδοτικού συστήματος, για την περικοπή των βοηθημάτων των άνεργων, δεν συνιστά μέρος του προγράμματος του Τραμπ. Και, όσον αφορά το θέμα των ελεύθερων συναλλαγών, κεντρικό ζήτημα της εκστρατείας του, θέλει να σχίσει όλες τις συνθήκες που υπέγραψαν οι προκάτοχοί του, τόσο Ρεπουμπλικανοί όσο και Δημοκρατικοί, και να επιβάλει τελωνειακούς δασμούς στις αμερικανικές επιχειρήσεις που μετεγκατέστησαν τις δραστηριότητές τους.
Άλλωστε, και αυτός και η αντίπαλός του συμφωνούν ότι το κράτος πρέπει να χρηματοδοτήσει την υψηλού κόστους ανοικοδόμηση των συγκοινωνιακών υποδομών της χώρας (3). Με δυο λόγια, η δικομματική συναίνεση υπέρ της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού έχει γίνει κομμάτια και θρύψαλα. Διατυμπανίζοντας τον κυνισμό και την αδηφαγία τους, οι μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις κατέστρεψαν την ιδέα ενός υποχρεωτικού δεσμού μεταξύ της ευημερίας τους και της ευημερίας της χώρας (4).
Και μολονότι η Κλίντον υποσχέθηκε να αναθέσει σημαντικές αποστολές στο σύζυγό της, τον μεγάλο αρχιτέκτονα της δεξιάς στροφής του Δημοκρατικού Κόμματος πριν από ένα τέταρτο του αιώνα, το κόμμα τους δεν είναι πλέον αυτό που οι δυο τους διαμόρφωσαν όταν βρίσκονταν στο Λευκό Οίκο. Οι εκλογείς του είναι περισσότερο αριστεροί, λιγότερο επιρρεπείς στους συμβιβασμούς και τις στις άνευ όρων παραδόσεις: ο όρος «σοσιαλισμός» δεν τους τρομάζει πια… Και σε τέσσερα εμβληματικά προτάγματα της συντηρητικής στροφής των «νέων δημοκρατικών» στη δεκαετία του 1990 –στις συνθήκες ελεύθερου εμπορίου, στη θεαματική αύξηση των φυλακών (5), στην απορρύθμιση του χρηματοοικονομικού τομέα, στην καθήλωση των μισθών– η Κλίντον αναγκάστηκε να κάνει παραχωρήσεις στους υποστηρικτές του Σάντερς.
Η βίαιη ρητορική του Τραμπ κατά της μεξικανικής μετανάστευσης και του Ισλάμ, ο σεξισμός και το ρατσιστικό του παραλήρημα εμποδίζουν μερικές φορές την προσεκτική παρατήρηση των υπολοίπων θεμάτων. Και όμως, είτε πρόκειται για κοινωνικές δαπάνες είτε για την εμπορική πολιτική είτε για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων είτε για τις στρατιωτικές επεμβάσεις στο εξωτερικό, ο Τραμπ έχει απαρνηθεί τα άγια των αγίων του κόμματός του, σε βαθμό που δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί μια επικείμενη θεαματική στροφή των Ρεπουμπλικανών ηγετών σε όλα αυτά τα θέματα.
Εκτός κι αν θέλουν να απολέσουν οριστικά την εκλογική «τους» βάση, η οποία τους κατέστησε ήδη σαφή την αγανάκτησή της ψηφίζοντας στις προκριματικές εκλογές υπέρ ενός υποψήφιου που δεν φημίζεται για την αβροφροσύνη του, ούτε καν έναντι των ηγετών του ίδιου του κόμματός του: «Οι πολιτικοί μας», υποστηρίζει ο Τραμπ, «προώθησαν με σθένος μια πολιτική παγκοσμιοποίησης. Αυτή πλούτισε τη χρηματοοικονομική ελίτ που χρηματοδοτεί τις εκστρατείες τους. Όμως, εκατομμύρια Αμερικανών εργαζομένων αποκόμισαν μονάχα φτώχεια και πόνο καρδιάς». Τα λόγια αυτά, ειπωμένα από έναν δισεκατομμυριούχο που μοιράζει το χρόνο του μεταξύ της σουίτας του στο Μανχάταν και του ιδιωτικού αεροπλάνου του, ηχούν τουλάχιστον παράξενα. Κι όμως, συνοψίζουν αρκετά καλά την πραγματικότητα.
Μια «πολυποικιλότητα» για την τάξη των πτυχιούχων
Όλα αυτά θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη σκέψη ότι τα… χαρτιά δεν είναι σημαδεμένα. Και ότι, όπως ισχυρίζεται ο Φράνσις Φουκουγιάμα σε ένα πρόσφατο άρθρο του στο Foreign Affairs, η αμερικανική δημοκρατία λειτουργεί, δεδομένου ότι ανταποκρίνεται στην οργή τη κοινωνίας, γκρεμίζει τη δυναστεία Κλίντον, ταπεινώνει τους βαρώνους του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, καθιστά κύρια θέματα της εκλογής τις ανισότητες, τον προστατευτισμό και την αποβιομηχάνιση (6). Και ίσως να σημαίνει το τέλος μιας διπλής πολιτικής απάτης.
Με το πέρασμα του χρόνου, το Δημοκρατικό Κόμμα έχει καταστεί όργανο της μεσαίας και ανώτερης τάξης με πανεπιστημιακούς τίτλους. Προβάλλοντας τα σύμβολα της «πολυποικιλότητάς» του, κατόρθωσε να κατακτήσει τη συντριπτική πλειοψηφία της ισπανόφωνης και αφροαμερικανικής ψήφου και, βασισμένο στα συνδικάτα, διατήρησε μια εργατική εκλογική βάση. Όμως το όραμά του για την πρόοδο δεν προάγει πλέον την ισότητα. Άλλοτε ατομικιστικό και πατερναλιστικό (προτροπή για περισσότερη προσπάθεια), άλλοτε αξιοκρατικό (προτροπή για περισσότερες σπουδές), δεν προσφέρει καμία προοπτική στην «περιφέρεια» της Αμερικής που, μακριά από τις ακτές, μένει στο περιθώριο της ευημερίας των μεγάλων παγκόσμιων μητροπόλεων, των ποταμών πλούτου της Γουόλ Στριτ και της Σίλικον Βάλεϊ. Και η οποία βλέπει να εξαφανίζονται οι βιομηχανικές θέσεις εργασίας, που υπήρξαν δομικός μηχανισμός στήριξης μιας μεσαίας αστικής τάξης με περιορισμένες σπουδές, αλλά σχετικά σίγουρης για το μέλλον της.
Σε αυτή τη μεσαία τάξη και στους φτωχούς «μέσους Λευκούς», το Ρεπουμπλικανικό κόμμα πριν από τον Τραμπ δεν είχε τίποτα να προτείνει. Ο στόχος του στην πραγματικότητα ήταν να μειώσει τη φορολογία για τους επιχειρηματικούς κύκλους, να τους επιτρέπει να εξάγουν και να επενδύουν στο εξωτερικό. Εντούτοις, μιλώντας στους Λευκούς εργαζόμενους και προλετάριους για την πατρίδα, τη θρησκεία και την ηθική, και υπερτονίζοντας την καταπίεση της βαθειάς Αμερικής από τις επιδοτούμενες μειονότητες και τους ψηλομύτηδες διανοούμενους, οι συντηρητικοί είχαν για χρόνια εξασφαλισμένο ότι τα θύματα της οικονομικής και εμπορικής πολιτικής τους θα συνέχιζαν να τους χρησιμεύουν ως κιμάς για τα εκλογικά κανόνια τους (7).
Όμως η δημοτικότητα του Τραμπ σε αυτό το κοινό οφείλεται σε άλλους παράγοντες. Ο μεγαλοεπιχειρηματίας από τη Νέα Υόρκη, αντί να τους μιλάει για τη Βίβλο και το δικαίωμα οπλοφορίας, τους μιλάει για βιομηχανίες που πρέπει να προστατευτούν και για συμφωνίες που πρέπει να καταγγελθούν. Η Κλίντον προφανώς και δεν κέρδισε τη συμπάθεια αυτών των οργισμένων εκλογέων χαρακτηρίζοντας την πλειοψηφία τους «ένα σύνολο θλιβερών ανθρώπων», αποτελούμενο από «ρατσιστές, σεξιστές, ομοφοβικούς, ξενόφοβικούς και ισλαμόφοβους». Αυτή η τόσο μεγάλης κλίμακας ψυχολογική διάγνωση διατυπώθηκε σε μια εκδήλωση συγκέντρωσης χρημάτων ενώπιον ενός άλλου «συνόλου ανθρώπων», υπέροχων αυτή τη φορά, μιας και είχαν πληρώσει ακριβά για να την ακούσουν.
Μια εκλογική διαδικασία που σημαδεύτηκε από τέτοιες ιδεολογικές συγχύσεις, ακόμα και από μια επιθυμία ανατροπής, μπορεί να καταλήξει με την εκλογή της υποψήφιας του κατεστημένου; Ναι, από τη στιγμή που έχει ως αντίπαλο ένα αουτσάιντερ ακόμα πιο απεχθές από εκείνη. Κατά βάθος, αυτή είναι η βασική «νόθευση». Χαρακτηρίζει και άλλες χώρες εκτός από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε παρόμοια θέση θα μπορούσε να βρεθεί η Γαλλία του χρόνου: η λαϊκή οργή ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, το κοινωνικό απαρτχάιντ και τη συνενοχή των ελίτ να παρακάμπτεται από ένα πολιτικό παιχνίδι που σε κάθε περίπτωση φροντίζει η πίτα να πέφτει πάντα από τη λάθος μεριά.
Και καθώς τίποτα το απρόβλεπτο δεν μπορούσε να έρθει από τη μεριά της Κλίντον –καθώς, περιστοιχιζόμενη από ειδικούς, δημοσκόπους, διαφημιστές, υπολογίζει τα πάντα με προσέγγιση χιλιοστού– ο Τράμπ αποφάσισε να ανατρέψει τα δεδομένα. Και το έκανε πετώντας στα σκουπίδια τη στρατηγική που είχε χαράξει το κόμμα του πριν από τέσσερα χρόνια.
Η επανεκλογή του παρόντος προέδρου το 2012 είχε προκαλέσει κατάπληξη στους παράγοντες του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι για να νικήσουν σε επόμενη αναμέτρηση θα έπρεπε να μειώσουν το πλεονέκτημα των Δημοκρατικών μεταξύ των Αφροαμερικανών (τότε η Κλίντον τούς κινητοποιούσε λιγότερο από τον Ομπάμα) και κυρίως μεταξύ των Ισπανόφωνων, το δημογραφικό βάρος των οποίων δεν σταματά να αυξάνεται. Καθώς οι τελευταίοι είχαν πληγεί από την περιοριστική μεταναστευτική πολιτική των Ρεπουμπλικανών, θα βόλευε να δειχθούν πιο ανοιχτοί στο ζήτημα και να νομιμοποιήσουν μέρος των παράνομων. Κι επειδή η πολιτική τοποθέτηση δεν είναι εγγεγραμμένη στα γονίδια, τίποτα δεν αποκλείει να ψηφίσει Δεξιά ένας Ισπανόφωνος αν αντιτίθεται στις αμβλώσεις ή δεν του αρέσει να πληρώνει φόρους. Οι Πολωνοί, οι Ιταλοί, οι Λιθουανοί ψήφιζαν Δημοκρατικούς πριν υποστηρίξουν το Ρόναλντ Ρήγκαν. Και, το 2000, το 70% των Μουσουλμάνων είχαν εκφραστεί υπέρ του Τζορτζ Μπους: οκτώ χρόνια αργότερα, επέλεξαν τον Ομπάμα σε ποσοστό 90% (8)…
Αντί να προσπαθήσει να μαζέψει μερικές ψήφους σε ένα εχθρικό προς το Ρεπουμπλικανικό κόμμα εκλογικό σώμα Ισπανόφωνων και Αφροαμερικανών, ο Τραμπ έκανε το αντίθετο: προσπάθησε να αυξήσει το πλεονέκτημά του μεταξύ των μη ισπανόφωνων Λευκών. Μολονότι εκπροσωπούν μια μειούμενη δημογραφικά ομάδα, το 2012 αποτελούσαν ακόμα το 74% του εκλογικού σώματος. Προκειμένου να τους κινητοποιήσει, ιδίως τους εργάτες και τους υπαλλήλους με περιορισμένες σπουδές, ο Τραμπ ενίσχυσε τους φόβους ότι μια μαζική άφιξη μεταναστών θα προκαλέσει ανασφάλεια και απώλεια ταυτότητας και ταυτόχρονα τόνισε την υπόσχεση για μια βιομηχανική αναγέννηση («MakeAmerica great again»). Ένας τέτοιος πολιτικός λόγος έχει ανταπόκριση σε κοινωνικές ομάδες για τις οποίες η ηγεσία των Δημοκρατικών δεν ενδιαφέρεται πλέον, καθώς δεν μπορεί να τους εντάξει ούτε στην ψηφιακή νεωτερικότητα ούτε στη δημογραφική ποικιλότητα, χωρίς αμφιβολία επειδή πιστεύει ότι αγωνίζονται για έναν πολιτισμό και για έναν κόσμο παρωχημένους, σε παρακμή, κατά συνέπεια «αξιολύπητους».
Όμως, όσο κι αν οι μητροπόλεις διασφαλίζουν ένα αυξανόμενο τμήμα της ευημερίας της χώρας και της παραγωγής του φαντασιακού της, η εκλογή εξαρτάται από τις «περιφερειακές» Πολιτείες. Για μερικούς μήνες πρέπει επομένως η Καλιφόρνια και η Νέα Υόρκη να περιμένουν, διότι η ψήφος τους είναι δεδομένη (υπέρ των Δημοκρατικών) και το εύρος της νίκης δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Αντιθέτως, το Οχάιο, η Πενσυλβανία, το Μίσιγκαν, το Ουισκόνσιν, παίρνουν τη ρεβάνς τους. Καθώς το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας σε αυτές τις Πολιτείες είναι πιο αβέβαιο, οι υποψήφιοι ασχολούνται πλέον με αυτές, οργανώνουν προεκλογικές συγκεντρώσεις, τις κανακεύουν. Και τι διαπιστώνουν; Ότι οι Πολιτείες αυτές, το εκλογικό σώμα των οποίων είναι πιο λευκό, πιο ηλικιωμένο και συνήθως λιγότερο μορφωμένο από τον μέσο όρο, έχουν χάσει εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας εξαιτίας της μεταφοράς των μονάδων παραγωγής στο εξωτερικό και του κινεζικού και του μεξικανικού ανταγωνισμού, ότι συσσωρεύουν νεκρές βιομηχανικές ζώνες κι ότι τα οφέλη τους από την οικονομική ανάκαμψη είναι λιγότερα από ό,τι στην υπόλοιπη χώρα. Επομένως, ο προστατευτικός και γεμάτος ανησυχία λόγος του Τραμπ είναι καλοδεχούμενος· η Κλίντον αντιθέτως, δυσκολεύεται να πουλήσει τον «θετικό απολογισμό» του Ομπάμα.
Σύντομα, όταν οι μητροπόλεις θα έχουν μεγαλώσει ακόμα περισσότερο, όταν η μετανάστευση θα έχει μετατρέψει την Αμερική σε χώρα αποτελούμενη κατά πλειοψηφία από «μειονότητες», ίσως οι Δημοκρατικοί να μπορούν να αγνοήσουν τις εργατικές μεσοδυτικές Πολιτείες, όπως έκαναν στο παρελθόν με τους λευκούς του Νότου. Όχι όμως φέτος.
Φέτος είναι πολύ νωρίς για να μπορέσουν οι Δημοκρατικοί, χωρίς να διακινδυνεύσουν, να επιπλήττουν, σαν να ήταν κακομαθημένα παιδιά, όλους όσοι αντιδρούν (με λάθος τρόπο) στα προβλήματα που οι ίδιοι δημιούργησαν. Να τους ζητούν επιτακτικά να μορφωθούν, να αλλάξουν δουλειά, να μετακομίσουν. Διότι, με τον Τραμπ στον εκλογικό στίβο, οι Δημοκρατικοί δεν μπορούν πλέον να είναι βέβαιοι πως ό,τι τους έχει απομείνει από την εργατική εκλογική βάση δεν έχει εναλλακτική επιλογή. Ενσάρκωση μιας πολιτικής «ελίτ» που εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα έχει οδηγήσει τα λαϊκά στρώματα στην καταστροφή, η Κλίντον πρέπει ξαφνικά να πάρει υπ’ όψιν της πληθυσμούς το οικονομικό πεπρωμένο των οποίων απειλείται και τους οποίους τρομοκρατεί η απώλεια της προηγούμενης κοινωνικής τους θέσης. Το βιογραφικό της είναι λαμπρό· όμως, το 2016 σημαντικός αριθμός Αμερικανών φαίνεται ότι επιθυμεί να δείξει την πόρτα της εξόδου στους απερχόμενους κι ότι για να το πετύχει διαθέτει ένα μασούρι δυναμίτη που ονομάζεται Ντόναλντ Τραμπ.
Και ξαφνικά, οι φτωχοί Λευκοί αρχίζουν να μετράνε. Τους ακούν, όπως πριν από μισό αιώνα άκουγαν το μαύρο υποπρολεταριάτο. Και διαπιστώνουν ότι το προσδόκιμο ζωής των μεταλλωρύχων των Απαλλαχίων ορέων, των καλλιεργητών καπνού της Βιρτζίνια και όλων εκείνων που αναγκάστηκαν να αλλάξουν επάγγελμα και να γίνουν φύλακες στο Walmart (9), χάνοντας έτσι τα δυο τρίτα του μισθού τους, είναι σε κατακόρυφη πτώση. Ότι το προσδόκιμο ζωής των Λευκών χωρίς πανεπιστημιακό πτυχίο είναι δεκατρία χρόνια μικρότερο από εκείνο των Λευκών αποφοίτων Πανεπιστημίου (67,5 χρόνια έναντι 80,4) –στις γυναίκες η απόκλιση είναι λίγο μεγαλύτερη από δέκα χρόνια (73,5 έναντι 83,9). Δεν είναι μονάχα στα γκέτο των Μαύρων που βρίσκει κανείς ενεχυροδανειστήρια, νέες ανύπαντρες μητέρες εξαρτώμενες από τα κοινωνικά βοηθήματα, υψηλά ποσοστά παχυσαρκίας, τοξικομανών, αυτοκτονιών. Γι’ αυτούς τους φτωχοποιημένους πληθυσμούς, η εμπειρία της Κλίντον, η προσήλωσή της στις πολιτικές προδιαγραφές της Ουάσιγκτον και η υποστήριξη που δέχεται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ δεν συνιστούν κατ’ ανάγκη πλεονεκτήματα.
Με τι θα μοιάζει το «μεταβιομηχανικό μέλλον» τους, όταν όλα τα ανθρακωρυχεία θα έχουν κλείσει, όταν οι οδηγοί των ταξί και των φορτηγών θα έχουν αντικατασταθεί από αυτοκινούμενα οχήματα της Google, όταν οι ταμίες των σουπερμάρκετ θα γίνουν σαρωτές γραμμοκώδικα και οι εργάτες ρομπότ; Όλοι θα γίνουν προγραμματιστές; Όλοι θα γίνουν σερβιτόροι; Όλοι θα γίνουν αυτοαπασχολούμενοι διανομείς γευμάτων που θα παραγγέλνονται μέσω μιας εφαρμογής για κινητό, ενοικιαστές δωματίων για τουρίστες, κηπουροί και οικιακοί βοηθοί; Η Κλίντον δεν απαντά σε αυτή την ερώτηση, δεδομένου ότι αναμφίβολα την ταυτίζει με την απόρριψη της προόδου. Ο Τραμπ από τη μεριά του την υπερτονίζει, προκειμένου να απαντήσει σε όσους τρομοκρατούνται από τον άξεστο χαρακτήρα του και την απουσία πολιτικής εμπειρίας: «Τι έχετε να χάσετε;».
Είτε είναι «στημένο» είτε όχι, σύντομα θα γνωρίζουμε αν το αμερικανικό σύστημα έχει γίνει επαρκώς εύθραυστο ώστε να παραδοθεί σε έναν άνθρωπο όπως αυτός. Αν όμως υποθέσουμε ότι στις επόμενες εβδομάδες μια τρομοκρατική επίθεση, μια κακή τηλεοπτική εμφάνιση ή η ανακάλυψη αλληλογραφίας με οσμή σκανδάλου αρκέσει για να μην επιτρέψει στην Κλίντον την είσοδό της στο Λευκό Οίκο, τότε θα έχει αποδειχτεί ότι, αντί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την αυταρχική Δεξιά, το κόμμα του νεοφιλελεύθερου κατεστημένου έχει καταστεί το κύριο καύσιμό της.
- Για μια πιο λεπτομερή ανάλυση των παραπάνω βλ. Serge Halimi και Loïc Wacquant, «Démocratie à l’américaine» και Benoit Bréville, «Géorgie et Caroline du Nord, les deux Sud», «Le Monde diplomatique», Δεκέμβριος 2000 και Οκτώβριος Βλ. επίσης, Elisabeth Dew, «Big dangers for the next election», «The New York Review of Books», 21 Μαΐου 2015.
- Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε στα τέλη Μαΐου του 2015, το 84% των Αμερικανών εκτιμά ότι το χρήμα παίζει υπερβολικά σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας, το 85% πιστεύει πως το σύστημα χρηματοδότησης των υποψηφίων πρέπει να ξαναχτιστεί εκ βάθρων ή να αλλάξει ριζικά και το 55% είναι πεπεισμένο ότι οι εκπρόσωποί του προωθούν τα συμφέροντα των ομίλων που τους χρηματοδότησαν («The New York Times», 2 Ιουνίου 2015).
- Η Κλίντον υπόσχεται να διαθέσει για αυτό το σκοπό 275 δισεκατομμύρια δολάρια σε μια πενταετία, ενώ ο Τραμπ τα διπλάσια. Βλ. Janet Hook, «Trump bucks his party on spending», «The Wall Street Journal», Νέα Υόρκη, 19 Σεπτεμβρίου
- Βλ. William Galston «The double political whammy for business», «The Wall Street Journal», 20 Ιουλίου
- (Σ.τ.Μ.) Η ιδιωτικοποίηση των φυλακών, είτε επιτρέποντας την κατασκευή ιδιωτικών φυλακών που συνάπτουν συμβάσεις με τις Πολιτειακές ή Ομοσπονδιακές αρχές είτε με την πώληση δημόσιων φυλακών σε ιδιωτικές εταιρείες παροχής υπηρεσιών ασφάλειας, άρχισε στη δεκαετία του 1980. Οι ιδιωτικές φυλακές αυξήθηκαν εκθετικά στην περίοδο της προεδρίας Κλίντον, εξ αιτίας της δραματικής μείωσης των σωφρονιστικών υπαλλήλων.
- Francis Fukuyama, «American political decay or renewal?», «Foreign Affairs», Νέα Υόρκη, Ιούλιος-Αύγουστος
- Βλ.Thomas Franc, «Pourquoi le pauvres votent à droite», Agone, Μασσαλία, 2011. Επίσης: «Stratagème de la droite américaine, mobiliser le peuple contre les intellectuels», «Le Monde diplomatique», Μάιος
- Σύμφωνα με τους «New York Times», 9-10 Ιανουαρίου 2016.
- (Σ.τ.Μ) Wal-Mart Stores Inc.: Είναι η μεγαλύτερη αλυσίδα λιανεμπορίου παγκοσμίως, με 2,2 εκατομμύρια εργαζόμενους και 11.573 καταστήματα σε 28 χώρες. Ιδρύθηκε το 1962 από τον Sam Walton. Το 2015 ο όμιλος βρέθηκε στις ΗΠΑ αντιμέτωπος με σειρά απεργιών, με αιτήματα αυξήσεις μισθών και βελτίωση συνθηκών εργασίας. Η εταιρεία αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με τα συνδικάτα και η απόπειρά της να κλείσει πέντε μεγάλα καταστήματά της σε αντίποινα απέτυχε, μετά από δικαστική απόφαση που διέταξε την επαναλειτουργία τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου