ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΓΕΝΙΚΑ ΕΠΙΤΕΛΕΙΑ!
Αγωνιζόμαστε για την "ΣΥσπείρωση της ΡΙΖοσπαστικής Αριστεράς" στην κατεύθυνση της κοινής δράσης στους μαζικούς χώρους και τα κοινωνικά κινήματα, και παράλληλα για την πολιτική της συγκρότηση σε ένα ενιαίο αμεσοδημοκρατικό πολιτικό φορέα

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

Το έθνος της αριστεράς


Αναδημοσίευση από το —Nomadic universality
του Άκη Γαβριηλίδη

Καθ’ όλο τον εικοστό αιώνα, διεξήχθησαν παθιασμένες συζητήσεις για το λεγόμενο «εθνικό ζήτημα», για το τι είναι «το έθνος» (συνήθως με οριστικό άρθρο στον ενικό), ποια η ουσία του, ποια πρέπει να είναι η στάση της αριστεράς απέναντι σε αυτό, και άλλα μεταφυσικά ερωτήματα.
Στο παρόν σημείωμα, δεν σκοπεύω να ξανανοίξω τα ζητήματα αυτά. Χρησιμοποιώ στον τίτλο τον όρο «έθνος» για να υπονοήσω κάτι διαφορετικό: όχι τη στάση της αριστεράς απέναντι στη φαντασιακή κοινότητα του έθνους, αλλά τη φαντασιακή ιδέα ότι η ίδια η αριστερά αποτελεί μια διακριτή κοινότητα, ένα οιονεί χωριστό έθνος-κράτος (εν κράτει) μέσα στην υπόλοιπη κοινωνία, για το οποίο ισχύουν άλλα μέτρα και σταθμά.

Την ιδέα αυτή δεν την προβάλλει και δεν την διακηρύσσει ρητά κανείς ως δική του, εμπράκτως όμως την ακολουθούν πολλοί, με ποικίλες πολιτικές προτιμήσεις και διαθέσεις, άλλοτε φιλικές και άλλοτε εχθρικές προς την αριστερά ή κάποια εκδοχή της. Ας πούμε, την ακολουθεί από την πρώτη της φράση μια έκκληση συλλογής υπογραφών που δημοσιεύθηκε στις 5 Ιουνίου 2015 στο διαδίκτυο με τίτλο Οι κόκκινες γραμμές υπάρχουν όταν τηρούνται:

Αυτή η πρωτοβουλία συλλογής υπογραφών κατά οποιασδήποτε συμφωνίας με τους δανειστές που θα περιλαμβάνει νέα μέτρα λιτότητας απευθύνεται στον κόσμο της Αριστεράς και των κινημάτων [η υπογράμμιση δική μου], που δεν του αξίζει να παραμένει σε αυτή την παραλυτική αναμονή, ούτε να ανεχτεί –πολύ περισσότερο να αναγκαστεί να υπερασπιστεί– μορφές μνημονιακής διολίσθησης.

Η υπογραφή συμφωνίας της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές, και η λιτότητα, είναι προφανώς ζητήματα που αφορούν ολόκληρη την ελληνική κοινωνία –για να μην πούμε ολόκληρη την Ευρώπη. Κατά δεύτερον, όποιος καταφεύγει σε ένα μέσο τόσο ευρύ και εξωστρεφές όσο η συλλογή υπογραφών (και όχι π.χ. η ίδρυση ενός κόμματος, η οποία προϋποθέτει ιδεολογική ομοφωνία –και αυτό όχι πάντα), λογικά επιδιώκει να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους γύρω από το αίτημά του. Αυτό θα ίσχυε γενικώς, αλλά ισχύει ακόμη περισσότερο σε μια συγκυρία στην οποία σημειώνονται οι μεγαλύτερες ανατροπές και αναστατώσεις πολιτικών εντάξεων και ταυτοτήτων, και οι θεαματικότερες μετακινήσεις ψηφοφόρων, που έχουν υπάρξει στην ελληνική ιστορία. Κι ωστόσο, η έκκληση, πριν καλά-καλά εξηγήσει τι ακριβώς ζητά, φροντίζει να ξεκαθαρίσει από ποιους το ζητά: δεκτές γίνονται μόνο υπογραφές από τον «κόσμο της Αριστεράς [με Α κεφαλαίο] και των κινημάτων»! Δηλαδή οι συντάκτες έχουν την μακάρια βεβαιότητα ότι υπάρχει ένας σαφής και ευδιάκριτος «κόσμος» που αποτελείται μόνο από την αριστερά και τα κινήματα, και απευθύνονται μόνο σε αυτόν. Ο κόσμος αυτός προφανώς έχει δικές του ανάγκες, διαφορετικές από εκείνες των κοινών θνητών. Στους άλλους μπορεί να αξίζει να παραμένουν σε παραλυτική αναμονή και να ανέχονται μορφές μνημονιακής διολίσθησης, στους αριστερούς όμως όχι.

Αλλά και αν υπάρχουν και άλλοι που δεν τις ανέχονται, δεν μας ενδιαφέρει∙ δεν θέλουμε τις υπογραφές τους! Το να αναγνωρίζεται κανείς στην ταυτότητα του αριστερού ή/ και του κινηματία τίθεται ως προαπαιτούμενο: εδώ με το καλημέρα δίνεται στον αναγνώστη το μήνυμα «εάν δεν είσαι ήδη ένας από μας μην μπεις καν στον κόπο να το διαβάσεις, δεν σε αφορά».
Αυτή η έλλειψη φιλοδοξιών είναι αδικαιολόγητη και αυτοκαταστροφική πολιτικά. Πόσοι να είναι τέλος πάντων αυτοί που, αν τους ρωτούσαμε, θα αυτοτοποθετούνταν σε αυτόν τον «κόσμο»; Νομίζω ότι η αριθμητική «οροφή» αυτής της κατηγορίας είναι το 4%: όσοι ήδη ψήφιζαν τον ΣΥΡΙΖΑ από τότε που δημιουργήθηκε.

Το να επιμένεις να αυτοπεριορίζεσαι σε ένα ακροατήριο που δεν υπερβαίνει το 4%, αποτελεί ηττοπάθεια. Τη στιγμή που 30% του εκλογικού σώματος δείχνει ότι ξεπερνά τις αναστολές του απέναντι στην αριστερά, οι αριστεροί δίνουν την εντύπωση ότι αισθάνονται αμηχανία και ενόχληση απ’ αυτό, σαν να προτιμούν να μείνουν λίγοι και καλοί.

Και φυσικά δεν μπορεί κανείς να αναμένει κάποιο άξιο λόγου πολιτικό αποτέλεσμα από μια τέτοια πρωτοβουλία. Διότι το να βγει μία έκκληση υπογεγραμμένη μόνο από τον «κόσμο της Αριστεράς και των κινημάτων», ποια χρησιμότητα μπορεί να έχει; Τη χρησιμότητα μίας ταυτολογίας· δηλαδή καμία απολύτως. Το ότι όσοι ήδη αυτοκατανοούνται ως αριστεροί είναι κατά της λιτότητας, δεν είναι είδηση για κανέναν· το ξέραμε ήδη. Και πράγματι, έτσι έγινε: η δημοσίευση του κειμένου πέρασε τελείως απαρατήρητη, δεν επηρέασε καμία εξέλιξη.

Μια ανάλογη εμμονή και ένας ανάλογος προβληματισμός για το πού πρέπει να τεθούν τα όρια, για το τι είναι αριστερά και τι μη αριστερά, παρατηρείται σε ένα άρθρο του Δημήτρη Μπελαντή στο Rednotebook με τίτλο Για την επόμενη ημέρα… (ενν. από τις τελευταίες εκλογές). Και εδώ, το κείμενο δεν αρχίζει από κάποια αναφορά στην εκλογική και γενικότερη συμπεριφορά του κόσμου, ή τέλος πάντων σε κάποια οποιαδήποτε πολιτική εξέλιξη, στις πιθανές αιτίες, διασυνδέσεις ή συνέπειές της, αλλά με μία διατριβή περί αριστεροσύνης:

Κατά πρώτον, κλείνει η μακρά «περίοδος ΣΥΡΙΖΑ» [υπογραμμίζω εγώ] υπό την έννοια ενός ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος και εγχειρήματος, έστω ρεφορμιστικού, με έντονες κινηματικές καταβολές τουλάχιστον ως το 2012, το οποίο φιλοδόξησε να εκπροσωπήσει τις λαϊκές τάξεις (…). Ο νέος ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα θεμελιακά άλλο κόμμα, αν θεωρηθεί όντως πολιτικό κόμμα και όχι απλώς ένα δίκτυο εξουσίας και συμφερόντων γύρω από τον Ηγέτη και την κλειστή ομάδα του. Μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ακόμη και ως Αριστερά, αν δεχθούμε ότι η σοσιαλδημοκρατία και η ευρωαριστερά ως σύνολα αντιστοιχούν πλέον στο κοινωνικό φαντασιακό ως Αριστερά …
κ.λπ. κ.λπ.

Με κάθε σοβαρότητα, λοιπόν, υποστηρίζεται εδώ ότι ένα κόμμα, το οποίο κέρδισε δύο εκλογικές αναμετρήσεις (συν ενδιαμέσως ένα δημοψήφισμα) υπό πρωτόγνωρες συνθήκες πίεσης, έχει … κλείσει τον κύκλο του! Και μάλιστα, ότι αυτό το συμπέρασμα συνάγεται από το «αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών του Σεπτέμβρη» –όχι π.χ. από κάποια ενέργεια ή ανακοίνωση του κόμματος αυτού ή κάποιου στελέχους του. Με άλλα λόγια, τώρα που το κόμμα αυτό πήρε 36%, έπαψε να «εκπροσωπεί τις λαϊκές τάξεις», ενώ μέχρι το 2012, όταν έπαιρνε 4%, προφανώς τις εκπροσωπούσε.

Μήπως ο αρθρογράφος ζει σε άλλο πλανήτη;

Όχι! Απλώς φαντάζεται ως άλλο πλανήτη τον μικρόκοσμο στον οποίο ζει. Και δείχνει την ίδια αδιαφορία για όλη αυτή την κίνηση και την έξοδο των μαζών από τις προηγούμενες ταυτότητες, και την ίδια δυσφορία, αγοραφοβία, άγχος από την κατάρρευση των ορίων.
Αν λοιπόν υποστηρίζει μια θέση τόσο προκλητικά τυφλή απέναντι στα στοιχειώδη δεδομένα της εμπειρίας, αυτό συμβαίνει διότι γι’ αυτόν, ακριβώς, κριτήριο δεν αποτελεί η πολιτική πραγματικότητα, αλλά κάποιο αφηρημένο υπερεγωτικό πρότυπο που έχει στο μυαλό του. Όταν λέει ότι «έκλεισε η περίοδος» του ΣΥΡΙΖΑ, δεν εννοεί ότι το κόμμα αυτό ηττήθηκε, απέτυχε, εξαφανίστηκε, ούτε καν ότι η πολιτική του έχει αρνητικά αποτελέσματα· το άρθρο καθόλου δεν εξετάζει τα αποτελέσματα αυτά. Το μόνο που κάνει είναι να μετράει με το αριστερόμετρο.
Χώρια που ούτε και αυτή τη μέτρηση καταλήγει σε κάποιο θετικό συμπέρασμα: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αριστερό κόμμα με την Χ έννοια, μπορεί όμως και να είναι με την Ψ –εκείνη «του κοινωνικού φαντασιακού».

Σε αυτά τα «είπα-ξείπα», ο αρθρογράφος δεν μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει, ή να αναρωτηθεί και ο ίδιος: γιατί –και για ποιον- είναι κρίσιμο αυτό το ερώτημα;

Αν το έκανε, ίσως να διαπίστωνε ότι αυτό που ανήκει στο φαντασιακό δεν είναι η Α ή η Β απάντηση, αλλά το ίδιο το ερώτημα. Δεν έχει να κερδίσει απολύτως τίποτε όποιος δώσει την «ορθή» απάντηση σε αυτό.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, τα τελευταία χρόνια σχεδόν ένας στους τρεις ψηφοφόρους επέλεξε κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι ψήφιζε μέχρι τώρα. Μερικοί μάλιστα άλλαξαν πάνω από μία φορά.
Φυσικά, οι μαζικότερες μετακινήσεις είχαν ως προορισμό τον ΣΥΡΙΖΑ.

Οι άνθρωποι όμως αυτοί δεν στράφηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ επειδή έφτασε μια στιγμή που πείστηκαν ότι είναι αριστερός. Αυτό το ήξεραν και πριν, αλλά δεν τον ψήφιζαν.
Άλλοι ήταν οι λόγοι.

Και αφού δεν τον προτίμησαν λόγω της υποτιθέμενης πίστης του σε κάποιες αφηρημένες αρχές, δεν θα τον εγκαταλείψουν εάν αποδειχθεί ότι τελικά δεν είναι πιστός στις αρχές αυτές. Αυτό εξάλλου έχει ήδη αποδειχθεί: αν υπάρχει κάποιο συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε με βεβαιότητα από το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών, είναι αυτό.

Από τη διάσπαση του 68, ίσως και ακόμα παλιότερα, η ενασχόληση με το ερώτημα ποιος είναι πραγματικός αριστερός αποτέλεσε βασικό στοιχείο των αγορεύσεων και των διαμαχών μεταξύ των διάφορων εκδοχών της κομμουνιστικής παράδοσης.

Όλο αυτό το διάστημα, όμως, όλες ανεξαιρέτως οι εκδοχές, ορθόδοξες, ανανεωτικές, τροτσκιστικές, μαοϊκές κ.λπ. συμφωνούσαν σε ένα πράγμα: ότι ο «κόσμος της εργασίας», και η αριστερά ως πρωτοπορία αυτού, συνιστούν το καθολικό, το μέσο για να φτάσουμε στην οικουμενική απελευθέρωση της κοινωνίας, ενώ κάθε άλλη επίδοξη πρακτική αμφισβήτησης ή μετασχηματισμού είναι καταδικασμένη στη μερικότητα, την αποσπασματικότητα· ήταν «πολιτική ταυτοτήτων». Αυτή την επίκριση-απόρριψη είχαμε ακούσει αρκετοί π.χ. στο γύρισμα του αιώνα, την εποχή των Κοινωνικών Φόρουμ, από διαφόρους που τότε ανήκαν στις αντίστοιχες οργανώσεις των προαναφερθεισών εκδοχών, ενώ και σήμερα πολλοί απ’ αυτούς στελεχώνουν τόσο τον τωρινό ΣΥΡΙΖΑ όσο και τους τωρινούς εξ αριστερών αντιπάλους του. Αλλά και από κάποιους του τότε ή/ και του νυν αντιεξουσιαστικού χώρου.

Έτσι πως τα έφερε η ιστορία, είναι νομίζω πιο εύκολο να δούμε τώρα ότι, αν υπάρχει μία πολιτική άξια αυτού του χαρακτηρισμού, αυτή φυσικά είναι πρώτα απ’ όλα η ίδια η πολιτική των (αυτόκλητων) πρωτοποριών.

Αν κοιτάξουμε το λόγο της παλαιομοντερνιστικής αριστεράς, ελληνικής και διεθνούς, θα διαπιστώσουμε ότι αυτός γίνεται όλο και περισσότερο αυτοαναφορικός· όλο και περισσότερο έχει ως αντικείμενο όχι το εκάστοτε πολιτικό διακύβευμα που υποτίθεται ότι πραγματεύεται, όχι την κοινωνία στο σύνολό της, αλλά την αριστερά την ίδια –ή την αριστεροσύνη. Όταν ένας αριστερός καταπιάνεται να μιλήσει ή να γράψει για ένα συμβάν, μία πολιτική εξέλιξη, δεν τον απασχολεί πρωτίστως να αναδείξει ποιες μπορεί να είναι οι αιτίες, οι διασυνδέσεις, τα αποτελέσματά της, αλλά ποια μπορεί να θεωρηθεί ως μια «γνήσια», «πραγματική» αριστερή στάση απέναντι σε αυτήν· τα δε υπόλοιπα εξετάζονται μόνο ευκαιριακά και μέσα από το πρίσμα αυτού του πρωταρχικού ερωτήματος.

Για την ακρίβεια, για έναν τέτοιο τύπο λόγου, ο χαρακτηρισμός «πολιτική ταυτοτήτων» ίσως ευσταθεί μόνο ως προς τον δεύτερο όρο –τον επιθετικό προσδιορισμό κατά γενική της ιδιότητας- και όχι ως προς το προσδιοριζόμενο. Διότι όταν κανείς έχει ως βασικό μέλημα το gatekeeping, την αστυνόμευση των ορίων, δεν κάνει πολιτική. Πολιτική σημαίνει να προσπαθείς να μετασχηματίσεις. Την πραγματικότητα, τους άλλους ανθρώπους, ενδεχομένως και τον εαυτό σου. Όποιος όμως λειτουργεί ως θεματοφύλακας παραδεδομένων αξιών προσπαθεί απλώς να παραμείνει ίδιος με τον εαυτό του, ανέπαφος. Έτσι, δεν επηρεάζεται μεν, αλλά ούτε και επηρεάζει κανέναν.

3 σχόλια :

  1. Αν ακολουθήσουμε τον Μπένεντικτ Άντερσον (το έθνος ως "φαντασιακή κοινότητα") ο παραλληλισμός στέκει σε κάποιο βαθμό.
    Από την άλλη πλευρά, υπάρχει το πιο γενικό: Οι εθνικές, πολιτικές κλπ "ταυτότητες" (μη θρησκευτικού και μή τοπικού-συμβιωτικού τύπου) είναι φαινόμενα που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στη νεωτερική εποχή, παράλληλα με τις αστικές κοινωνίες. Σε συντομία, άν τηρήσουμε την ορολογία του Χάμπερμας ανήκουν στον κόσμο του "συστήματος" (μαζί με την αγορά και με το πολιτικό κράτος των καπιταλιστικών κοινωνιών), όχι στον "βιόκοσμο".
    Έτσι, η περιβόητη "αριστερή" αυτοαναφορικότητα είναι και αυτή μια ακόμη μορφή αλλοτρίωσης - δηλαδή αυτο-αποξένωσης από την πραγματική ζωή ατόμων και κοινωνικών ομάδων.
    Κάθε αλλοτρίωση είναι εγκλεισμός σε μια ψευδαισθητική "δεύτερη ζωή": Ο επιχειρηματίας εγκλείεται στο μαγαζί του, η πολιτική ελίτ στο δικό της μαγαζί (στο κράτος), ο αλλοτριωμενος εργαζόμενος στο μαγγανοπήγαδο που του ανέθεσαν, ο δε αριστερός (αυτού του τύπου) στην αριστεροσύνη του. Φαντασιακή, πολύ φαντασιακή. Όσο και το έθνος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Είδε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του...

    Αυτό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αρχίσαμε τώρα να κόβουμε και σχόλια; Για πείτε μας και το γιατί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή


ΑΛΛΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ