ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΓΕΝΙΚΑ ΕΠΙΤΕΛΕΙΑ!
Αγωνιζόμαστε για την "ΣΥσπείρωση της ΡΙΖοσπαστικής Αριστεράς" στην κατεύθυνση της κοινής δράσης στους μαζικούς χώρους και τα κοινωνικά κινήματα, και παράλληλα για την πολιτική της συγκρότηση σε ένα ενιαίο αμεσοδημοκρατικό πολιτικό φορέα

Σάββατο 15 Αυγούστου 2015

Το τέλος του ιστορικού ΣΥΡΙΖΑ: πέντε καταρρεύσεις μέσα σε μια νύχτα



Αναδημοσίευση από το "RProject"
Του Δημήτρη Μπελαντή

Η ψηφοφορία στη Βουλή για το Τρίτο Μνημόνιο αποτελεί μεγάλη ιστορική καμπή για την ελληνική και τη διεθνή Αριστερά. Η 14η Αυγούστου 2015 είναι μια ημερομηνία συναφής με ό,τι υπήρξε η 4η Αυγούστου 1914 για το τέλος της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας (η ψήφιση των πολεμικών δαπανών στο Ράιχσταγκ) - το τέλος της ιστορικής της περιόδου.

Πρό­κει­ται για ένα «τέλος επο­χής». Με πολ­λα­πλή έν­νοια, μά­λι­στα, καθώς δια­κρί­νου­με πε­ρί­που πέντε τέλη και κα­ταρ­ρεύ­σεις στο πα­κέ­το της μιας.

1. Ένα τέλος επο­χής, αρ­χι­κά, για τον ιστο­ρι­κό ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, αφού, έντε­κα χρό­νια πε­ρί­που μετά τη ση­μα­ντι­κή σύ­στα­σή του, κάθε διά­στα­ση μα­ζι­κού και κοι­νω­νι­κού ρι­ζο­σπα­στι­σμού που τον δια­κα­τεί­χε, ιδίως μέχρι τις εκλο­γές του 2012, κάθε έκ­φρα­ση κοι­νω­νι­κής και λαϊ­κής ανά­τα­σης και αντί­στα­σης στο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό και τα μνη­μό­νια, κάθε έκ­φρα­ση υγιούς κι­νη­μα­τι­σμού, από το Ευ­ρω­παϊ­κό Φό­ρουμ του 2006 ως τις ερ­γα­τι­κές απερ­γί­ες και δια­δη­λώ­σεις του 2010 και από τις πλα­τεί­ες ως την κι­νη­το­ποί­η­ση για το δη­μο­ψή­φι­σμα της 5ης Ιούλη -με πρω­το­πό­ρο εδώ το ρόλο της νε­ο­λαί­ας- έχει πια απο­συν­δε­θεί και απο­συμ­βο­λι­σθεί πλή­ρως από αυτόν τον πο­λι­τι­κό φορέα. Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ είναι πια ό,τι απο­μέ­νει από την αφαί­ρε­ση και απο­μά­κρυν­ση των κοι­νω­νι­κών κι­νη­μα­τι­κών εγκλή­σε­ων και ορ­γα­νω­μέ­νων ρι­ζο­σπα­στι­κών προ­σπα­θειών, είναι το άθροι­σμα των συ­στη­μι­κών του με­ταλ­λα­γών μετά το 2012. Δη­λα­δή, ένα σκέ­λε­θρο φι­λε­λεύ­θε­ρης και ευ­ρω­παϊ­στι­κής ιδε­ο­λη­ψί­ας, ως συ­νέ­χειας των κα­τα­στρο­φι­κών τε­λι­κά ιδε­ο­λη­ψιών για την Ευ­ρώ­πη της πάλαι ποτέ ανα­νε­ω­τι­κής Αρι­στε­ράς, ένα όχημα με το DNA της πα­λιάς φι­λο­ση­μι­τι­κής δε­ξιάς εκ­δο­χής του Συ­να­σπι­σμού, μια επί τα χείρω συ­νέ­χεια της ΕΑΡ και του Συ­να­σπι­σμού της επο­χής της Μα­ρί­ας Δα­μα­νά­κη, ένα νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο ερ­γα­λείο. Όπως είχα γρά­ψει το 1997 στο πε­ριο­δι­κό «Θέ­σεις» (τ. 59/1997) ήταν τα κοι­νω­νι­κά δυ­να­μι­κά, οι ιδέες και οι δια­νο­ού­με­νοι αυτού ιδίως του χώρου (της «δε­ξιάς» της ανα­νε­ω­τι­κής Αρι­στε­ράς, του ΚΚΕ εσω­τε­ρι­κού, της πρώην ΕΑΡ) οι στυ­λο­βά­τες του ση­μι­τι­σμού, πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο από τα με­ταλ­λα­γέ­ντα στε­λέ­χη του πρώην ρι­ζο­σπα­στι­κού σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κού ΠΑΣΟΚ. Ο ση­μι­τι­σμός, αφού ητ­τή­θη­κε στο Συ­να­σπι­σμό κάπου ανά­με­σα στο 2000 και το 2004, ξα­να­γυρ­νά­ει και ηγε­μο­νεύ­ει στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ μετά το 2012 με απο­τέ­λε­σμα τα ση­με­ρι­νά χάλια, το Μνη­μό­νιο της Αρι­στε­ράς.

2. Όμως, έχου­με και ένα δεύ­τε­ρο «τέλος επο­χής», αυτό του αρι­στε­ρού κυ­βερ­νη­τι­σμού, της πάση θυσία συμ­με­το­χής σε μια κυ­βέρ­νη­ση με άλλα, αστι­κά στη φύση, κόμ­μα­τα ή της ορ­γά­νω­σης από την αυ­το­δύ­να­μη Αρι­στε­ρά μιας αστι­κής δια­χει­ρι­στι­κής πο­λι­τι­κής. Αυτός ήταν ο ορί­ζο­ντας του ΚΚΕ και του ΚΚΕ Εσω­τε­ρι­κού, όταν ζή­τα­γαν την πραγ­μα­τι­κή ή την ου­σια­στι­κή αλ­λα­γή στα 70s και τα 80s, του Με­γά­λου Συ­να­σπι­σμού το 1989, όταν συν­σχη­μά­τι­σε ωμά την κυ­βέρ­νη­ση Τζα­νε­τά­κη με τη Δεξιά, του Συ­να­σπι­σμού μετά το 1991, όταν απευ­θυ­νό­ταν με διά­φο­ρους αλ­λη­λέγ­γυους τρό­πους στο ήδη νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο/εκ­συγ­χρο­νι­στι­κό ΠΑΣΟΚ (αφού δεν κα­τά­φε­ρε να το δια­λύ­σει το 1989) και ιδίως στη «δεξιά» του τάση και ψή­φι­ζε το Μά­α­στρι­χτ, ο ορί­ζο­ντας με κά­ποιες όψεις όλης της με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κής Αρι­στε­ράς ως τις αρχές του 2000 (το ΚΚΕ μετά το 1991 είναι άλλης τάξης φαι­νό­με­νο και δεν κα­τα­λέ­γε­ται στον κυ­βερ­νη­τι­σμό). Ο ορί­ζο­ντας του κομ­μου­νι­σμού του Φλω­ρά­κη και του Κύρ­κου ήταν δυ­στυ­χώς ο κυ­βερ­νη­τι­σμός.

Αλλά και ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ιδίως μετά το 2012, παίρ­νει το κα­ταρ­χήν ορθό σύν­θη­μα της «κυ­βέρ­νη­σης της Αρι­στε­ράς» ως αφε­τη­ρία και ως θε­τι­κή δυ­να­τό­τη­τα και το με­τα­τρέ­πει σε πλήρη «ανά­θε­ση», σε κοι­νω­νι­κή πα­ρά­λυ­ση, στο «η αρι­στε­ρή κυ­βέρ­νη­ση θα λύσει όλα τα προ­βλή­μα­τα-μην κου­ρά­ζε­στε με τους αγώ­νες». Σε σειρά άρ­θρων μου από το ’13 ως το ’15, είχα υπο­στη­ρί­ξει ότι αυτός είναι ο βα­σι­λι­κός δρό­μος όχι προς μια ρη­κτι­κή εφαρ­μο­γή του δη­μο­κρα­τι­κού αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κού δρό­μου αλλά προς τον πιο κού­φιο ει­ρη­νι­κό-κοι­νο­βου­λευ­τι­κό δρόμο, προς τον πιο κού­φιο με­ταρ­ρυθ­μι­σμό, που στην εποχή μας δεν γεννά φι­λερ­γα­τι­κά κοι­νω­νι­κά συμ­βό­λαια αλλά νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες σκλη­ρές προ­σαρ­μο­γές.

Ο δρό­μος του κυ­βερ­νη­τι­σμού οδή­γη­σε, όπως (προδι)έγρα­φα πριν από έναν χρόνο στο βι­βλίο μου «Αρι­στε­ρά και εξου­σία» είτε σε φάρ­σες του σο­σια­λι­σμού (όπως τα σο­σια­λι­στι­κά κόμ­μα­τα του Νότου στη δε­κα­ε­τία του 1980) είτε σε με­γά­λες τρα­γω­δί­ες και μά­λι­στα αι­μα­τη­ρές, όπως ο Δε­κέμ­βρης, όπως ο Αλιέ­ντε. Η ση­με­ρι­νή κα­τά­λη­ξη στην Ελ­λά­δα ανή­κει στις τρα­γω­δί­ες και μά­λι­στα τις αι­μα­τη­ρές και αυτό θα φανεί στην πο­ρεία, αν και το αίμα από τις φλέ­βες της ερ­γα­τι­κής τάξης και της χώρας έχει ήδη αρ­χί­σει να κυ­λά­ει. Ο κυ­βερ­νη­τι­σμός δεν είναι κα­θό­λου η απο­δο­χή μιας με­τα­βα­τι­κής κυ­βέρ­νη­σης της Αρι­στε­ράς που θα ει­σά­γει σε ρήξη με την αστι­κή τάξη και τον ιμπε­ρια­λι­σμό φι­λερ­γα­τι­κά και φι­λο­κοι­νω­νι­κά μέτρα (όπως ήθελε το 4ο Συ­νέ­δριο της Κο­μι­ντέρν, όπως ήθελε ο Τρό­τσκυ στο «Με­τα­βα­τι­κό πρό­γραμ­μα» του 1938, όπως ήθελε κά­ποια στιγ­μή το ΕΑΜ ή ο Αλιέ­ντε κ.ά.) και θα ανοί­ξει το δρόμο στην σο­σια­λι­στι­κή ανα­τρο­πή, είναι η πλή­ρης απο­δο­χή από την κυ­βερ­νη­τι­κή ή εν δυ­νά­μει κυ­βερ­νη­τι­κή Αρι­στε­ρά των βα­σι­κών επι­λο­γών του αστι­σμού και η δια­χεί­ρι­σή τους (άλ­λο­τε με τα λε­γό­με­να Κοινά Προ­γράμ­μα­τα της Αρι­στε­ράς, άλ­λο­τε με επι­λο­γές όπως ο Ιστο­ρι­κός Συμ­βι­βα­σμός, άλ­λο­τε με τις ωμές συ­γκυ­βερ­νή­σεις με τη Δεξιά όπως στην Ελ­λά­δα το 1989) είτε κεϊν­σια­νών στα χρό­νια των πα­χιών αγε­λά­δων είτε νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρων στα χρό­νια των ισχνών αγε­λά­δων και της κρί­σης.

Ο κυ­βερ­νη­τι­σμός τού σή­με­ρα πάει πα­κέ­το με τον αρ­χη­γι­κό βο­να­παρ­τι­σμό και με την κα­τα­στρο­φή της συλ­λο­γι­κό­τη­τας και της δη­μο­κρα­τί­ας στην πο­λι­τι­κή της Αρι­στε­ράς. Όλη αυτή η «κυ­βερ­νη­τι­στι­κή» πα­ρά­δο­ση, πέρα από το ότι απο­πνέ­ει έναν βαθύ κρα­τι­σμό της Αρι­στε­ράς, είναι ανοι­χτή και στα πιο βρώ­μι­κα και δυ­σώ­δη σχέ­δια της αστι­κής τάξης και του μο­νο­πω­λια­κού κε­φα­λαί­ου. Ίσως δεν είναι η κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή για να ει­πω­θεί αυτό, αφού βρι­σκό­μα­στε σε μια φάση όπου κα­θί­στα­ται ανα­γκαία μια ορι­σμέ­νη με­τα­συ­ρι­ζι­κή με­τω­πι­κή συ­γκρό­τη­ση της ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς στην Ελ­λά­δα, όμως, ας μην γε­λιό­μα­στε: ήταν η πε­ρί­φη­μη λαϊ­κο­με­τω­πι­κή στρο­φή της Αρι­στε­ράς διε­θνώς μετά το 1935, η οποία αντι­κα­τέ­στη­σε την σε­χτα­ρι­στι­κή τρα­γω­δία με την «πλα­τιά συμ­μα­χι­κή τρα­γω­δία» και την επέ­λα­ση του ρε­βι­ζιο­νι­σμού εντός του μαρ­ξι­σμού. Ήταν αυτή η στρο­φή που συμ­φι­λί­ω­σε τους κομ­μου­νι­στές με τη δια­κυ­βέρ­νη­ση και τον αστι­κό κρα­τι­κό μη­χα­νι­σμό, που τους συμ­φι­λί­ω­σε με τις «προ­τε­ραιό­τη­τες» της ρε­βι­ζιο­νι­στι­κής σο­βιε­τι­κής εξω­τε­ρι­κής πο­λι­τι­κής, που τους συμ­φι­λί­ω­σε όχι μόνο με την «πα­τρί­δα» -εδώ υπάρ­χει και ένας θε­τι­κός κόκ­κος κατά τη γνώμη μου- αλλά και με την «εθνι­κή ενό­τη­τα και ομο­ψυ­χία», τα στά­δια, την σωστή κα­πι­τα­λι­στι­κή ανά­πτυ­ξη, την υπε­ρο­χή των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων και τόσα άλλα, που έχουν κρι­τι­κα­ρι­στεί ορθώς τόσο από το νε­ο­τρο­τσκι­στι­κό όσο και από το αλ­του­σε­ρια­νό ή ευ­ρω­μα­οϊ­κό ρεύμα πιο πρό­σφα­τα. Ήταν το Λαϊκό Μέ­τω­πο ο προ­άγ­γε­λος της χα­μέ­νης επα­νά­στα­σης στην Δύση στα 1945-1948, του Λι­βά­νου, της Βάρ­κι­ζας του ευ­ρω­κομ­μου­νι­σμού και του Ιστο­ρι­κού Συμ­βι­βα­σμού. Σή­με­ρα, εβδο­μή­ντα χρό­νια μετά το 1945, και υφι­στά­με­νοι την τρίτη στρα­τη­γι­κή ήττα της Αρι­στε­ράς στην Ελ­λά­δα, μπο­ρού­με να το πούμε αυτό με σα­φή­νεια. Όχι για να κα­τα­στρέ­ψου­με και τα όποια θε­τι­κά είχε το Λ.Μ., αλλά για να κα­ταρ­γή­σου­με με σα­φή­νεια την στα­διο­λο­γία και τον οι­κο­νο­μι­σμό του, τον κυ­βερ­νη­τι­σμό και το με­ταρ­ρυθ­μι­σμό του, κο­ντο­λο­γίς το στρα­τη­γι­κό του ορί­ζο­ντα. Η λο­γι­κή του «με­τα­μνη­μο­νια­κού ξέ­φω­του», την οποία πιο ξε­κά­θα­ρα είχε δια­τυ­πώ­σει τότε (2012) ως μέρος της τότε ηγε­τι­κής πλειο­ψη­φί­ας η ΚΟΕ, ήταν μια λο­γι­κή στε­γα­νών στα­δί­ων, μια λο­γι­κή χρή­σης του αστι­κού κρα­τι­κού μη­χα­νι­σμού σε «αντι­νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη» κα­τεύ­θυν­ση, μια λο­γι­κή με­τά­θε­σης του σο­σια­λι­σμού στο απο­λύ­τως μα­κρι­νό μέλ­λον, με τον ίδιο τρόπο που η γερ­μα­νι­κή σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία έλεγε ως το 1959 ότι πί­στευε στον Μαρξ και στην κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση των μέσων πα­ρα­γω­γής, έχο­ντας δο­λο­φο­νή­σει σα­ρά­ντα χρό­νια πριν τους ηγέ­τες του γερ­μα­νι­κού κομ­μου­νι­σμού. Τα στά­δια και ο κυ­βερ­νη­τι­σμός, η απο­δο­χή των ορίων του αστι­κού κρά­τους και των κα­πι­τα­λι­στι­κών πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων, ήταν πά­ντο­τε και υπήρ­ξαν και στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ η βάση για όλες τις με­τέ­πει­τα στρα­τη­γι­κές υπο­χω­ρή­σεις και με­ταλ­λά­ξεις.

Βε­βαί­ως, αυτό δεν ση­μαί­νει το ότι η ση­με­ρι­νή τρα­γω­δία αφή­νει αλώ­βη­τους όσους ανα­φέ­ρο­νται στην «αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή Αρι­στε­ρά», η οποία έχει συχνά ακο­λου­θή­σει δύο συμ­με­τρι­κά λα­θε­μέ­νους δρό­μους, είτε τον ει­σο­δι­σμό είτε το σε­χτα­ρι­στι­κό υπε­ρα­ρι­στε­ρι­σμό και μά­λι­στα πια και με έναν με­τα­νε­ω­τε­ρι­κό ταυ­το­τι­κό τρόπο. Όμως, η οπτι­κή της αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής Αρι­στε­ράς, με όλα τα κου­σού­ρια της, έχει σή­με­ρα κα­λύ­τε­ρες δυ­να­τό­τη­τες για μια στρα­τη­γι­κή ανα­σύ­ντα­ξη και ιδίως πρέ­πει να έχει στη ση­μαία της την ύπαρ­ξη ενός σο­σια­λι­στι­κού-αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κού πόλου στον πυ­ρή­να οποιου­δή­πο­τε με­τα­συ­ρι­ζι­κού με­τω­πι­κού σχή­μα­τος συ­γκρο­τη­θεί και κρα­τή­σει στι­βα­ρά την αντι­νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη/αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κή ση­μαία.

3. Όμως, ο απο­λο­γι­σμός του ιστο­ρι­κού ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ δεν στα­μα­τά­ει εδώ. Υπάρ­χει, πέρα από την πο­ρεία του ιστο­ρι­κού ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και την κρι­τι­κή του κυ­βερ­νη­τι­σμού, και μια τρίτη εστία κρι­τι­κής: αυτή του τέ­λους της με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κής με­τα­πο­λι­τευ­τι­κής κομ­μου­νι­στι­κής ή κομ­μου­νι­στο­γε­νούς Αρι­στε­ράς. Σε συ­νά­φεια με την κρι­τι­κή του κυ­βερ­νη­τι­σμού και με την κρι­τι­κή της ανά­δυ­σης του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ως κόμ­μα­τος ανά­θε­σης και δια­χεί­ρι­σης, πρέ­πει να μι­λή­σου­με βα­θύ­τε­ρα για την κα­τάρ­ρευ­ση του με­ταρ­ρυθ­μι­σμού/ρε­φορ­μι­σμού. Μια λο­γι­κή που ξε­κι­νά από τα ΚΚ του ’70 και φτά­νει ως τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ είναι αυτή του «μισού προ­γράμ­μα­τος», του μί­νι­μουμ προ­γράμ­μα­τος, των ανα­γκαί­ων βη­μά­των που δεν πρέ­πει σε τί­πο­τε να δεί­χνουν πως πάμε προς το σο­σια­λι­σμό κ.λπ. κ.λπ. Όλη αυτή η φι­λο­λο­γία καμία σχέση δεν έχει με ένα με­τα­βα­τι­κό σο­σια­λι­στι­κό πρό­γραμ­μα, που είναι απλώς το βα­σι­κό βήμα για να πε­ρά­σου­με στον πό­λε­μο κι­νή­σε­ων και στην επα­να­στα­τι­κή κα­τά­στα­ση και κρίση, στην αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή ανα­τρο­πή, όπως αυτή πε­ρι­γρά­φε­ται και από τη θε­ω­ρία του Γκράμ­σι αλλά και από τον Λένιν γλα­φυ­ρά στη «Χρε­ο­κο­πία της Β’ Διε­θνούς», στον 26ο τόμο των Απά­ντων του. Όλη αυτή η φι­λο­λο­γία για το «άμεσο πρό­γραμ­μα» (όπως ήταν στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ η πε­ρί­φη­μη ΔΕΘ) που μπο­ρεί να προ­χω­ρή­σει χωρίς ου­σια­στι­κές ρή­ξεις με το κε­φά­λαιο και τις κο­ρυ­φές του κρα­τι­κού μη­χα­νι­σμού, ακόμη και για ένα αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κό στά­διο (που, βε­βαί­ως, ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ δεν είχε καν κάτι τέ­τοιο) που δεν θα βλά­ψει κα­θό­λου τις σχέ­σεις πα­ρα­γω­γής, για μια αντι­μνη­μο­νια­κή και αντι­νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη συμ­φω­νία που μπο­ρεί να πε­ρι­λά­βει και «πα­ρα­γω­γι­κές πτέ­ρυ­γες» του ντό­πιου κε­φα­λαί­ου, για τον πλήρη στα­δια­κό δια­χω­ρι­σμό του «πα­τριω­τι­κού» και του «αντιο­λι­γαρ­χι­κού» (ή σή­με­ρα του «αντι­νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρου») από το αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κό ούτε βρήκε ποτέ έδα­φος εφαρ­μο­γής ούτε πρό­κει­ται να βρει και ποτέ, για μια ανά­γκη αγκα­λιά­σμα­τος του προ­ο­δευ­τι­κού προ­γράμ­μα­τος από με­ρί­δες του ντό­πιου κε­φα­λαί­ου και του ιμπε­ρια­λι­σμού ή κά­ποιων το­μέ­ων του (ο Τσί­πρας, όταν ανα­ζή­τη­σε ερεί­σμα­τα στον Σόι­μπλε, τη Μέρ­κελ και τον Ομπά­μα, δεν ήταν κά­ποιος προ­δό­της, αλλά κά­ποιος που πί­στε­ψε σε αυτήν την απα­τη­λή γραμ­μή).

Βρι­σκό­μα­στε σε μια εποχή όπου κάθε προ­σω­ρι­νό ή με­τα­βα­τι­κό πρό­γραμ­μα, μέσα στη βαθιά δο­μι­κή κρίση του κα­πι­τα­λι­σμού και πι­θα­νόν πριν από έναν ακόμη ιμπε­ρια­λι­στι­κό πό­λε­μο, τα σύν­νε­φα του οποί­ου και πυ­κνώ­νουν, οφεί­λει να έχει στρα­τη­γι­κό ορί­ζο­ντα και μά­λι­στα για το με­σο­πρό­θε­σμο μέλ­λον την ερ­γα­τι­κή εξου­σία και το σο­σια­λι­σμό ως με­τά­βα­ση στον κομ­μου­νι­σμό. Το «πα­τριω­τι­κό-αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κό» και το «φι­λερ­γα­τι­κό», η έξο­δος από την Ευ­ρω­ζώ­νη, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ είναι άμε­σοι στό­χοι που όχι μόνο δεν απο­συν­δέ­ο­νται αλλά και απο­τε­λούν ει­δι­κές εκ­δη­λώ­σεις ενός κομ­μου­νι­στι­κού προ­γράμ­μα­τος, εσω­τε­ρι­κού αλλά και διε­θνούς, όπως η γη και το ψωμί δεν ήταν «στά­διο» αλλά το υλικό της σο­σια­λι­στι­κής επα­νά­στα­σης στη Ρωσία. Το με­τα­βα­τι­κό πρό­γραμ­μα οφεί­λει να δη­λώ­νει κα­θα­ρά (και οι όποιοι ευ­ρύ­τε­ροι σύμ­μα­χοι να το απο­δε­χθούν, έστω και ως «ανα­γκαίο» και απο­φεύ­ξι­μο κακό) ότι είναι τμήμα ανα­πό­σπα­στο ενός σο­σια­λι­στι­κού/κομ­μου­νι­στι­κού προ­γράμ­μα­τος. Ο 21ος αιώ­νας, αν υπάρ­ξει ένας ανα­τρε­πτι­κός αιώ­νας με όρους εν­δε­χο­με­νι­κό­τη­τας, δεν θα είναι αιώ­νας «λαϊ­κών με­τώ­πων» πλα­τιάς και ου­σια­στι­κά ανύ­παρ­κτης τα­ξι­κής ανα­φο­ράς αλλά αιώ­νας ενός σύγ­χρο­νου τα­ξι­κού κομ­μου­νι­στι­κού προ­γράμ­μα­τος, βα­σι­σμέ­νου στην κοι­νο­χρη­σία, στην κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση, στην αλ­λη­λεγ­γύη, στο συ­νε­ται­ρι­σμό, στην πολ­λα­πλό­τη­τα των δη­μο­σί­ων μορ­φών συ­νερ­γα­σί­ας και ιδιο­κτη­σί­ας και στο μα­ρα­σμό της κρα­τι­κής εξου­σί­ας. Αν δεν είναι αυτά, θα είναι ο αιώ­νας της βαρ­βα­ρό­τη­τας. Ακόμη και ζη­τή­μα­τα πε­ριε­χο­μέ­νου εντός του με­τα­βα­τι­κού προ­γράμ­μα­τος, όπως η κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς, οφεί­λουν να επα­νε­ξε­τα­σθούν με πολύ κρι­τι­κό μάτι μετά την κα­τάρ­ρευ­ση του ιστο­ρι­κού ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Χωρίς σα­φείς όρους και προ­ϋ­πο­θέ­σεις, εξαι­ρε­τι­κά δύ­σκο­λους εντός του ιμπε­ρια­λι­στι­κού πλέγ­μα­τος, είναι εξαι­ρε­τι­κά δύ­σκο­λο να υπάρ­ξει μια πραγ­μα­τι­κή «κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς». Άρα, ο στό­χος από εδώ και μπρος οφεί­λει να είναι κυ­ρί­ως και βα­σι­κά η ρι­ζο­σπα­στι­κή Αρι­στε­ρά της κοι­νω­νι­κής και αντι­νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης/αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κής αντι­πο­λί­τευ­σης. H δύ­να­μη πο­λι­τι­κής ανα­τρο­πής με όρους κα­ταρ­χήν αντι­η­γε­μο­νί­ας και αντι­πο­λί­τευ­σης και χωρίς άμεσο κυ­βερ­νη­τι­κό ορί­ζο­ντα. Όποιος δεν το κα­τα­λα­βαί­νει αυτό, κιν­δυ­νεύ­ει να αντι­γρά­ψει τα «με­τω­πι­κά» λάθη του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ χωρίς να ανα­λά­βει και την πλειο­ψη­φι­κή του δυ­να­μι­κή.

4. Υπάρ­χει και μια τέ­ταρ­τη και πιο μα­κρο­χρό­νια όψη της κα­τάρ­ρευ­σης. Η έν­νοια της «Αρι­στε­ράς» γε­νι­κώς έχει πια μια απα­ξιω­μέ­νη και υπο­βαθ­μι­σμέ­νη συμ­βο­λι­κά διά­στα­ση, ιδίως στην Ελ­λά­δα. Πρό­κει­ται για μια πα­ρά­τα­ξη η οποία, πέραν των στρα­τη­γι­κών ηττών που έχει δε­χθεί στην Ελ­λά­δα και διε­θνώς, διέ­πε­ται από μια έντο­νη συμ­βο­λι­κή και νοη­μα­τι­κή αμ­φι­ση­μία, σε αντί­θε­ση με την έν­νοια του κομ­μου­νι­σμού ή του αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος και πο­λι­τι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού (δεν λέω «επα­να­στα­τι­κού», γιατί αυτό προ­ϋ­πο­θέ­τει ένα υπαρ­κτό επα­να­στα­τι­κό ρεύμα, κάτι το οποίο δεν υφί­στα­ται ως τώρα). «Αρι­στε­ρά» είναι και η ηγε­σία του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και όσοι την αντι­πο­λι­τεύ­ο­νται από τα αρι­στε­ρά. «Αρι­στε­ρά» κατά μια έν­νοια είναι και το ΚΚΕ (και ας μην το δέ­χε­ται) και το ΕΕΚ, «Αρι­στε­ρά» είναι και ο Ολάντ, ο Γκά­μπριελ, ο Σουλτς, ο Ομπά­μα και όλο το διε­θνές σο­σιαλ­φι­λε­λεύ­θε­ρο σκυ­λο­λόι. Τι μας δια­χω­ρί­ζει εντός της «Αρι­στε­ράς»; Η κομ­μου­νι­στο­γέ­νεια ή ο αντι­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός ή η κι­νη­μα­τι­κό­τη­τα; Ψιλά γράμ­μα­τα σε μια εποχή με­τα­νε­ω­τε­ρι­κής ανα­δια­μόρ­φω­σης των εν­νοιών. Υπάρ­χει καμία χώρα της Ευ­ρώ­πης -πλην της Ελ­λά­δας- όπου η πλειο­ψη­φία του πλη­θυ­σμού να ανα­γνω­ρί­ζει ως «Αρι­στε­ρά» κυ­ρί­ως τους κομ­μου­νι­στο­γε­νείς και όχι τα σο­σια­λι­στι­κά κόμ­μα­τα; Προ­φα­νώς, καμία. Άρα, μπο­ρού­με με­τα­βα­τι­κά και προ­σω­ρι­νά να χρη­σι­μο­ποιού­με την έν­νοια της ρι­ζο­σπα­στι­κής ή στε­νό­τε­ρα της αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κής/αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής Αρι­στε­ράς για λό­γους συ­νεν­νό­η­σης με την ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία.

Όμως, έχου­με ένα σο­βα­ρό εκ­κρε­μές συμ­βο­λι­κό και πο­λι­τι­κό ζή­τη­μα. Το άλυτο ζή­τη­μα μιας έν­νοιας, η οποία ξε­κί­νη­σε ως η έν­νοια της ρι­ζο­σπα­στι­κής αστι­κής τάξης μετά τη γαλ­λι­κή επα­νά­στα­ση, ήταν για με­γά­λο διά­στη­μα απο­λύ­τως δια­χω­ρι­σμέ­νη από το μαρ­ξι­στι­κό ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα (γι’ αυτό, άλ­λω­στε, και δεν υπάρ­χει στον Μαρξ ως έν­νοια προσ­διο­ρι­στι­κή του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος και ιδίως της σο­σια­λι­στι­κής/κομ­μου­νι­στι­κής του πτέ­ρυ­γας αλλά ως προσ­διο­ρι­σμός κυ­ρί­ως της ρι­ζο­σπα­στι­κής αστι­κής τάξης), συν­δέ­θη­κε με το μαρ­ξι­στι­κό κί­νη­μα μέσα από συ­σπει­ρώ­σεις σο­σια­λι­στών και αστών ρι­ζο­σπα­στών όπως η υπό­θε­ση Ντρέι­φους και ιδίως τα Λαϊκά Μέ­τω­πα, και κα­τέ­λη­ξε να είναι η έν­νοια γέ­νους των κομ­μου­νι­στι­κών και σο­σια­λι­στι­κών ρευ­μά­των αλλά και των αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κών ρευ­μά­των μετά το Μάη όπως και η έν­νοια γέ­νους της συμ­μα­χί­ας των μαρ­ξι­στών με την προ­ο­δευ­τι­κή αστι­κή τάξη στο πλαί­σιο της θε­ω­ρί­ας των στα­δί­ων. Αυτό που χρεια­ζό­μα­στε σή­με­ρα, πέρα από τη σχε­τι­κά (;;;) βατή δια­μόρ­φω­ση ενός Με­τώ­που της αντι­νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης και αντι­μνη­μο­νια­κής Αρι­στε­ράς, είναι μια δια­δι­κα­σία προ­γραμ­μα­τι­κής επα­νί­δρυ­σης του μαρ­ξι­σμού και του κομ­μου­νι­σμού στην Ελ­λά­δα. Χωρίς αυτό, μα­κρο­πρό­θε­σμα, τί­πο­τε δεν μπο­ρεί να γίνει, ούτε να στη­ρι­χθεί. Γι’ αυτό και οφεί­λου­με να το κά­νου­με, εφό­σον ένα τέ­τοιο κα­θή­κον μπο­ρεί να στη­ρι­χθεί στους ώμους μας και δεν είναι ανα­γκα­στι­κά με­τα­θέ­σι­μο στους ώμους των επο­μέ­νων γε­νε­ών.

5. Τέλος, ένα πέμ­πτο ζή­τη­μα για τη σχέση κοι­νω­νι­κού και πο­λι­τι­κού. Εδώ και πέντε χρό­νια τόσο η κυ­ρί­αρ­χη Αρι­στε­ρά (ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ) όσο και η αντι­πο­λί­τευ­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ όσο και με άλ­λους τρό­πους το ΚΚΕ και η Ανταρ­σύα μι­λά­νε για μια «πα­ντο­δυ­να­μία του πο­λι­τι­κού», η οποία θα επι­λύ­σει την ηγε­μο­νι­κή κρίση εκ­προ­σώ­πη­σης και θα είναι φάρ­μα­κο για πάσα νόσο. Μια πα­ντο­δυ­να­μία του πο­λι­τι­κού, η οποία, δυ­στυ­χώς, δεν ταυ­τι­ζό­ταν με την υπε­ρο­χή του «πο­λι­τι­κού» στον Λένιν του «Τι να κά­νου­με» ή στον αρ­χι­κό Που­λαν­τζά αλλά πιο πολύ ταυ­τι­ζό­ταν με το άμεσο «πο­λι­τι­κό», το κοι­νο­βου­λευ­τι­κό πο­λι­τι­κό, στον πρώ­ι­μο Κά­ου­τσκι, αυτό που απε­χθα­νό­ταν και δι­καί­ως ο Σορέλ. Καθώς αυτό το συμ­βα­τι­κό «πο­λι­τι­κό» δεν ση­μαί­νει εδώ πάλη ενά­ντια στις επι­λο­γές του κε­φα­λαί­ου και του κρά­τους σε «ενο­ποι­η­τι­κό κοι­νω­νι­κό επί­πε­δο», δια­μόρ­φω­ση μιας πο­λι­τι­κής αντι­η­γε­μο­νί­ας, αλλά ιδίως υπο­βάθ­μι­ση του «μη κοι­νο­βου­λευ­τι­κού πο­λι­τι­κού», κοι­νο­βου­λευ­τι­κό κρε­τι­νι­σμό και πλήρη έμ­φα­ση με υπο­τί­μη­ση των κοι­νω­νι­κών κι­νη­μά­των- στη γρή­γο­ρη αναρ­ρί­χη­ση στην κυ­βέρ­νη­ση και στο στε­ρέ­ω­μα της πα­ρα­μο­νής σε αυτήν - σαν αυτό που έκανε και κάνει ο Τσί­πρας. Πρέ­πει, λοι­πόν, να ανα­δια­τά­ξου­με «το πο­λι­τι­κό» ως πεδίο ισχύ­ος, αντι­η­γε­μο­νί­ας και αγώνα ένα­ντι της αστι­κής πο­λι­τι­κής εξου­σί­ας και όχι ως εξά­ντλη­ση στον αρι­στε­ρό κοι­νο­βου­λευ­τι­σμό -εδώ το θέμα της προ­ο­πτι­κής της δυα­δι­κής ισχύ­ος και της ανα­διά­τα­ξης όλου του πο­λι­τι­κού πε­δί­ου και όχι μόνο της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής «πο­λι­τι­κής σκη­νής» είναι πολύ ση­μα­ντι­κό. Πρέ­πει, επί­σης, να ξα­να­δού­με το «κοι­νω­νι­κό», που δεν είναι πια οι οι­κο­νο­μι­κοί αγώ­νες του 1903 αλλά ένα πλού­σιο κοι­νω­νι­κό, που κα­τα­λαμ­βά­νε­ται και από τους οι­κο­νο­μι­κούς ερ­γα­τι­κούς αγώ­νες, και από τους πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κούς αγώ­νες και τους αγώ­νες για τα δη­μό­σια και κοινά πράγ­μα­τα, και από το δη­μο­κρα­τι­κό αντιαυ­ταρ­χι­κό και αντιο­λο­κλη­ρω­τι­κό κί­νη­μα και για τις πο­λι­τι­κές ελευ­θε­ρί­ες και από τα κι­νή­μα­τα για την πο­λύ­μορ­φη κοι­νω­νι­κή ισό­τη­τα και ενά­ντια στις αυ­θαί­ρε­τες και κα­τε­στη­μέ­νες δια­κρί­σεις ενα­ντί­ον ομά­δων πο­λι­τών ή ένα­ντι των με­τα­να­στών και προ­σφύ­γων. Η διά­νοι­ξη ενός με­γά­λου χώρου για το «πο­λύ­μορ­φο κοι­νω­νι­κό» της επο­χής μας εμπλου­τί­ζει και δεν υπο­βαθ­μί­ζει το πο­λι­τι­κό επί­πε­δο, το κομ­μου­νι­στι­κο­ποιεί. Στο σύγ­χρο­νο κα­πι­τα­λι­σμό, η υπο­τί­μη­ση του «πλού­σιου και πο­λύ­μορ­φου κοι­νω­νι­κού», όπως επί­σης και των υπαρ­κτών όψεων του κομ­μου­νι­σμού στο κοι­νω­νι­κό είναι, όπως ανα­δει­κνύ­ε­ται και από την πο­λύ­μορ­φη κι­νη­μα­τι­κή εμπει­ρία και στην Ελ­λά­δα και αλλού, φτω­χαί­νει το «πο­λι­τι­κό επί­πε­δο», για άλλη μια φορά πρι­μο­δο­τεί μια κοι­νο­βου­λευ­τι­κού τύπου ανά­θε­ση και κιν­δυ­νεύ­ει να ωθή­σει σε επα­νά­λη­ψη του φαι­νο­μέ­νου ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Λο­γι­κές πρι­μο­δό­τη­σης του κοι­νο­βου­λευ­τι­σμού, ανά­θε­σης, αρ­χη­γι­κών προ­τύ­πων και γρα­φειο­κρα­τι­κών μη­χα­νι­σμών πα­λαιού (στα­λι­νι­κού) ή νέου τύπου (σο­σιαλ­φι­λε­λεύ­θε­ρου-δι­κτυα­κού) δεν βοη­θούν αλλά βλά­πτουν σε μια επα­νί­δρυ­ση της Αρι­στε­ράς, η οποία θα συν­δυά­ζει την κι­νη­μα­το­ποί­η­ση του πο­λι­τι­κού με την πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση του κι­νη­μα­τι­κού/κοι­νω­νι­κού και ιδίως του σύγ­χρο­νου ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος.

Αν υπάρ­ξει μια τέ­τοια επα­νι­δρυ­μέ­νη Αρι­στε­ρά ή επα­νι­δρυ­μέ­νος μαρ­ξι­σμός, θα είναι ο «Νέος Ηγε­μών» της επο­χής μας. Αν δεν υπάρ­ξει, η ήττα της «Αρι­στε­ράς» θα κα­τα­λή­ξει να γίνει και ήττα του σύγ­χρο­νου χει­ρα­φε­τη­τι­κού κι­νή­μα­τος στο δυ­τι­κό πο­λι­τι­σμό. Όπως, επί­σης, και πλή­ρης ήττα του ίδιου του δυ­τι­κού πο­λι­τι­σμού. 

1 σχόλιο :

  1. Δεν είναι το τέλος του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι η αποκάλυψή του και το τέλος του ελληνικού λαού

    http://giatinalitheia.blogspot.gr/2015/08/blog-post_16.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή


ΑΛΛΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ