(ο ΝΙΚΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ μιλάει για την ΕΕ στο ΚΡΗΤΗ TV, 30-11-2012)
Κάθε πατριώτης θα νιώσει εθνική υπερηφάνεια ακούγοντας τις απόψεις του Ν. Κοτζιά. Μπορεί ένας “νεοφιλελεύθερος” να είναι “πατριώτης”; Η τοποθέτηση του Ν. Κοτζιά αποτελεί παράδειγμα θετικής απάντησης στο ερώτημα.
Το ερμηνευτικό σχήμα του Ν. Κοτζιά είναι απλό: Στην ΕΕ κυριαρχεί η πολιτική του “οικονομικού εθνικισμού” της Γερμανίας. Απέναντι σε αυτή την πολιτική οι ελληνικές κυβερνήσεις μέχρι σήμερα δεν έπραξαν το εθνικό τους καθήκον για να προασπίσουν τα συμφέροντα της πατρίδας.
Για τον Ν. Κοτζιά, την ιστορία την γράφουν οι “ελίτ”. Γιαυτό δεν κάνει καμία αναφορά σε έννοιες σχετικές με κοινωνικό συσχετισμό, ταξική πάλη και κοινωνικούς αγώνες. Αυτά τα ζητήματα γίνονται αντιληπτά μόνον μέσα από την οπτική της εξουσίας και εκλαμβάνονται ως μορφές υπέρβασης της αστικής πολιτικής ηθικής: “διαφθορά”, “σκάνδαλο”, “διαπλοκή”. Γιαυτό το “πολιτικό σχέδιό” του Ν. Κοτζιά είναι “εθνικό” και στηρίζεται σε ένα μόνον παράγοντα: στην εκμετάλλευση των “εσωτερικών ανταγωνισμών” που διαπερνούν τις σχέσεις αυτών των “ελίτ”. Δεν υπάρχει λοιπόν για τον Ν. Κοτζιά άλλο πεδίο άσκησης πολιτικής έξω από τον χώρο του κεφάλαιου και των εθνικών αντιθέσεων που το διαπερνούν.
Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι αυτό αποτελεί μια “ρεαλιστική πολιτική”, στο βαθμό που στην συγκεκριμένη συγκυρία ο κόσμος της εργασίας (σε εθνικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο) είναι ηττημένος ως εκ τούτου οι ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις είναι αυτές που βάζουν την σφραγίδα τους στις εξελίξεις. Όμως ο Ν. Κοτζιάς δεν ξεκινά απ' αυτή την αφετηρία. Δεν δείχνει κάποια μεροληψία για τον κόσμο της εργασίας, ούτε καν έγνοια αφού το μόνον “συμφέρον” που τον ενδιαφέρει πολιτικά να υπηρετήσει είναι ένα: το γενικό “εθνικό συμφέρον”. Αν ενδιαφερόταν και στο ελάχιστο για τον κόσμο της εργασίας, άλλα ερμηνευτικά εργαλεία θα χρησιμοποιούσε και σε άλλα ζητήματα θα επικεντρωνόταν η κριτική του για την Ε.Ε.
Ενώ αντιπολιτεύεται σκληρά την ΕΕ ως μια “διακρατική σχέση” όπου τον πρώτο λόγο έχουν οι “αγορές,” δεν αντιπολιτεύεται την “κρατική σχέση” ως μια ανάλογη σχέση όπου και εκεί τον πρώτο λόγο έχει το κεφάλαιο. Για τον Ν. Κοτζιά το “κράτος” είναι απλά ένα “ουδέτερο εργαλείο” το οποίο δεν έχει κανένα ιδιαίτερο ρόλο στην διαμόρφωση και την εμπέδωση αυτών των πολιτικών. Γιαυτό δεν μπαίνει καν στον κόπο να προβληματιστεί στο πως μέσω της αναδιάρθρωσης της κρατικής σχέσης εσωτερικεύονται οι πολιτικές που καταγγέλλει ότι κυριαρχούν στην ΕΕ. Διυλίζει τον κώνωπα και καταπίνει την κάμηλο: Καταγγέλλει λοιπόν το δέντρο: την “διαφθορά” που εισάγεται στην χώρα μας μέσω της Siemens κλπ, αλλά δεν βλέπει το δάσος: το “ευρωπαϊκό παρακράτος” που έχει στηθεί στην χώρα μας μέσω των ερμαφρόδιτων εταιρειών του δημοσίου που λειτουργούν με “ιδιωτικά κριτήρια” και διαχειρίζονται την επιβολή των “αναπτυξιακών πολιτικών” της ΕΕ εντός της χώρας και τις απαραίτητες προς τούτο χρηματοδοτήσεις τους, αφαιρώντας από τον κρατικό μηχανισμό ένα σημαντικότατο τμήμα της εθνικής του κυριαρχίας.
Επίσης ο ορισμός της “διαφθοράς” ως φαινόμενο παραβίασης της αστικής νομιμότητας, αποκρύπτει την πραγματική φύση του ως μηχανισμού “ κοινωνικής χειραγώγησης”, δηλαδή μιας σημαντικής πλευράς της νεοφιλελεύθερης κυβερνητικότητας. Είναι μια ειδική μορφή διαμεσολάβησης του κράτους στον κοινωνικό ανταγωνισμό: Πρόκειται για μια “ατομική διαπραγμάτευση” με κρατικούς μηχανισμούς, μέσω της οποίας κάποια “συμφέροντα” βελτιώνουν την θέση τους στον μεταξύ τους ανταγωνισμό έναντι κάποιων άλλων, με την “διαμεσολάβηση” του κράτους. Δεν πρόκειται για μια σχέση του κράτους μόνον με τους κεφαλαιοκράτες, αλλά και με ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Είναι μια σχέση του κράτους με την κοινωνία γενικότερα, η οποία αναβαθμίζεται λειτουργικά και διευρύνεται σήμερα. Αποτελεί δηλαδή μια “ρύθμιση” στον χώρο της ταξικής πάλης η οποία “διευρύνει” με ένα ιδιότυπο τρόπο τα όρια που θέτουν σε αυτή οι γενικές κανονιστικές αρχές που επιβάλει η αστική νομιμότητα ("ελαστικές σχέσεις" ως προς την αστική νομιμότητα).
Πρόκειται για μια πολιτική που αναμορφώνει το ίδιο το αστικό δίκαιο. Ο Ν. Κοτζιάς ασχολείται λεπτομερώς με τις διαφορές ανάμεσα στο αγγλικό και το ελληνικό δίκαιο, όμως δεν αναφέρει έστω και ένα υπαινιγμό ότι πρόκειται για διαφορετικές εκδοχές του “αστικού δίκαιου”. Το κυριότερο όμως είναι πως ο Ν. Κοτζιάς δεν έχει πάρει μυρουδιά για τις τομές που έχει επιφέρει η διακυβέρνηση του νεοφιλελευθερισμού στο ίδιο το “αστικό δίκαιο”: Οι νόμοι αντί να είναι καθαροί και διαυγείς ως προς τους κανόνες που επιβάλλουν και ο πολίτης να γνωρίζει εκ των προτέρων τα “όρια” των απαιτήσεών τους (τόσο προς το κράτος, όσο και προς άλλους “συμπολίτες” του), ολοένα και περισσότερο διευρύνεται η “διακριτική ικανότητα” κρατικών μηχανισμών να αναλαμβάνουν “θεσμικά” πλέον διακανονιστικό και διαμεσολαβητικό ρόλο στην ρύθμιση αυτών των απαιτήσεων.
Το θεσμικό πλαίσιο που παράγεται από την “κυβερνητικότητα” του νεοφιλελευθερισμού, δεν εισήγαγε μόνον την διευρυμένη ατομική διαπραγμάτευση της εργασίας – όπως σωστά έχει επισημάνει η Αριστερά από την εποχή της συνθήκης του Μάαστριχ- αλλά έχει εισαγάγει (θεσμοθετεί) και την διευρυμένη “ατομική διαπραγμάτευση” με το κράτος. Αυτό αποτελεί με μια έννοια την νομιμοποίηση της “διαφθοράς”, σύμφωνα με τον παραδοσιακό της ορισμό, που την οριοθετούσε εκτός “αστικής νομιμότητας”.
Αναμορφώνεται λοιπόν και το ίδιο το αστικό δίκαιο και η δικαιοσύνη ως διακριτή εξουσία. Ο δικαστής ήταν παραδοσιακά ο υπέρτατος “άρχων” που ερμήνευε και απέδιδε τον “νόμο”. Ακόμα και αν υπήρχαν κενά στον νόμο, αυτός είχε την αρμοδιότητα να τα καλύψει με την δική του “απόφαση”. Σήμερα, ο δικαστής σε όλο και περισσότερες υποθέσεις έχει κάποιον άλλο πάνω από το κεφάλι του, τον “πραγματογνώμονα” του οποίου η “γνωμοδότηση” είναι δεσμευτική, τόσο στα διεθνή όσο και στα ελληνικά δικαστήρια. Η απόφαση του “ειδικού” τίθεται πλέον υπεράνω της απόφασης του “δικαστή”. Η “τεχνοεπιστήμη” γίνεται ο ανώτατος άρχων άσκησης πολιτικής, και ο Ν. Κοτζιάς παίρνει “άριστα” σε όλες τις αξιολογήσεις για την θέση του υπηρέτη αυτού του άρχοντα...
Εδώ τα προηγούμενα τμήματα του κειμένου:
Η τελευταία παράγραφος δεν ισχύει. Στην Ελλάδα οι σχετικοί νόμοι (Κώδικες Πολιτικής και Ποινικής Δικονομίας) αναφέρουν ότι ο δικαστής εκτιμά ελεύθερα τις εκθέσεις των πραγματογνωμόνων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ αλλαγή αντίθετα της "νεοφιλελεύθερης κυβερνητικότητας" είναι η μεταφορά αρμοδιοτήτων από τη νομοθετική εξουσία στην εκτελεστική και τη δικαστική, δηλαδή σε πεδία πιο αδιαφανή και περισσότερο ελέγξιμα από τις "ελίτ".
ο δικαστής δεν εκτιμά ελεύθερα τις εκθέσεις των πραγματογνωμόνων σε ορισμένα διεθνή δικαστήρια. Επίσης στις περιπτώσεις όπου αφήνεται ακόμα στην διακριτική ευχέρεια του δικαστή η αποδοχή της έκθεσης του πραγματογνώμονα, τότε αυτό το δικαίωμα μοιάζει με το δικαίωμα του προέδρου της Δημοκρατίας να αρνηθεί να υπογράψει ένα διάταγμα της κυβέρνησης. Ξέρεις πολλές περιπτώσεις που έχει χρησιμοποιήσει αυτό το "δικαίωμα";
ΔιαγραφήΗ χρήση του "πραγματογνώμονα" σε πολλές περιπτώσεις έχει υποκαταστήσει την χρήση του δικαστηρίου στην διευθέτηση προσωπικών διαφορών, όπως για παράδειγμα το κόστος των ζημιών από ένα τροχαίο ατύχημα. Αυτή η διευθέτηση γίνεται με ένα μηχανισμό συναλλαγής ανάμεσα στις τράπεζες (ασφαλιστικές εταιρείες) και το κύκλωμα της αυτοκινητοβιομηχανίας, μέσα από τον οποίο καθορίζονται τελικά το κόστος των ασφαλίστρων κλπ.
Θα σας δώσω τη γενική μου οπτική: Είναι βασικό στοιχείο της προπαγάνδας του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, το ότι υποστηρίζει "αντικειμενικές" θεωρίες. Η πραγματικότητα είναι ότι προσπαθεί να επηρεάσει "διαφθείρει" τα κέντρα παραγωγής σκέψης ώστε να υποστηριχθεί μια ψευδοεπιστημονική ιδεολογία (με τη έννοια των Μαρξιστών). Αυτό έγινε τα τελευταία χρόνια με την επιστήμη της Πολιτικής Οικονομίας. Ουσιασικά πρόκειται για μία "ένδυση¨της ισχύος των ελίτ με ιδελογικό (στην προκειμένη περίπτωση "επιστημονικό" μανδύα). Με το να λέμε ότι δίνεται βάρος στην τεχνοεπιστήμη δεχόμαστε το ψεύδος που προσπαθούν να επιβάλλουν ή στην καλυτερη περιπτωση συσκοτίζουμε τα ζητήματα. Το θέμα δεν είναι το κύρος των ειδικών, είναι η αναβάθμιση της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας και των διάφορων παρακλαδιών της (πχ. Ανεξάρτητες Αρχές). Ο λόγος που έγινε αυτό είναι για να βρίσκονται μακριά από τον έλεγχο τον πολιτών και να εξυπηρετούν συμφέροντα, και τα περί "ειδικών" είναι φύλλο συκής.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνα παράδειγμα των παραπάνω βλέπουμε στη διαπραγμάτευση. Με τις απόψεις του κ. Βαρουφάκη συντάσσονται οικονομολόγοι διεθνους κύρους. Με τις απόψεις του κ. Σόιμπλε, ουδείς. Όμως οι τελευταίες πείθουν την πλειοψηφία των υπουργών, όχι βέβαια λόγω της επιστημονικής τους ορθότητας αλλά λόγω της "υλικής" δύναμης της Γερμανικής ελίτ και της επιρροής που ασκεί στις υπόλοιπες κυβερνήσεις.
Στο ειδικό θέμα για τους πραγματογνώνμονες, δεν είναι έτσι και το γνωρίζω γιατί έχω υπάρξει και ο ίδιος πραγματογνώμων σε δίκες. Ο πραγματογνώμονας δεν διαμορφώνει δικαστική απόφαση, απαντά σε ένα τεχνικό ερώτημα που θέτει ο δικαστής. Ο πραγματονγώμονας επίσης, διορίζεται από το δικαστήριο. Τέλος όλοι οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να διορίσουν τον δικό τους "πραγματογνώμωνα" ο οποίος ονομάζεται τεχνικός σύμβουλος. Οι τεχνικοί σύμβουλοι υποβάλλουν τις δικές τους εκθέσεις, μάλιστα αφού έχουν λάβει την έκθεση του διορισμένου πραγματογνώμωνα, έχουν δηλαδή το δικαίωμα δευτερολογίας. Είναι εμφανές έτσι, ότι ο δικαστής είναι ο ανώτατός άρχων της διαδικασίας. Σε ότι αφορά τις ασφαλιστικές, ο πραγματογνώμωνας εκφράζει την εκτίμιση της ασφαλιστικής, δεν έχει καμία εξουσία. Ο πελάτης μπορεί να αμφισβητήσει την εκτίμηση και να προσφύγει ενάντια στην εταιρία, και φυσικά να φέρει τον δικό του πραγματογνώμωνα. Και εδώ το σηματνικό είναι η διαφορά ισχύως ανάμεσα στον πελάτη και στην εταιρία και όχι η "δύναμη" του πραγατογνώμωνα.