...μια προσέγγιση που αντί να βλέπει τη δημοκρατία ως λύση ή φενάκη, την αντιμετωπίζει ως πρόβλημα και ως παράδοξο:
Πρόβλημα, στον βαθμό που η δημοκρατία ως πρόταγμα, επιθυμία και δραστηριότητα θέτει όχι απλά το διακύβευμα της συμμετοχής των «από κάτω» στην εξουσία αλλά την άρθρωση μορφών (παραγωγής) εξουσίας και δικαίου που αμφισβητούν το «πάνω» και το «κάτω» ως δομές, δηλαδή παγιωμένες σχέσεις δύναμης. Μπροστά σε μια συνθήκη όπου ο έλεγχος πάνω στους όρους της ζωής -στο πως, πόσο και για πόσο δουλεύουμε, σε τι περιβάλλον ζούμε, τι αέρα αναπνέουμε, τι τρώμε, τι πίνουμε, τι φοβόμαστε, τι ελπίζουμε, τι μορφές ενέργειας χρησιμοποιούμε, τι υγεία και τι εκπαίδευση έχουμε- χάνεται με κλιμακούμενη ένταση, αυτό αποτελεί ένα πραγματικό πρόβλημα και ως τέτοιο εμφανίζεται μέσα στους αγώνες. Επίσης, εφόσον ο φατριασμός, ο αυταρχισμός, ο δογματισμός ο φανατισμός, μπορούν να εμφανιστούν σε διάφορα περιβάλλοντα και δεν είναι ίδιον των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, (θα ήταν στρουθοκαμηλισμός άλλωστε να αρνηθούμε την παρουσία τους εντός των επαναστατικών/ριζοσπαστικών κύκλων) εξίσου πραγματικό είναι το πρόβλημα της καλλιέργειας μιας κουλτούρας εξισωτισμού, αμοιβαιότητας, διαλόγου, διαλλακτικότητας κλπ. Και πάλι, όσες κριτικές μπορούν και οφείλουν να τους γίνουν, οι τρέχοντες δημοκρατικοί αγώνες έχουν τουλάχιστον την αρετή να θέτουν το πρόβλημα.
Η δημοκρατία όμως είναι και ένα παράδοξο. Από μια σκοπιά η δημοκρατία είναι αήττητη, διότι κάθε συμβάν που μοιάζει να την ακυρώνει μπορεί να εμφανιστεί πειστικά ως αποτέλεσμα της έλλειψής της. Αυτό δεν σημαίνει ότι ένα δημοκρατικό πολίτευμα δεν μπορεί να ανατραπεί, κάθε άλλο. Μιλάμε εδώ για το γεγονός ότι η κυριαρχία, η καταπίεση και ο αυταρχισμός, δηλαδή πολιτικές μορφές συστατικές για την ύπαρξη συστημάτων εκμετάλλευσης και αποκλεισμού, δεν μπορεί να σταθούν ως απόδειξη του έωλου χαρακτήρα της δημοκρατίας, διότι η τελευταία μέσα από την ιστορική της παραγωγή συμπυκνώνει όλα αυτά που αρνούνται αυτές οι πολιτικές μορφές εξουσίας: ελευθερία, ισότητα, «λαϊκή» κυριαρχία. Έτσι, η καταπάτηση αυτών των αρχών πάντα θα εμφανίζεται ως έλλειμμα δημοκρατίας. Η παραδοξότητα όμως έγκειται στο ότι η δημοκρατία είναι συγχρόνως εξαιρετικά αδύναμη, κάτι που πάλι παρουσιάζεται στην κίνηση του τρέχοντος κύκλου αγώνων. Καταρχάς, εμφανίζεται στην απουσία της δημοκρατίας ως θετικού σημαίνοντος στην εξεγερσιακή δραστηριότητα των πιο αποκλεισμένων κομματιών της κοινωνίας. Στα συντρίμμια της πολυπολιτισμικότητας (νοούμενης ως μορφής ενσωμάτωσης μέσω της διαχείρισης της διαφοράς) και γενικά της υπόσχεσης του καπιταλισμού για οικουμενική ευημερία, ελευθερία και επέκταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διαφαίνεται το βαθύ ρήγμα όχι μόνο στο κοινωνικό σώμα αλλά και εντός των κατωτέρων τάξεων, το οποίο η δημοκρατία από μόνη της αδυνατεί να γεφυρώσει. Διότι αυτό το ρήγμα εν τέλει είναι η αδυνατότητα του εθνικού δεσμού να σταθεί ως θεμέλιο μιας δημοκρατικής κοινότητας. Αν μια τέτοια κοινότητα μπορεί να παραχθεί θα πρέπει να επινοηθεί ένας νέος λαός, του οποίου όμως η παραγωγή ξεπερνάει τη δημοκρατία ως πρόταγμα/αίτημα αναγνώρισης και ως δραστηριότητα αμφισβήτησης/ παραγωγής δομών εξουσίας. Αλλά η αδυναμία της δημοκρατίας διαφαίνεται εξίσου στην παρουσία της, στα αδιέξοδα των αγώνων που διεκδικούν και/ή προτάσσουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μια «πραγματική» δημοκρατία, δηλαδή έναν ουσιαστικό έλεγχο επί της συλλογικής ύπαρξης είτε αυτό αφορά συγκεκριμένους χώρους όπως το εργοστάσιο ή πιο διευρυμένες κοινότητες. Διότι αυτό το πρόταγμα είτε είναι εντελώς αφηρημένο είτε όταν παίρνει κάποιες απτές μορφές (κατά βάση συνελεύσεις) είτε πέφτει σε μια στείρα αυτοαναφορικότητα (πως θα είμαστε αρκετά δημοκράτες ακόμα και αν δεν κάνουμε τίποτε) είτε έρχεται αντιμέτωπο με μια υλική πραγματικότητα που το υποτάσσει.
Οι όροι της ύπαρξης (που η δημοκρατία αξιώνει ότι μπορεί να οριστούν μέσω της ελεύθερης συνεύρεσης των ίσων και την αντικατάσταση των καταπιεστικών από διαλογικές μορφές εξουσίας/γνώσης) είναι υλικοί και ως τέτοιοι εδράζουν στις υλικές πρακτικές και σχέσεις που (ανα)παράγουν ενσώματες μορφές ζωής. Γι’ αυτό, η συνεπής πραγμάτωση αυτού που η δημοκρατία αξιώνει εν τέλει εμπεριέχει την υπέρβαση του θεμελιακού αξιώματος της δημοκρατίας για ελευθερία και ισότητα, παρ’ όλη την ανελευθερία και ανισότητα των κοινωνικών σχέσεων και την έμπρακτη αμφισβήτηση αυτών των κοινωνικών σχέσεων και των ρόλων που (ανα)παράγουν. Με απλά λόγια, και αυτό είναι ένα ενδεχόμενο για τους αγώνες-που-έρχονται, αν η ίδια η προβληματική της δημοκρατίας αναπτυχθεί με συνέπεια μπορεί να οδηγήσει στο πρόβλημα των υλικών προϋποθέσεων του δημοκρατικού ιδεώδους, άρα και σε έναν δρόμο που οδηγεί πέρα από τον ορίζοντά του. Για την ώρα, πάντως, είναι καλό να μη βιαζόμαστε να βάλουμε τους αγώνες στα δικά μας έτοιμα σχήματα αλλά να προσπαθήσουμε να ακούσουμε τι έχουν να μας πουν και να δούμε την όποια θετικότητα τους. Και, περιπαικτικά μιλώντας, ίσως πρέπει να ακολουθήσουμε την προτροπή του Μπένγιαμιν περί θεολογίας και ιστορικού υλισμού, και να βάλουμε στην υπηρεσία της δημοκρατίας τον κομμουνισμό, «ο οποίος όπως γνωρίζουμε είναι ρυτιδιασμένος και δεν πρέπει να βρίσκεται σε κοινή θέα»
Ολόκληρο το κείμενο εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου