ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΓΕΝΙΚΑ ΕΠΙΤΕΛΕΙΑ!
Αγωνιζόμαστε για την "ΣΥσπείρωση της ΡΙΖοσπαστικής Αριστεράς" στην κατεύθυνση της κοινής δράσης στους μαζικούς χώρους και τα κοινωνικά κινήματα, και παράλληλα για την πολιτική της συγκρότηση σε ένα ενιαίο αμεσοδημοκρατικό πολιτικό φορέα

Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

Alain Badiou: Althusser, το υποκειμενικό στοιχείο χωρίς υποκείμενο



Από το βιβλίο: "Alain Badiou - Από το είναι στο συμβάν"
 
Εάν παραμερίσουμε τους αναρίθμητους και αναίσχυντους περίεργους, για τους οποίους ο Althusser στο εξής δεν αποτελεί παρά μια παθολογική περίπτωση που ο θάνατος του παρέδωσε στους περισπούδαστους ερασιτέχνες του ασυνειδήτου, δυο ιδέες μου φαίνεται πως κυριαρχούν στις έρευνες που διεξάγονται διεθνώς, με έναν ζήλο αδιάψευστο —κι αυτό είναι καλό σημάδι— επάνω στο θεωρητικό του έργο.

— Η πρώτη αφορά τον προσδιορισμό της σχέσης του Althusser απέναντι στο μαρξισμό.
— Η δεύτερη αφορά την αναζήτηση στο έργο του Althusser μιας θεωρίας για το υποκείμενο.

Ως προς το πρώτο ζήτημα, θεωρώ, για να το πω χωρίς περιστροφές, ότι ο μαρξισμός δεν υπάρχει. 'Όπως έχω ήδη υπενθυμίσει, ο Sylvain Lazarus απέδειξε πως ανάμεσα στον Μαρξ και τον Λένιν δεν υπάρχει συνέχεια και ανάπτυξη, αλλά μόνο τομή και θεμελίωση. Τομή υπάρχει ομοίως ανάμεσα στον Στάλιν και τον Λένιν, κι ακόμη ανάμεσα στον Μάο και τον Στάλιν. Ο Althusser αποτελεί μια διαφορετική επιπλέον απόπειρα. Κι αυτό που περιπλέκει την εικόνα, είναι ότι κάθε μια από αυτές τις ρήξεις είναι διαφορετικής φύσεως. Όλα αυτά κάνουν τον «μαρξισμό» ταυτόσημο με το (κενό) όνομα ενός απόλυτα μη συνεπούς συνόλου, από τη στιγμή που τον συσχετίζουμε, όπως οφείλουμε, με την ιστορία τον πολιτικών ενικοτήτων.

Θα σημειώσουμε άλλωστε ότι το πρόταγμα μιας «μαρξιστικής φιλοσοφίας», που αναγγέλθηκε κάποτε από τον Althusser, εγκαταλείφθηκε στη συνέχεια από τον ίδιο. Ο Althusser εξηγεί θαυμάσια στο Ο Λένιν και η φιλοσοφία, πως ο Μαρξ και ο Λένιν δεν θεμελιώνουν μια καινούργια φιλοσοφία, αλλά —κάτι που είναι ολότελα διαφορετικό και που παραπέμπει στην πολιτική— μια νέα φιλοσοφική πρακτική.

Ετούτο σημαίνει ότι είναι αδύνατον να εισχωρήσει κανείς στο έργο του Althusser, θεωρώντας το ως μια ακόμη «περίπτωση» του μαρξισμού, ή ως την ανολοκλήρωτη μαρτυρία μιας μαρξιστικής φιλοσοφίας. Για να κατανοήσει κανείς το έργο του Althusser, θα πρέπει να λάβει υπ' όψιν του τη μοναδικότητα του εγχειρήματος του και τους εντελώς ιδιαίτερους, δικούς του στόχους.

Το προκαταρκτικό επομένως ερώτημα είναι: πώς, από ποιο πεδίο της σκέψης, θα μπορούσαμε να συλλάβουμε τη μοναδικότητα Althusser; Πώς να κατορθώσουμε κάτι τέτοιο, χωρίς a priori και μάλιστα χωρίς το a priori του μαρξισμού;

Ως προς το δεύτερο σημείο θεωρώ ότι δεν υπάρχει στον Althusser και δεν μπορεί να υπάρχει, θεωρία του υποκειμένου.


Κατά τον Althusser, κάθε θεωρία λειτουργεί μέσα από έννοιες. Ωστόσο, το «υποκείμενο» δεν είναι έννοια. Το θέμα αυτό έχει αναπτυχθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή διαύγεια στο κείμενο του: Για τη σχέση του Μαρξ με τον Χέγκελ. Επί παραδείγματι: «Η έννοια της διαδικασίας είναι επιστημονική, η ιδέα του υποκειμένου ιδεολογική». «Υποκείμενο» δεν είναι το όνομα μιας έννοιας, αλλά αυτό μιας ιδέας, δηλαδή ο δείκτης μιας ανυπαρξίας. Δεν υπάρχει υποκείμενο, αφού αυτό που υπάρχει είναι μόνο διαδικασία.

Η πολύ συχνή, βασιζόμενη σε κάποια κείμενα του Althusser για την ψυχανάλυση, απόπειρα, να συμπληρώνουμε στο συγκεκριμένο σημείο τον Althusser με τον Lacan, είναι κατά την άποψή μου ανεφάρμοστη. Στον Lacan υπάρχει μια θεωρητική έννοια του υποκειμένου, που διαθέτει μάλιστα ένα οντολογικό καθεστώς. Καθότι το είναι του υποκειμένου είναι η σύζευξη του κενού με το αντικείμενο α. Ωστόσο δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο στον Althusser, για τον οποίο το αντικείμενο υπάρχει ακόμη λιγότερο κι απ' το υποκείμενο. Ο Althusser γράφει: «Αντικείμενο = η κατοπτρική αντανάκλαση του υποκειμένου». Το αντικείμενο συνιστά, λοιπόν, την εικόνα μιας ανυπαρξίας. Η διαδικασία χωρίς υποκείμενο εκπληρώνεται εξίσου καλά και ως διαδικασία χωρίς αντικείμενο.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες το δεύτερο προκαταρκτικό ερώτημα που τίθεται, είναι το εξής: εάν δεν υπάρχει υποκείμενο, εάν δεν υπάρχει παρά μόνο διαδικασία χωρίς υποκείμενο, πώς μπορούμε να διακρίνουμε την πολιτική από την επιστήμη των διαδικασιών χωρίς υποκείμενο, από την επιστήμη που είναι η ιστορία, υπό τη μορφή του ιστορικού υλισμού; Πώς να διακρίνουμε την πολιτική από την επιστήμη (από τον ιστορικό υλισμό), χωρίς βεβαίως, να τη συρρικνώσουμε σε ιδεολογία;

Το ότι η πολιτική δεν είναι ούτε επιστήμη ούτε ιδεολογία, είναι κάτι που συνεχώς βεβαιώνεται από τον Althusser. Το 1965 διακρίνει την πολιτική πρακτική, τόσο από την ιδεολογική πρακτική, όσο και από την επιστημονική πρακτική. Το 1968 εξηγεί ότι κάθε διαδικασία υπόκειται σε «σχέσεις», σχέσεις που μπορεί να είναι σχέσεις παραγωγής, αλλά και άλλου είδους σχέσεις: πολιτικές ή ιδεολογικές, κάνοντας ακόμη μια φορά τη διάκριση ανάμεσά τους.

Κι ακόμη περισσότερο: ο Althusser διατυπώνει τη θέση, πως μόνον «οι αγωνιστές της επαναστατικής πάλης των τάξεων» έχουν εισδύσει πραγματικά στη σκέψη της διαδικασίας που υπόκειται σε σχέσεις. Επομένως, η πραγματική σκέψη πάνω στη διαδικασία κατέχεται από όσους ασκούν την πολιτική.

Υπάρχουν τέλος τρία σημεία, των οποίων την ενότητα πρέπει απαραιτήτως να συλλάβουμε. Πρώτον, η πολιτική διακρίνεται και από την επιστήμη και από την ιδεολογία. Δεύτερον, δεν είναι η ιδέα του υποκειμένου που μπορεί να θεμελιώσει αυτές τις διακρίσεις.Τρίτον, η ιδέα «της διαδικασίας που υπόκειται σε σχέσεις» δεν είναι στοχάσιμη, παρά με αφετηρία την πολιτική.

Υποστηρίζουμε, λοιπόν, ότι κάθε εισήγηση «που στοχάζεται» πάνω στον Althusser θα πρέπει προηγουμένως να πραγματευθεί δύο ζητήματα: αυτό της μοναδικότητας του εγχειρήματος του, θεωρούμενο ως κάτι το ολότελα διαφορετικό από μια εκδοχή του κενού ονόματος «μαρξισμός». Και αυτό που ανήκει στο εσωτερικό αυτής της μοναδικότητας, το οποίο αφορά την πολιτική ως διαδικασία χωρίς υποκείμενο. Εξυπακούεται ότι μόνον η πολιτική στην αγωνιστική της διάσταση, είναι ικανή να δώσει πρόσβαση στη σκέψη, στο στοχάσιμο αυτού που γενικά είναι η διαδικασία χωρίς υποκείμενο.

Ας δώσουμε ορισμένες ενδείξεις πάνω σε αυτά τα δύο προκαταρκτικά ζητήματα.

Το πεδίο από όπου ο Althusser μιλά είναι η φιλοσοφία. Όπως και κάθε φιλοσοφία, η φιλοσοφία του Althusser έχει την πρόθεση να δώσει έναν ορισμό της ίδιας της φιλοσοφίας. Ο καθένας γνωρίζει ότι ο Althusser έδωσε (τουλάχιστον) δύο ορισμούς της φιλοσοφίας.

Ο πρώτος είναι: «η θεωρία της θεωρητικής πρακτικής». Ο ορισμός αυτός μένει στο πλαίσιο του διαλεκτικού υλισμού, ως μιας τυπικής σύνθεσης των διαδικασιών της σκέψης.

Ο δεύτερος είναι: «η αντιπροσώπευση της πάλης των τάξεων, στο πεδίο των επιστημών». Πράγμα που σημαίνει: αντιπροσώπευση της πολιτικής, στο πεδίο των επιστημών. Ο ορισμός αυτός σημαίνει ότι η φιλοσοφική δραστηριότητα εξαρτάται από την πολιτική, από την πολιτική διασάφιση, ως μείζονα συνθήκη της. Επομένως, το πρόταγμα του Althusser παίρνει την ακόλουθη μορφή: τη μορφή μιας προσπάθειας να στοχαστεί μέσα στο στοιχειό μιας φιλοσοφικής ρήξης, τα χαρακτηριστικά της πολιτικής μετά τον Στάλιν.

Για ποιο λόγο θα μπορούσε το πρόταγμα αυτό να είναι πραγματοποιήσιμο; Επειδή αυτό ακριβώς που συμβαίνει στη φιλοσοφία, είναι οργανικά συνδεδεμένο με την πολιτική συνθήκη της φιλοσοφίας. Μπορούμε λοιπόν, να πραγματευτούμε τη φιλοσοφία μέσα από την ίδια, σαν να πρόκειται για έναν μηχανισμό εγγραφής της πολιτικής της συνθήκης. Ειδικότερα, μια νέα πολιτική δυνατότητα δύναται να αποκρυπτογραφηθεί με τίμημα, είναι αλήθεια, μια σύνθετη «συστροφή». ως ενδοφιλοσοφική ένδειξη μιας πραγματικής κίνησης της πολιτικής συνθήκης. Ο Althusser ελπίζει ότι μια νέα φιλοσοφική δραστηριότητα θα αποτελέσει μαρτυρία, αυτού που αρχίζει να καθίσταται στοχάσιμο στην πολιτική, ύστερα από τον Στάλιν.

Προκειμένου να συλλάβουμε όλες τις αποχρώσεις αυτού του προστάγματος, είναι αποφασιστικής σημασίας το να μην το συγχέουμε με αυτό μιας πολιτικής φιλοσοφίας, και σε αυτό ακριβώς το σημείο η ρήξη που συντελείται από τον Althusser, προεξοφλεί τα ερωτήματα της μεταπολιτικής μας. Ο Althusser απορρίπτει πλήρως την ιδέα να είναι η φιλοσοφία ο τόπος, όπου η πολιτική μετά τον Στάλιν καθίσταται αντικείμενο στοχασμού. Στην πραγματικότητα, μόνον οι αγωνιστές της πολιτικής είναι σε θέση να στοχαστούν με αποτελεσματικότητα την καινοτομία στην πολιτική. Αυτό που ο φιλόσοφος μπορεί να κάνει, είναι να καταγράψει μέσα στη διάνοιξη των φιλοσοφικών δυνατοτήτων, που μέχρι πρότινος ήταν αφανείς, το σημείο μιας ανανεωμένης «στοχασιμότητας» (όπως λέει ο Lazarus) της πολιτικής, με αφετηρία την ίδια. Ο Althusser γνωρίζει καλά ότι ο οιοσδήποτε ισχυρίζεται πως η φιλοσοφία στοχάζεται άμεσα πάνω στην πολιτική, που αίφνης αναβαπτίζεται «το πολιτικό», δεν κάνει τίποτε άλλο, απ' το να υποτάσσει τη φιλοσοφία στην αντικειμενικότητα του Κράτους. Εάν η φιλοσοφία μπορεί να καταγράψει αυτό που επισυμβαίνει στην πολιτική, είναι επειδή ακριβώς δεν πρόκειται για μια θεωρία της πολιτικής, αλλά για μια sui generis δραστηριότητα της σκέψης, για την οποία τα συμβάντα της πραγματικής πολιτικής αποτελούν συνθήκη, στην οποία υπόκειται (τα συμβάντα της πάλης των τάξεων, σύμφωνα με το λεξιλόγιο του Althusser). Και προκειμένου ακριβώς να την κάνει να αναλάβει τη χαρακτηριστική της λειτουργία ευαίσθητου σεισμογράφου, απέναντι στις πραγματικές μετατοπίσεις της στοχάσιμης πολιτικής, ο Althusser θα εντάξει τη φιλοσοφία σε ένα εντελώς ιδιαίτερο σύνολο μηχανισμών:

— Η φιλοσοφία δεν αποτελεί μια θεωρία, αλλά μια δραστηριότητα διαχωρισμού, μια σκέψη πάνω στις διακρίσεις της σκέψης. Ως εκ τούτου δεν μπορεί καθόλου να θεωρητικοποιήσει την πολιτική. Μπορεί, ωστόσο, να χαράξει νέες διαχωριστικές γραμμές, να σκεφτεί νέες διακρίσεις, που καθιστούν εμφανή τη «μετακίνηση» της πολιτικής συνθήκης.

— Η φιλοσοφία δεν διαθέτει αντικείμενο. Ειδικότερα, δεν υφίσταται για την ίδια το αντικείμενο «πολιτική». Η φιλοσοφία είναι μια πράξη, της οποίας τα αποτελέσματα είναι αυστηρά εμμενή. Πρόκειται για την ανακάλυψη νέων «εν ενεργεία» δυνατοτήτων, ανακάλυψη που αποτελεί συστροφή προς την πολιτική συνθήκη.

— Η φιλοσοφία προφυλάσσεται από τον κίνδυνο σύγχυσης της ιστορίας με την πολιτική (επομένως της επιστήμης με την πολιτική), εξαιτίας του γεγονότος ότι η ίδια στερείται ιστορίας. Η φιλοσοφία επιτρέπει μια μη ιστορικιστική αντίληψη των συμβάντων της πολιτικής.

Σε όλα αυτά τα σημεία, η φιλοσοφική ιδιαιτερότητα του Althusser παραμένει εξαιρετικά ισχυρή και κάθε άλλο παρά έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές της. Κάθε φιλοσοφία που είναι πραγματικά σύγχρονη, οφείλει να εκκινεί από αυτές τις μοναδικές θέσεις, μέσα από τις οποίες ο Althusser προσδιορίζει την ταυτότητα της φιλοσοφίας.

Καθώς το πρόταγμα του Althusser είναι να προσδιορίσει την ταυτότητα της πολιτικής με αφετηρία τα εμμενή αποτελέσματά της στο πεδίο της φιλοσοφικής δραστηριότητας, το πρώτο στάδιο αυτού του προτάγματος είναι κατ' ανάγκην της τάξης του διαχωρισμού: αποσκοπεί στο να καταδείξει με ποιο τρόπο η πολιτική διακρίνεται από την ιδεολογία και από την επιστήμη. Να το δείξει μέσω πράξεων (κι επομένως, θέσεων) φιλοσοφικού χαρακτήρα.

Η επιστήμη, σύμφωνα με τον Althusser, χαρακτηρίζεται από την εννοιολογική συγκρότηση των αντικειμένων της. Εάν το «αντικείμενο», θεωρούμενο γενικά, είναι μια έννοια ιδεολογική (σε άμεση συσχέτιση με την ανυπαρξία του υποκειμένου), το «αντικείμενο» υπό μια άλλη έννοια, συσχετιζόμενο αυτή τη φορά, εν απουσία κάθε υποκειμένου, με την «αντικειμενικότητα», δηλώνει τον ίδιο τον πυρήνα της επιστημονικής πρακτικής. Η επιστήμη είναι μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο, με αντικείμενα, και η «αντικειμενικότητα» είναι η προσίδιά της κανονιστι κότητα.

Το να διακρίνουμε την πολιτική από την επιστήμη, σημαίνει κατ' αρχήν, ότι αναγνωρίζουμε πως η πολιτική, όπως και η φιλοσοφία, δεν έχει αντικείμενο και δεν υπόκειται στην κανονιστικότητα της αντικειμενικότητας. Ο Althusser ορίζει τη μη αντικειμενική κανονιστικότητα της πολιτικής με τις εκφρά σεις, όπως «τοποθέτηση», «(ταξική) τοποθέτηση», ή «(επαναστατική) αγωνιστική δράση».

Η (αστική) ιδεολογία χαρακτηρίζεται από την ιδέα του υποκειμένου, που η μήτρα της είναι δικαιική και υποτάσσει το άτομο στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του Κράτους: πρόκειται για το θέμα της «έγκλεισης σε υποκείμενο». Είναι κεφαλαιώδες το να σημειώσουμε πως η ιδεολογία, της οποίας η υλικότητα δίδεται από τους μηχανισμούς, αποτελεί μία έννοια κρατική και όχι μια έννοια πολιτική. Το υποκείμενο, με την έννοια που του δίνει ο Althusser, αποτελεί μια λειτουργία του Κράτους. Δεν υπάρχει λοιπόν πολιτικό υποκείμενο, αφού η επαναστατική πολιτική δεν μπορεί να αποτελεί λειτουργία του Κράτους.

Ολόκληρο το πρόβλημα επομένως ανάγεται στο εξής: πώς να ορίσουμε το ιδιαίτερο πεδίο της πολιτικής, εάν έχει αποσπαστεί από το αντικείμενο και από την αντικειμενικότητα (η πολιτική δεν είναι η επιστήμη), όπως και από το υποκείμενο (η πολιτική δεν είναι η ιδεολογία και δεν είναι μια λειτουργία του Κράτους); Πρακτικά και με εμφανώς ανολοκλήρωτο τρόπο, ο Althusser προσεγγίζει αυτό το αποφασιστικό ερώτημα, με δύο τρόπους.

1. «Τάξη» και «πάλη των τάξεων» είναι σημαίνοντα, τα οποία συνεχώς «εμφράσσουν» τη φευγαλέα ταυτότητα της πολιτικής. Η λέξη «πάλη» δηλώνει ότι δεν υπάρχει πολιτικό αντικείμενο (ένας αγώνας δεν είναι αντικείμενο), ενώ η λέξη «τάξη» δηλώνει, πως ούτε υποκείμενο υπάρχει (αφού ο Althusser στο πεδίο της ιστορίας, αντιτίθεται σε κάθε ιδέα του προλεταριάτου ως υποκειμένου). Αυτή η ονομαστική επισήμανση είναι αναγκαστικά προσωρινή και μάλιστα αμφίβολη, για έναν λόγο που ο Lazarus εμφαντικά προτάσσει: η λέξη «τάξη» κυκλοφορεί και προκαλεί κάτι το διφορούμενο ανάμεσα στην επιστήμη της ιστορίας (της οποίας αποτελεί μια έννοια, που παραπέμπει στην κατασκευή ενός αντικειμένου) και την πολιτική.

2. Με εκφράσεις όπως «τοποθέτηση», «επιλογή», «απόφαση» ή «επαναστάτης αγωνιστής», ο Althusser υποδεικνύει ότι στην πολιτική αυτό για το οποίο πρόκειται είναι εξ ολοκλήρου της τάξης του υποκειμενικού.

Ας πούμε ότι το σημείο, στο οποίο ο Althusser μας οδηγεί, χωρίς να μπορούμε να πούμε ότι στοχάζεται πάνω σ' αυτό, είναι το ακόλουθο: μπορούμε άραγε να σκεφτούμε ότι υπάρχει υποκειμενικό χωρίς υποκείμενο; Κι ας προσθέσουμε: ή υποκειμενικό χωρίς υποκείμενο που να μην παίρνει την (επιστημονική) μορφή του αντικειμένου. Προς αυτό το αίνιγμα του υποκειμενικού χωρίς υποκείμενο, ως ενδοφιλοσοφικού δείκτη της πολιτικής, προσανατολίζονται όσα αρμόζει να ονομάζουμε μηχανισμούς της αλτουσσεριανής τοπικής.

Στη θεωρία του «Όλα ήδη εδώ», η τοπική συναρμογή αναδεικνύει τρία κύρια σημεία.

1. Έναν υλιστικό προσδιορισμό από την οικονομία, η οποία αποτελεί μια αρχή ισχυρής σταθερότητας. Στην πραγματικότητα, η οικονομία αποτελεί τη μορφή της αντικειμενικότητας, τον τόπο του αντικειμένου, κι επομένως αυτόν της επιστήμης.

2. Πλασματικές συνθέσεις, φορέας των οποίων είναι τα άτομα, τα οποία αποτελούν ονομαστικές ανυπαρξίες. Πρόκειται για το πεδίο του υποκειμένου, το πεδίο της ιδεολογίας. Είναι επίσης αυτό του Κράτους στην εγχειρηματική του εξάπλωση, στην από μέρους του «κατάληψη» των ξεχωριστών σωμάτων, μέσα από τη λειτουργική ύπαρξη (και όχι κατά κύριο λόγο την αντικειμενική) των μηχανισμών του.

3. Συμπαντικούς επικαθορισμούς, όπως καταστροφές, επαναστάσεις, καινοτομίες, μετεξέλιξη του δευτερεύοντος σε πρωτεύον. Εδώ βρίσκεται το πραγματικό υλικό της πολιτικής τοποθέτησης, η τύχη του αγωνιστή, η στιγμή της επιλογής. Ο επικαθορισμός θέτει το δυνατό στην ημερήσια διάταξη, ενώ το μεν πεδίο της οικονομίας (αντικειμενικότητα) είναι αυτό της ρυθμισμένης σταθερότητας, το δε πεδίο του Κράτους (ιδεολογική υποκειμενικότητα) κάνει τα άτομα να «λειτουργούν». Ο επικαθορισμός είναι στην πραγματικότητα το πεδίο της πολιτικής. Και θα πρέπει οπωσδήποτε να πούμε ότι είναι της τάξης του υποκειμενικού (επιλογή, τοποθέτηση, αγωνιστής), παρά το ότι δεν επιφέρει κανένα αποτέλεσμα υποκειμένου (τέτοια αποτελέσματα είναι κρατικά) και ούτε επαληθεύει ή κατασκευάζει κανένα αντικείμενο (τέτοια αντικείμενα δεν υπάρχουν παρά στο πεδίο της επιστήμης).

Πώς θα πρέπει να νοηθεί εδώ ο όρος «υποκειμενικό», χωρίς υποκείμενο και χωρίς αντικείμενο; Πρόκειται, στα πλαίσια ενός αγωνιστικού υλιστικού σχήματος, για μια διαδικασία ομοιογενούς σκέψης που δεν καθορίζεται από την (επιστημονική) αντικειμενικότητα και δεν αιχμαλωτίζεται από το αποτέλεσμα υποκειμένου (ιδεολογικό). Η διαδικασία αυτή ανατρέπεται στο πεδίο του επικαθορισμού, προς το δυνατό κι αυτό συντελείται μέσα από μια τοποθέτηση, μια εντολή, χωρίς εγγύηση, τόσο στην τάξη του αντικειμενικού της οικονομίας, όσο και στην κρατική τάξη του υποκειμένου, μπορώντας ωστόσο να χαράξει μέσα σε μια κατάσταση μια αληθινή τροχιά.

Ο Althusser δεν στοχάστηκε αυτό το πεδίο, όπως τείνει σήμερα να κάνει ο Lazarus, μέσα από μια πορεία θεμελίωσης, που εγκαταλείπει τη φιλοσοφική παρέκβαση. Αναζήτησε ωστόσο τη δημιουργία μιας θεωρησιακής τοπικής, η οποία διευρύνοντας, ή όπως ο ίδιος λέει, συμπληρώνοντας το όραμα του Μαρξ και του Ένγκελς, καθιστά τη σκέψη δυνατή. Όχι άμεσα (αφού ο Althusser, στην πραγματικότητα, δεν έκανε πολιτική), αλλά μέσα στο παράγωγο στοιχείο της φιλοσοφικής εγγραφής.

Για την εποχή, όλ' αυτά δεν ήταν διόλου αμελητέα και τούτο προσδιορίζει ακόμη και σήμερα, τα καθήκοντα που μας θέτει η σκέψη. Γι' αυτή και μόνον τη θαυμαστή προσπάθεια, που δεν έχει ακόμη ονοματοδοτηθεί (το να στοχαζόμαστε το υποκειμενικό χωρίς το υποκείμενο), αξίζει να αποτίσουμε φόρο τιμής στον Louis Althusser. Γιατί εκείνος άνοιξε τον δρόμο σε αυτές τις δύσκολες προσπάθειες, μέσα από τις οποίες επιχειρούμε, έξω από κάθε πολιτική φιλοσοφία, να δώσουμε, υπό πολιτικούς όρους, ζωή σε νέα φιλοσοφικά αποτελέσματα. Σε αυτόν επίσης οφείλουμε το γεγονός ότι απορρίψαμε την ουμανιστική θεώρηση του δεσμού, ή του συνείναι (l ensemble), μέσα από την οποία συγκολλώνται η θεολογική ηθική των δικαιωμάτων με μια αφηρημένη, και εντέλει υποδουλωτική, θεώρηση των πολιτικών δικαιωμάτων.

Μετάφραση: Κατερίνα Κέη

2 σχόλια :

  1. Τέτοια ασαφή και μπερδεμένη σκέψη του Μπαντιου, τέτοιος διανουμενίστικος λόγος αποσπασμένος από την πραγματικότητα, τέτοια ανοησία τυλιγμένη με σοβαροφάνεια, περνάει φίλε μου για μεγάλη επαναστατική σκέψη και φιλοσοφία στα φοιτιτάκια που δεν έχουν πιάσει το χέρι τους τίποτε άλλο από στυλό και το πεος τους.
    Α ρε Μαρξ πόσα έγραψες απλά και βαθειά.Που μόνο τα εργατόπαιδα μπορούν να τα καταλάβουν!
    markos

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μάλλον markos εκτός από το "κομμουνιστικό μανιφέστο" δεν έχεις διαβάσει τίποτα απ' όλο το έργο του Μαρξ. Για το "κεφάλαιο" ούτε το έχεις διαβάσεις, ούτε βέβαια έχεις καταλάβει τίπότα!

    Υ.Γ. Την εποχή που ζούσε ο Μαρξ ελάχιστοι καταλάβαιναν αυτά που είχε γράψει!

    ΑπάντησηΔιαγραφή


ΑΛΛΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ