Αναδημοσίευση από το antapocrisis.gr
Του Χρίστου Κατσούλα.
Του Χρίστου Κατσούλα.
Αν και μεσολαβούν σαράντα μέρες ανάμεσα στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις, οι διαφορές είναι τεράστιες. Πρόκειται για μια πρωτόγνωρη επιτάχυνση που μεταβάλει ταχύτατα την πολιτική και κοινωνική κατάσταση. Αν στις 6 Μάη το ερώτημα ήταν το μνημόνιο, στις 17 Ιούνη το ερώτημα είναι η κυβέρνηση. Από το ναι ή όχι στο μνημόνιο, περνάμε στο ναι ή όχι στην αντιμνημονιακή κυβέρνηση. Είναι ίσως άδικο για την υπόλοιπη αριστερά, αλλά πρόκειται για δίλημμα σαφώς αναβαθμισμένο, που επηρεάζει άμεσα τη λαϊκή επιβίωση. Καθίσταται επικίνδυνο για την αστική πολιτική, αν και όχι ακόμα για την αστική εξουσία.
Η πρόκληση που παράγει τις τεράστιες πολιτικές μετατοπίσεις, την κατάρρευση του δικομματικού εκκρεμούς και την ισχυρή πιθανότητα της πρωτιάς του ΣΥΡΙΖΑ, είναι η παλλαϊκή προσδοκία να αλλάξουν τα πράγματα. Να σταματήσει ο κατήφορος. Να μπει πάτος στο βαρέλι. Να επανέλθει ίσως το επίπεδο της ζωής, των μισθών, των εισοδημάτων στην προμνημονιακή εποχή. Σίγουρα όμως να σταματήσει η κόλαση της ολοένα και μεγαλύτερης λιτότητας, φορομπηξίας, ανεργίας, φτωχοποίησης.
Αυτή η προσδοκία είναι ισχυρότατη. Κι ας επιστρατευτούν όλες οι εμφυλιοπολεμικές τακτικές, ας αναδειχτούν όλες οι πολυγλωσσίες του ΣΥΡΙΖΑ, ας ανακαλυφθεί η 17 Νοέμβρη, ας βομβαρδίζεται η χώρα με εγχώριες και έξωθεν απειλές. Τα όπλα του αντιπάλου αυτή τη στιγμή είναι ανίσχυρα, γιατί δεν έχουν αξιοπιστία. Χρεώνονται την κατάρρευση της χώρας και της κοινωνίας. Ο λαός είναι διατεθειμένος να δώσει την ευκαιρία στον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν σημαίνει ότι το λαϊκό κίνημα αφυπνίστηκε, βγήκε στο δρόμο ενεργητικά, στρατεύτηκε στην προοπτική ενός άλλου δρόμου. Δίνεται όμως μια δυνατότητα, από αυτές που σπάνια διατίθενται σε δυνάμεις της αριστεράς.
Η συγκυρία ζητά σοβαρότητα γιατί οι δυσκολίες είναι μεγάλες. Η πρώτη ευφορία από τα ανεπανάληπτα ποσοστά πρέπει να δώσει τη θέση της στην προετοιμασία για μια μετωπική αναμέτρηση. Μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση δεν θα προκύψει με μέσους όρους. Θα προκύψει με συγκρούσεις με τη μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενη πολιτική, διαφορετικά θα αποτύχει. Πολλοί προεξοφλούν συγκερασμούς και υπαναχωρήσεις εκατέρωθεν. Έχουν άδικο. Μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση ή θα προχωρήσει σε ρήξη με τα δεσμά που καταδίκασαν τη χώρα στη χρεοκοπία, ή θα ενσωματωθεί. Και στη δεύτερη περίπτωση δεν θα υπάρξουν νικητές στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο. Η ήττα θα είναι βαριά και θα είναι για όλους.
Η δημόσια συζήτηση, η κριτική και η αντιπαράθεση, ο διάλογος για το πρόγραμμα, τους όρους και τις προϋποθέσεις μιας αριστερής – αντιμνημονιακής κυβέρνησης, είναι αναπόφευκτα. Για την ακρίβεια είναι προϋπόθεση για να μπορέσει μια τέτοια κυβέρνηση να ανταποκριθεί στις λαϊκές προσδοκίες. Βουτώντας ελάχιστα τη γλώσσα στο μυαλό και τη γραφίδα στη θεωρία, θα θυμηθούμε ότι ποτέ και πουθενά δεν επικράτησε η αριστερά επειδή ενοχοποίησε την κριτική. Επειδή επιχείρησε να κρατήσει ευχαριστημένους τους πάντες. Επειδή επέβαλε την εκλογική πολυσυλλεκτικότητα ένεκα της μεγάλης μάχης που επίκειται. Η αριστερή πολιτική δεν διεξάγεται με όρους αστικής πολιτικής. Είναι ανταγωνιστική όχι μόνο στο σκοπό, αλλά και στη μεθοδολογία. Η αριστερά απευθύνεται στην κοινωνία για να την επηρεάσει και να τη διαμορφώσει, όχι απλά για να την εκφράσει στιγμιαία και φωτογραφικά.
Το μεγάλο ερώτημα που έχουμε μπροστά μας είναι αν μπορεί να συγκροτηθεί μέσα στο παλιρροϊκό κύμα της αντιμνημονιακής κυβέρνησης ένα διακριτό πολιτικό ρεύμα που αντιλαμβάνεται την αυριανή πολιτική αλλαγή ως απαρχή μιας πορείας ρήξεων και ανατροπών. Αυτό το πολιτικό ρεύμα δεν θα προεξοφλεί την ήττα της αντιμνημονιακής πολιτικής, δεν θα στέκεται γκρινιάρικα και μειοψηφικά στη γωνία, δεν θα αυτοπεριθωριοποιείται, πολύ περισσότερο δεν θα στρατεύεται στην αντι-ΣΥΡΙΖΑ υστερία. Όμως θα υπερασπίζεται την αντιμνημονιακή πολιτική μέχρι το τέλος, θα ζητά να εφαρμοστεί η λαϊκή απαίτηση για ολοκληρωτική ακύρωση των μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων και των νόμων της κοινωνικής χρεοκοπίας, θα προβάλει πειστικά, καθημερινά, σήμερα, τις μεγάλες και αναγκαίες τομές.
Τα παραπάνω ισχύουν στο βαθμό που αντιλαμβανόμαστε ότι μια αριστερή κυβέρνηση είναι η αρχή μιας μεγάλης πορείας για την λαϊκή επιβίωση, την κοινωνική δικαιοσύνη, την οικονομική ανάταξη, την εθνική ανεξαρτησία, την παραγωγική ανασυγκρότηση. Αλλιώς θα έχουμε μια αριστερή κυβέρνηση ως ήπιο μεσοδιάστημα για ένα τρίτο μνημόνιο. Ως διαβατήριο για μια νέα (ανέφικτη) σοσιαλδημοκρατία στα ασφυκτικά πλαίσια της ευρω-λιτότητας. Ή ως άλλοθι σε μια οικουμενική κυβέρνηση που θα εφαρμόσει «διαπραγματευόμενη» τις πολιτικές της τρόικας. Είναι προφανές ότι αυτός ο δεύτερος δρόμος είναι ανεκτός από τον αστισμό, είναι επιθυμητός από πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που ζητούν απλά μια ανάπαυλα στον νεοφιλελεύθερο κατήφορο, αλλά είναι επιζήμιος στο λαϊκό κίνημα.
Το ελάχιστο που οφείλει να κάνει μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση είναι αυτό που λέει το όνομά της. Να καταργήσει δηλαδή τα μνημόνια, τη δανειακή σύμβαση και τους εφαρμοστικούς νόμους. Μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση δεν μπορεί να παγιώσει το σημερινό συσχετισμό δύναμης, τους σημερινούς μισθούς, τη σημερινή ανεργία, τη σημερινή φορολογία. Να πει ότι έγινε έγινε, και να προσπαθεί να αποφύγει τα χειρότερα. Κάτι τέτοιο όχι μόνο θα αναιρέσει τις προεκλογικές διακηρύξεις αλλά δεν θα μπορεί να βγάλει τη χώρα από το καθοδικό σπιράλ της οικονομικής ασφυξίας. Με τα σημερινά δεδομένα, ακόμα κι αν δεν υπάρξει κανένα επιπλέον μνημονιακό μέτρο, η κατάσταση μέρα τη μέρα, μήνα το μήνα θα χειροτερεύει και δεν θα βελτιώνεται. Η ανεργία θα αυξάνεται και δεν θα μειώνεται. Η χώρα θα αργοπεθαίνει, εκτός κι αν τρέξει πακτωλός χρηματοδότησης, χωρίς όρους λιτότητας. Πράγμα απίθανο κρίνοντας από τη Μέρκελ, την Λανγκάρντ ή τον Ολάντ. Οι άνθρωποι αλλάζουν, αλλά τα ταξικά συμφέροντα είναι πάντα ταξικά συμφέροντα και ο ιμπεριαλισμός είναι πάντα ιμπεριαλισμός.
Ένα μόνο παράδειγμα: Ακόμα κι αν δεν περάσει κανένας επιπλέον μνημονιακός νόμος, η φοροεπιδρομή του Ιουνίου θα κάνει πολύ φτωχότερους τους φτωχότερους, και φυσικά δεν θα αποδώσει τα αναμενόμενα έσοδα, εκτοξεύοντας την τρύπα του ελλείμματος. Η κοινωνία έχει ήδη στραγγίξει. Η απάντηση μιας αντιμνημονιακής κυβέρνησης δεν μπορεί να είναι η μετεκλογική εμμονή στη φορομπηξία για να γεμίσουν τα ταμεία, αλλά οι άμεσες αλλαγές σε όφελος του λαού, προς ανακούφιση της κοινωνίας. Δεν μπορεί να είναι η εμμονή σε έναν ανεφάρμοστο προϋπολογισμό, αλλά η ανατροπή του.
Είναι σοφό που ορισμένες φωνές μέσα στην αριστερά, υπογραμμίζουν τις δυσκολίες και τους κινδύνους. Υποστηρίζουν μια πολιτική προετοιμασίας και όχι μια πολιτική ευκολίας. Υποστηρίζουν τον εξοπλισμό του λαού και όχι τον κατευνασμό του αντίπαλου. Επαναφέρουν την πραγματικότητα με το κεφάλι πάνω και τα πόδια κάτω. Λένε το προφανές: ότι η απόπειρα ανατροπής των μνημονίων και της πολιτικής που χρεοκόπησε τη χώρα θα είναι δύσκολο εγχείρημα που θα προκαλέσει συγκρούσεις και τριγμούς. Και ότι μια τέτοια κυβέρνηση για να μην υπαναχωρήσει, για να μην ενσωματωθεί, για να μην απαξιωθεί, θα πρέπει να έχει από το πρωί μέχρι το βράδυ μια υποχρέωση: Να διαλέγει το λαό ως απάντηση στην οποιαδήποτε ερώτηση.
Με αυτό το κριτήριο θα πρέπει να πορευτεί. Το πρόβλημα δεν είναι αν κάποιος ζητά επαναδιαπραγμάτευση με την τρόικα, ενώ κάποιος άλλος ζητά την έξωσή της με μονομερείς διαδικασίες. Δεν κρίνεται βασικά εκεί η επαναστατικότητα. Το πρόβλημα είναι τι θα γίνει στην πράξη. Η θεωρία των σταδίων, είναι καλή στα χαρτιά, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα δουλέψει. Πολυτέλεια χρόνου δεν υπάρχει και η πραγματικότητα διαφέρει από τις φαντασιώσεις. Είναι ψευδαίσθηση ότι μια κυβέρνηση αριστεράς θα καθαρίζει για κάνα εξάμηνο με το σάπιο πολιτικό σύστημα, το επόμενο εξάμηνο θα διαπραγματεύεται με την τρόικα και το μεθεπόμενο θα αποφασίσει τι θα κάνει με το χρέος, τις τράπεζες ή το ευρώ. Τα ερωτήματα είναι εδώ, παρόντα, στην ημερήσια διάταξη και θα απαντηθούν, είτε θέλουμε είτε όχι, πολύ γρήγορα. Όσο νωρίτερα, πληρέστερα και ειλικρινέστερα τεθούν στο δημόσιο διάλογο, και καλεστεί ανοικτά ο λαός να υπερασπίσει με τον αγώνα του την αντιμνημονιακή επιλογή του, τόσο ισχυρότερη θα είναι μια κυβέρνηση αριστεράς.
Από αυτή την άποψη ούτε η πολυγλωσσία βοηθά, ούτε η αυθαίρετη ερμηνεία των προθέσεων ή του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν βοηθά πολύ περισσότερο η ενοχοποίηση της μετωπικής ρήξης με την τρόικα (ας θυμηθούμε ποιος είναι η τρόικα: ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ) και επομένως της συγκρότησης εθνικού νομίσματος. Εδώ είτε ισχύει «καμιά θυσία για το ευρώ», είτε ισχύει η «κόκκινη γραμμή της παραμονής στο ευρώ», είτε -ακόμη χειρότερα- ότι «η αποχώρηση είναι σχέδιο κατοχικής πολιτικής». Δεν γίνεται να ισχύουν και τα τρία, ανάλογα με τον ομιλητή.
Χρειάζεται άμεσα αποσαφήνιση. Για το μνημόνιο, τη δανειακή σύμβαση, το σύνολο των μνημονιακών νόμων, τις τράπεζες, το χρέος, το νόμισμα. Για το ενδεχόμενο μονομερών ενεργειών. Για την πολιτική ή νομική έννοια της καταγγελίας. Για τις επόμενες κινήσεις μιας τυχόν ατελέσφορης διαπραγμάτευσης. Για τις κόκκινες γραμμές από τη μεριά της αριστεράς και τις κόκκινες γραμμές από τη μεριά του αστισμού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει την πολυτέλεια να επιλέξει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Για την ακρίβεια, ακόμα κι αν την επιδιώξει, ο λαός πιθανά να τον στείλει στην κυβέρνηση. Ας εκμεταλλευτεί λοιπόν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο μια συγκυρία όπου ο λαός τον ακούει και θέλει να τον δοκιμάσει. Ίσως τα πράγματα να μην παραμείνουν έτσι για πολύ.
Το σενάριο μιας αριστερής κυβέρνησης – παρένθεσης που στα χέρια της θα σκάσουν (με εξωτερικό σχεδιασμό και εγχώρια στήριξη), αρνητικά οικονομικά επεισόδια, ίσως δεν είναι προϊόν επιστημονικής φαντασίας. Η απάντηση σε αυτό το σενάριο δεν είναι η παραίτηση από την πρωτιά και το σχηματισμό κυβέρνησης, όπως ίσως προκρίνουν ορισμένοι, αλλά η επιθετικότερη διεκδίκησή της, με το λαό στο προσκήνιο, παρόντα, ενεργό. Θέτοντας το σύνολο των ερωτημάτων στο τραπέζι, επιλέγοντας το σύνολο των απαντήσεων, καθαρά, θαρρετά και δημόσια. Παραφράζοντας τη ρήση που έγινε πανό: όποια κι αν είναι η ερώτηση, ο λαός είναι η απάντηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου