(φωτο Α. Καλοδούκας) |
Αναδημοσίευση από την "ΑΥΓΗ"
του Στάθη Κουβελάκη
Για πρώτη φορά στη μεταπολεμική Ευρώπη, ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς ενδέχεται να αποτελέσει την κύρια δύναμη ενός κυβερνητικού σχήματος. Τα βασικά δεδομένα που θα έχει να αντιμετωπίσει αυτή η αριστερή κυβέρνηση είναι κατά βάση γνωστά: μια καταρρέουσα οικονομία, μια τραυματισμένη κοινωνία κι ένα κράτος σε κατάσταση διάλυσης, κάτω από το διπλό βάρος των συνεπειών του Μνημονίου και της πολιτικής «καμένης γης», που με έναν όλο και πιο συνειδητό τρόπο ακουλουθούν τμήματα του κρατικού μηχανισμού και, γενικότερα, του κυρίαρχου μπλοκ, ειδικότερα μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί ένας ίσως ακόμη πιο καθοριστικός παράγοντας, δηλαδή ένα εχθρικό διεθνές περιβάλλον, που παίζει άμεσο και πρωταγωνιστικό ρόλο, έχοντας, με το γνωστό καθεστώς της τροϊκανής κηδεμονίας, επιβάλλει το συνολικό, και άκρως περιοριστικό, πλαίσιο διαχείρισης της κρίσης.
Αυτά τα δεδομένα δεν έχουν τίποτα το πρωτοφανές. Με έναν τρόπο αποτελούν και την εξήγηση της εκρηκτικής εκλογικής ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ την τελευταία περίοδο: οι κοινωνίες στρέφονται προς δυνάμεις έξω από το σύστημα, ακριβώς όταν αυτό βρίσκεται σε κατάσταση ανεξέλεγκτης κρίσης, όταν έχει διαταραχθεί και η πιο απλή καθημερινότητα και έχουν διαρραγεί οι παγιωμένες σχέσεις εκπροσώπησης. Από την άλλη πλευρά, είναι αυτονόητο ότι, για τους ίδιους λόγους, μια αριστερή κυβέρνηση θα έχει να αντιμετωπίσει τεράστιες δυσκολίες και εξαιρετικά επιθετικούς αντιπάλους, εντός και εκτός της χώρας, που καταλαβαίνουν απόλυτα το διακύβευμα και την απειλή που έχουν απέναντι. Γιατί είναι βέβαια σαφές ότι η ακύρωση του μνημονιακού πλαισίου από κυρίαρχη πράξη του ελληνικού κοινοβουλίου, που αποτελεί τον πυρήνα της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ και το κλειδί της δυναμικής του, με μια έννοια και της ίδιας του της ταυτότητας, θέτει αυτόματα την αριστερή κυβέρνηση σε τροχιά σύγκρουσης με τις κυρίαρχες δυνάμεις της Ευρώπης και της χώρας.
Αυτά τα γενικώς αποδεκτά δεδομένα ορίζουν και την ιδιαιτερότητα της ελληνικής συγκυρίας, αυτό που τη διαφοροποιεί από συνθήκες του πρόσφατου σχετικά παρελθόντος, όπου σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, ενίοτε και με συμμετοχή, από συμπληρωματικές θέσεις, αριστερών και κομμουνιστικών δυνάμεων ανέλαβαν να διαχειριστούν ένα εκ των προτέρων δεδομένο πλαίσιο νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Για να τα πούμε διαφορετικά, παρόλο που το άμεσο και κεντρικό αίτημα της αριστερής πρότασης που εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ φαντάζει περιορισμένο και «μετριοπαθές» (ακύρωση του Μνημονίου), στην ουσία, η εμμονή και η συνέπεια στην υλοποίησή του ενέχει μια πλούσια και πολύμορφη ανατρεπτική δυναμική.
Θα ασκηθούν λοιπόν κάθε είδους πιέσεις, που φυσικά έχουν ήδη αρχίσει εδώ και καιρό, για να καμφθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, για να υποχωρήσει σ’ αυτή τη θεμελιακή του δέσμευση, που είναι η ακύρωση του Μνημονίου, με πλήρη επίγνωση ότι αν επιτευχθεί κάτι τέτοιο, καταρρέει αυτόματα το όλο εγχείρημα, και, μαζί του, κάθε ελπίδα προοδευτικής πορείας της ελληνικής κοινωνίας στο ορατό μέλλον. Στις οικονομικές πιέσεις και στο κλίμα υστερίας που καλλιεργούν εδώ και καιρό τα ΜΜΕ θα πρέπει να συνυπολογιστούν οι θεσμικές δυσκολίες που θα προκύψουν από την ίδια τη διαδικασία συγκρότησης κυβέρνησης, ειδικά στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επιτύχει αυτοδυναμία. Με δεδομένη την ανεύθυνη και βαθιά συστημική στάση του ΚΚΕ, αυτό σημαίνει ότι οι πιέσεις από την πλευρά του πολιτικού συστήματος θα είναι αποκλειστικά από τα δεξιά, με αιχμή τις προβαλλόμενες από διάφορες πλευρές «κόκκινες γραμμές» που αποκλείουν ευθύς εξ αρχής κάθε ιδέα ακύρωσης του Μνημονίου από το κοινοβούλιο.
Έτσι, ακόμη κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ επιτύχει μια σχετικά άνετη πρωτιά στις 17 Ιουνίου, αλλά χωρίς αυτοδυναμία, θα συνεχίζει να θεωρείται μειοψηφία από το πολιτικό σύστημα και θα εμφανιστεί ιδιαίτερα εκτεθειμένος στις ασφυκτικές πιέσεις που θα του ασκούνται από όλες τις πλευρές. Η κατάσταση που θα δημιουργηθεί σ’ αυτές τις διόλου απίθανες συνθήκες θέτει ένα γενικότερο και γνώριμο πρόβλημα της αριστερής στρατηγικής, που είναι αυτή των ορίων που θέτει όχι μόνο η πραγματικότητα των συσχετισμών στο οικονομικό επίπεδο και στο εσωτερικό του ίδιου του κράτους αλλά και αυτών που προκύπτουν από ένα συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο (κοινοβούλιο, εκλογικό σύστημα κ.λπ.). Η Λαϊκή Ενότητα στη Χιλή, για παράδειγμα, ήταν κυβέρνηση μειοψηφίας, τόσο στο εκλογικό σώμα όσο και στο κοινοβούλιο, κάτι που δεν μπορούσε να αντισταθμιστεί από τις προεδρικές εξουσίες του Αλιέντε και που εξανάγκασε σε συνεχείς διαπραγματεύσεις και υποχωρήσεις τη Χριστιανοδημοκρατία.
Παρ’ όλα αυτά, μια εκλογική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να δώσει στη ριζοσπαστική Αριστερά ένα διπλό πλεονέκτημα. Πρώτα απ' όλα, αλλά μόνο για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, θα της δώσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και τη δυνατότητα να ορίσει τους όρους της ατζέντας. Αυτό σημαίνει ότι σ’ αυτές τις συνθήκες είναι καθοριστικής σημασίας η επίδειξη αποφασιστικότητας και σαφήνειας στους στόχους, και τούτο τόσο απέναντι στους εσωτερικούς και εξωτερικούς αντιπάλους, που θα έχουν δεχθεί ένα πρώτο χτύπημα, όσο και έναντι των λαϊκών δυνάμεων, που θα έχουν ζωτική ανάγκη να σιγουρέψουν τον «αέρα νίκης». Η υλοποίηση της ακύρωσης του Μνημονίου ως άμεσο αίτημα της νέας συγκυρίας συμπυκνώνει αυτό τον στόχο και ορίζει τη θεμελιακή «κόκκινη γραμμή» για την ίδια την υπόσταση της λαϊκής συμμαχίας που εκφράζει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ.
Το δεύτερο πλεονέκτημα απορρέει από την κινητήρια δύναμη που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στη θέση που βρίσκεται σήμερα, δηλαδή στην εμπειρία της λαϊκής κινητοποίησης και αυτενέργειας των δύο τελευταίων ετών. Χωρίς αυτήν εξάλλου, η εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ από το 5% στη διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας θα αποτελούσε άλυτο μυστήριο. Μια εκλογική νίκη θα τονώσει τη δυναμική από τα κάτω, θα της ανοίξει νέες δυνατότητες, θα τη βάλει όμως μπροστά και σε νέα καθήκοντα. Ας είμαστε πιο συγκεκριμένοι: ξεκινώντας από ένα θετικό εκλογικό αποτέλεσμα, η άμεση παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα μπορεί να δώσει καθοριστική ώθηση για τη συγκρότηση της αριστερής κυβέρνησης, επιτρέποντας στον ΣΥΡΙΖΑ να υπερβεί τα εμπόδια που θα προκύψουν από τον συνδυασμό των εσωτερικών και διεθνών πιέσεων. Η σύγκληση λαϊκών συνελεύσεων σε όλες τις γειτονιές, το κατέβασμα σε δρόμους και πλατείες, η οργάνωση μιας μεγάλης κινητοποίησης με κεντρικό αίτημα την άμεση ακύρωση του Μνημονίου και τον σεβασμό της λαϊκής ετυμηγορίας αποτελούν το πιο ισχυρό χαρτί για να σταθεί στα πόδια της και να προχωρήσει με αποφασιστικότητα μια κυβέρνηση της Αριστεράς.
Με δυο λόγια, η αντιμετώπιση της πρόκλησης της επόμενης μέρας σημαίνει ενεργοποίηση με αναβαθμισμένους πολιτικά όρους της ίδιας της δυναμικής που δημιούργησε τις προϋποθέσεις της αριστερής κυβέρνησης, δηλαδή της λαϊκής παρέμβασης. Ένα τέτοιο εγχείρημα, όπως καταδεικνύεται ήδη από το πρωτοφανές διεθνές ενδιαφέρον για τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα αφήσει αδιάφορη καμιά προοδευτική και κοινωνικά μαχόμενη δύναμη στην Ευρώπη και πέρα απ’ αυτή. Η «ελληνική άνοιξη» θα ανοίξει τον δρόμο σε ευρύτερες ιστορικές εξελίξεις και ανατροπές.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου