( Το κείμενο αυτό στάλθηκε για δημοσίευση στην
ιστοσελίδα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά οι σύντροφοι δεν αξιώθηκαν
ούτε καν να μας ενημερώσουν ότι δεν το δημοσιεύουν...)
Ο ΣΥΡΙΖΑ συγκροτήθηκε σαν ένα κοινό εκλογικό σχήμα κομμάτων και οργανώσεων της αριστεράς. Και από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε, ήταν θελκτικό σε πολλούς αριστερούς, γιατί άνοιγε ένα δρόμο ενάντια στον κατακερματισμό και την πολυδιάσπαση της αριστεράς. Όμως, επειδή εμπεριείχε σπέρματα υπέρβασης, είχε και τους αντίστοιχους κινδύνους. Δεν ήταν βέβαια ίδιοι οι κίνδυνοι για όλες τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ.
Τι καινούργιο μπορεί να γεννήσει μια αριστερά, που η στάση της απέναντι σε οποιοδήποτε ζήτημα που αναδεικνύει η συγκυρία, είναι γνωστή εκ των προτέρων ή μπορεί εύκολα να προβλεφθεί από τον οποιονδήποτε, μέχρι την πιο μικρή της λεπτομέρεια; Τίποτα απολύτως! Η τομή που έγινε με τον ΣΥΡΙΖΑ και ανέδειξε νέα στοιχεία, εντοπίζεται στην “απρόβλεπτη” συμμετοχή των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Τα ρίσκα που πήραν αυτές οι δυνάμεις ήταν μεγάλα, γι αυτό δέχτηκαν και τους μεγαλύτερους κλυδωνισμούς από το αβέβαιο και τολμηρό άλμα προς τα εμπρός. Μια κοινή εκλογή κάθοδος της ΑΚΟΑ με τον ΣΥΝ θα φαινόταν απλά ως ένα φυσικό και “προβλέψιμο” συμβάν, που δεν θα μπορούσε να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της αριστεράς. Μάλιστα, ήδη είχε καθυστερήσει να γίνει, αφού είναι αρκετοί αυτοί που δεν αντιλαμβάνονται τον χαρακτήρα των πολιτικών και ιδεολογικών διαφορών ανάμεσα στην ΑΚΟΑ και τον ΣΥΝ και θεωρούν αδικαιολόγητη την ύπαρξή τους ως διακριτών πολιτικών οργανισμών.
O ΣΥΝ δεν πήρε κανένα ρίσκο με την συμμετοχή του σε αυτή την ιστορία. Είχε μόνον οφέλη. Πρέπει να επισημανθεί ότι αρκετοί ήταν οι αριστεροί που είχαν επιφυλάξεις για το μέλλον του εγχειρήματος. Οι επιφυλάξεις αυτές αφορούσαν στον ΣΥΝ. Επικεντρώνονταν στις συνδιαχειριστικές πολιτικές που κυριαρχούσαν στο πολιτικό του προφίλ. Η Μ. Δαμανάκη και ο Ν. Κωνσταντόπουλος δεν ήταν ότι το καλύτερο έχει να επιδείξει αυτή η αριστερά στην πρόσφατη ιστορία της…
Παρ’ όλα αυτά, το επόμενο βήμα του ΣΥΡΙΖΑ προς τα εμπρός, έγινε από τον ΣΥΝ. Ο ΣΥΡΙΖΑ απέκτησε νέους οπαδούς στο χώρο της αριστεράς και διεύρυνε την επιρροή του και την απήχησή του, από τις αλλαγές που καταγράφηκαν στο εσωτερικό του ΣΥΝ. Η παραίτηση του Α. Αλαβάνου και η υποψηφιότητα του Α. Τσίπρα για την αρχηγία του ΣΥΝ, δεν τάραξαν τα νερά μόνο στον ΣΥΝ αλλά στο σύνολο της αριστεράς. Οι εξελίξεις που πυροδοτήθηκαν από την αλλαγή ηγεσίας στον ΣΥΝ, ξεπέρασαν κατά πολύ τις πολιτικές και ιδεολογικές συντεταγμένες του «αριστερού ρεύματος» και κατέγραψαν μια ρήξη με το παρελθόν του ΣΥΝ, με όρους που δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε συχνά στα κόμματα της αριστεράς. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν έκαναν αντιληπτό - ακόμα και στους πιο δύσπιστους - ότι διαμορφώνεται ένας νέος πολιτικός χώρος με αριστερά χαρακτηριστικά που διεκδικεί την αυτονομία του απέναντι στον δικομματισμό. Αυτή ήταν - και παραμένει - η μεγάλη πολιτική κατάκτηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Η κατάκτηση αυτή καταγράφεται από τον τρόπο που ο ΣΥΡΙΖΑ διαμεσολάβησε στην κεντρική πολιτική σκηνή το μαζικό κίνημα, τους αγώνες της νεολαίας ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος και την πρόσφατη εξέγερση του Δεκέμβρη. Οι παλαιότεροι σύντροφοι, που θυμούνται το κλίμα που διαμορφώθηκε το1980 - όταν δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια της πορείας του Πολυτεχνείου από άνδρες των ΜΑΤ, η Σταματίνα Κανελλοπούλου και ο Ιάκωβος Κουμής, - εύκολα αντιλαμβάνονται την μεγάλη σημασία που θα είχε για το κίνημα τότε, η ύπαρξη ενός κοινοβουλευτικού κόμματος αντίστοιχου με τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ...
Όμως, αν και έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε που γεννήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, η πολιτική παρουσία του εξακολουθεί να καταγράφεται - σχεδόν αποκλειστικά - στην πολιτική σκηνή. Η κοινή δράση των συνιστωσών του στο εργατικό κίνημα, στα συνδικάτα, στην νεολαία, στις γειτονιές είναι ακόμα προβληματική και “προβλέπεται” να παραμείνει. Οι κινήσεις στην κεντρική πολιτική σκηνή - όσο αποτελεσματικές και αν είναι - δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την έλλειψη οργανικής σύνδεσης με το μαζικό κίνημα. Απαιτείται μια πρόσθετη πολιτική δράση με διαφορετικά χαρακτηριστικά, μια δράση που σήμερα απουσιάζει από την πολιτική πρακτική του στους μαζικούς χώρους. Αυτή η δράση δεν θα πρέπει να είναι ευκαιριακή και να στοχεύει μόνο στην μεταφορά των θεμάτων που απασχολούν την κεντρική πολιτική σκηνή στους μαζικούς χώρους. Θα πρέπει να επικεντρώνεται και στα ζητήματα του μαζικού χώρου και να εκφράζεται μέσα από πλατιά ενωτικά σχήματα, ευρύτερα του πολιτικού χώρου του ΣΥΡΙΖΑ. Σχήματα που θα έχουν σταθερή και οργανική σχέση με τον μαζικό τους χώρο και μόνιμη λειτουργία.
Δυστυχώς όμως συχνά συμβαίνει το αντίθετο: Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ακόμα «κλειστός» στις «ανοιχτές πόλεις». Σε μαζικούς χώρους, όπου υπάρχουν δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνον δεν συνυπάρχουν σε πλατιά ενωτικά σχήματα, άλλα συχνά αυτές οι δυνάμεις δραστηριοποιούνται ανταγωνιστικά μέσα από διακριτά συνδικαλιστικά σχήματα. Τις πιο πολλές φορές, οι ευθύνες βαραίνουν τις δυνάμεις του ΣΥΝ, οι οποίες συγκροτούνται πάνω σε συνδιαχειριστικές αντιλήψεις και εγκλωβίζονται σε κοινές συνδικαλιστικές πρακτικές διαχείρισης με δυνάμεις του δικομματισμού. Το πιο ακραίο παράδειγμα αυτών των πρακτικών καταγράφηκε στο ΤΕΕ, όπου η τελευταία αντιασφαλιστική μεταρρύθμιση της ΝΔ πέρασε με την στήριξη των δυνάμεων του ΣΥΝ.
Όμως, μόνο μέσα από αυτές τις κοινές πολιτικές πρακτικές στο μαζικό κίνημα, μπορούν να οικοδομηθούν σχέσεις εμπιστοσύνης και ενότητας ανάμεσα στα πολιτικά υποκείμενα που νοιάζονται για την ανάπτυξη του μαζικού κινήματος, και θεωρούν αυτή την ανάπτυξη ως βασική προϋπόθεση για την πολιτική ανασυγκρότηση της Αριστεράς. Τα πολιτικά υποκείμενα που στρατεύονται στην υπόθεση της ανασυγκρότησης της αριστεράς, είναι υποχρεωμένα να συγκροτούνται τα ίδια στο εσωτερικό των κινημάτων. Χωρίς αυτή την προϋπόθεση, οποιαδήποτε προσπάθεια για αριστερή πολιτική παρουσία ή και παρέμβαση στην κεντρική πολιτική σκηνή - ανεξάρτητα από προθέσεις - είναι καταδικασμένη να περνάει από τα μονοπάτια της αστικής πολιτικής των χειρισμών, των εκπροσωπήσεων, των διαμεσολαβήσεων και πελατειακών σχέσεων. Τότε μόνον ο διάλογος μπορεί να είναι γόνιμος, αφού θα τροφοδοτείται από εμπειρίες των συλλογικών πρακτικών άσκησης πολιτικής.
Η πολιτική συγκρότηση δεν είναι μια διαδικασία παραγωγής πολιτικών θέσεων, από κάποια πολιτικά επιτελεία ή οι ειδικούς της πολιτικής, που απευθύνονται με γενικό τρόπο στην κοινωνία ή στο κίνημα, με την μορφή ηθικών εκκλήσεων ή με τη χρήση του ορθού λόγου. Αν η πολιτική συγκρότηση στο εσωτερικό των κινημάτων είναι ελλειμματική, τότε το έλλειμμα που υπάρχει δεν μπορεί να αναπληρωθεί από το έργο “θεματικών” επιτροπών και από τις θέσεις που θα παράγουν οι “ειδικοί” της πολιτικής μέσα σε αυτές τις επιτροπές για να “διαφωτίσουν” τα κινήματα.
Πρόκειται για αναπαραγωγή αντιλήψεων που επικράτησαν ευρέως στις κυρίαρχες εκδοχές του κομμουνιστικού κινήματος και αυτονομούν την παραγωγή της επαναστατικής θεωρίας από την ταξική πάλη. Συνέπεια αυτών των αντιλήψεων είναι ότι το κίνημα και οι μάζες προσλαμβάνονται ως εξωτερικά «αντικείμενα» σε σχέση με το «υποκείμενο» της πολιτικής πρωτοπορίας, το οποίο μπορεί να υπάρχει έξω και πέρα από αυτά, στο απυρόβλητο, στα όνειρά μας, στη φαντασία μας, ίσως και σε μια …«θεματική» επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ!
Σήμερα, η ανασυγκρότηση της Αριστεράς δεν θα κριθεί τελικά από κάποια πολιτική συμφωνία, ούτε από το πόσο ολοκληρωμένο είναι ένα πολιτικό σχέδιο ή πρόγραμμα. Οι απαντήσεις που προϋποθέτει ένα τέτοιο εγχείρημα, δεν μπορούν να δοθούν κυρίως με την προσφυγή στον «διάλογο». Δεν υπάρχουν πολιτικά υποκείμενα που κατέχουν ή θα ανακαλύψουν την απόλυτη αλήθεια. Οι σχετικές αλήθειες που κατέχει κάθε υποκείμενο ξεχωριστά, δεν είναι επαρκείς για την ανασύνθεση της Αριστεράς. Η τομή που απαιτείται, περνάει από την συντριβή του παλαιού με την μορφή που υπάρχει, και το ριζικό μετασχηματισμό του. Το νέο δεν πρόκειται να προκύψει από απλές αθροιστικές πράξεις μεταξύ συγγενών υποκειμένων, διατεταγμένων σε ομόκεντρους ή παράπλευρους κύκλους. Πρόκειται για μια σύνθεση αντιθέσεων, για τη διαλεκτική της οποίας ισχύει η ρήση του προέδρου Μάο: «Τα δύο δεν γίνονται ένα». Για να μην μιλάμε κινέζικα, το μέλλον των ενωτικών εγχειρημάτων που ευαγγελίζονται την ανασύνθεση της αριστεράς, θα κριθεί τελικά αν η ρήξη με το υπάρχον, που εμπεριέχει ο πυρήνας όλων αυτών εγχειρημάτων, οδηγήσει στην κυριαρχία των όρων μετασχηματισμού και στην καταστροφή των όρων αναπαραγωγής των υποκειμένων που μετέχουν σε αυτά.
Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Η μάχη των ευρωεκλογών πυροδοτεί νέους ανταγωνισμούς στο εσωτερικό του. Όμως έχει ενηλικιωθεί και σηματοδοτεί πλέον στο χώρο της αριστεράς περισσότερα και πιο σημαντικά πράγματα από αυτό που ήταν όταν ξεκίνησε: μια «εκλογική συνεργασία». Θα μπορέσει σήμερα να διαχειριστεί συλλογικά και να συμπυκνώσει την εμπειρία του από την μικρή αλλά δυναμική πορεία του και να την μετατρέψει σε πολιτική πρωτοβουλία που οδηγεί σε υπερβάσεις, ή θα παραμείνει εγκλωβισμένος σε πρακτικές που σύντομα πλησιάζει η ημερομηνία λήξης τους…
Τι καινούργιο μπορεί να γεννήσει μια αριστερά, που η στάση της απέναντι σε οποιοδήποτε ζήτημα που αναδεικνύει η συγκυρία, είναι γνωστή εκ των προτέρων ή μπορεί εύκολα να προβλεφθεί από τον οποιονδήποτε, μέχρι την πιο μικρή της λεπτομέρεια; Τίποτα απολύτως! Η τομή που έγινε με τον ΣΥΡΙΖΑ και ανέδειξε νέα στοιχεία, εντοπίζεται στην “απρόβλεπτη” συμμετοχή των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Τα ρίσκα που πήραν αυτές οι δυνάμεις ήταν μεγάλα, γι αυτό δέχτηκαν και τους μεγαλύτερους κλυδωνισμούς από το αβέβαιο και τολμηρό άλμα προς τα εμπρός. Μια κοινή εκλογή κάθοδος της ΑΚΟΑ με τον ΣΥΝ θα φαινόταν απλά ως ένα φυσικό και “προβλέψιμο” συμβάν, που δεν θα μπορούσε να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της αριστεράς. Μάλιστα, ήδη είχε καθυστερήσει να γίνει, αφού είναι αρκετοί αυτοί που δεν αντιλαμβάνονται τον χαρακτήρα των πολιτικών και ιδεολογικών διαφορών ανάμεσα στην ΑΚΟΑ και τον ΣΥΝ και θεωρούν αδικαιολόγητη την ύπαρξή τους ως διακριτών πολιτικών οργανισμών.
O ΣΥΝ δεν πήρε κανένα ρίσκο με την συμμετοχή του σε αυτή την ιστορία. Είχε μόνον οφέλη. Πρέπει να επισημανθεί ότι αρκετοί ήταν οι αριστεροί που είχαν επιφυλάξεις για το μέλλον του εγχειρήματος. Οι επιφυλάξεις αυτές αφορούσαν στον ΣΥΝ. Επικεντρώνονταν στις συνδιαχειριστικές πολιτικές που κυριαρχούσαν στο πολιτικό του προφίλ. Η Μ. Δαμανάκη και ο Ν. Κωνσταντόπουλος δεν ήταν ότι το καλύτερο έχει να επιδείξει αυτή η αριστερά στην πρόσφατη ιστορία της…
Παρ’ όλα αυτά, το επόμενο βήμα του ΣΥΡΙΖΑ προς τα εμπρός, έγινε από τον ΣΥΝ. Ο ΣΥΡΙΖΑ απέκτησε νέους οπαδούς στο χώρο της αριστεράς και διεύρυνε την επιρροή του και την απήχησή του, από τις αλλαγές που καταγράφηκαν στο εσωτερικό του ΣΥΝ. Η παραίτηση του Α. Αλαβάνου και η υποψηφιότητα του Α. Τσίπρα για την αρχηγία του ΣΥΝ, δεν τάραξαν τα νερά μόνο στον ΣΥΝ αλλά στο σύνολο της αριστεράς. Οι εξελίξεις που πυροδοτήθηκαν από την αλλαγή ηγεσίας στον ΣΥΝ, ξεπέρασαν κατά πολύ τις πολιτικές και ιδεολογικές συντεταγμένες του «αριστερού ρεύματος» και κατέγραψαν μια ρήξη με το παρελθόν του ΣΥΝ, με όρους που δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε συχνά στα κόμματα της αριστεράς. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν έκαναν αντιληπτό - ακόμα και στους πιο δύσπιστους - ότι διαμορφώνεται ένας νέος πολιτικός χώρος με αριστερά χαρακτηριστικά που διεκδικεί την αυτονομία του απέναντι στον δικομματισμό. Αυτή ήταν - και παραμένει - η μεγάλη πολιτική κατάκτηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Η κατάκτηση αυτή καταγράφεται από τον τρόπο που ο ΣΥΡΙΖΑ διαμεσολάβησε στην κεντρική πολιτική σκηνή το μαζικό κίνημα, τους αγώνες της νεολαίας ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος και την πρόσφατη εξέγερση του Δεκέμβρη. Οι παλαιότεροι σύντροφοι, που θυμούνται το κλίμα που διαμορφώθηκε το1980 - όταν δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια της πορείας του Πολυτεχνείου από άνδρες των ΜΑΤ, η Σταματίνα Κανελλοπούλου και ο Ιάκωβος Κουμής, - εύκολα αντιλαμβάνονται την μεγάλη σημασία που θα είχε για το κίνημα τότε, η ύπαρξη ενός κοινοβουλευτικού κόμματος αντίστοιχου με τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ...
Όμως, αν και έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε που γεννήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, η πολιτική παρουσία του εξακολουθεί να καταγράφεται - σχεδόν αποκλειστικά - στην πολιτική σκηνή. Η κοινή δράση των συνιστωσών του στο εργατικό κίνημα, στα συνδικάτα, στην νεολαία, στις γειτονιές είναι ακόμα προβληματική και “προβλέπεται” να παραμείνει. Οι κινήσεις στην κεντρική πολιτική σκηνή - όσο αποτελεσματικές και αν είναι - δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την έλλειψη οργανικής σύνδεσης με το μαζικό κίνημα. Απαιτείται μια πρόσθετη πολιτική δράση με διαφορετικά χαρακτηριστικά, μια δράση που σήμερα απουσιάζει από την πολιτική πρακτική του στους μαζικούς χώρους. Αυτή η δράση δεν θα πρέπει να είναι ευκαιριακή και να στοχεύει μόνο στην μεταφορά των θεμάτων που απασχολούν την κεντρική πολιτική σκηνή στους μαζικούς χώρους. Θα πρέπει να επικεντρώνεται και στα ζητήματα του μαζικού χώρου και να εκφράζεται μέσα από πλατιά ενωτικά σχήματα, ευρύτερα του πολιτικού χώρου του ΣΥΡΙΖΑ. Σχήματα που θα έχουν σταθερή και οργανική σχέση με τον μαζικό τους χώρο και μόνιμη λειτουργία.
Δυστυχώς όμως συχνά συμβαίνει το αντίθετο: Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ακόμα «κλειστός» στις «ανοιχτές πόλεις». Σε μαζικούς χώρους, όπου υπάρχουν δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνον δεν συνυπάρχουν σε πλατιά ενωτικά σχήματα, άλλα συχνά αυτές οι δυνάμεις δραστηριοποιούνται ανταγωνιστικά μέσα από διακριτά συνδικαλιστικά σχήματα. Τις πιο πολλές φορές, οι ευθύνες βαραίνουν τις δυνάμεις του ΣΥΝ, οι οποίες συγκροτούνται πάνω σε συνδιαχειριστικές αντιλήψεις και εγκλωβίζονται σε κοινές συνδικαλιστικές πρακτικές διαχείρισης με δυνάμεις του δικομματισμού. Το πιο ακραίο παράδειγμα αυτών των πρακτικών καταγράφηκε στο ΤΕΕ, όπου η τελευταία αντιασφαλιστική μεταρρύθμιση της ΝΔ πέρασε με την στήριξη των δυνάμεων του ΣΥΝ.
Όμως, μόνο μέσα από αυτές τις κοινές πολιτικές πρακτικές στο μαζικό κίνημα, μπορούν να οικοδομηθούν σχέσεις εμπιστοσύνης και ενότητας ανάμεσα στα πολιτικά υποκείμενα που νοιάζονται για την ανάπτυξη του μαζικού κινήματος, και θεωρούν αυτή την ανάπτυξη ως βασική προϋπόθεση για την πολιτική ανασυγκρότηση της Αριστεράς. Τα πολιτικά υποκείμενα που στρατεύονται στην υπόθεση της ανασυγκρότησης της αριστεράς, είναι υποχρεωμένα να συγκροτούνται τα ίδια στο εσωτερικό των κινημάτων. Χωρίς αυτή την προϋπόθεση, οποιαδήποτε προσπάθεια για αριστερή πολιτική παρουσία ή και παρέμβαση στην κεντρική πολιτική σκηνή - ανεξάρτητα από προθέσεις - είναι καταδικασμένη να περνάει από τα μονοπάτια της αστικής πολιτικής των χειρισμών, των εκπροσωπήσεων, των διαμεσολαβήσεων και πελατειακών σχέσεων. Τότε μόνον ο διάλογος μπορεί να είναι γόνιμος, αφού θα τροφοδοτείται από εμπειρίες των συλλογικών πρακτικών άσκησης πολιτικής.
Η πολιτική συγκρότηση δεν είναι μια διαδικασία παραγωγής πολιτικών θέσεων, από κάποια πολιτικά επιτελεία ή οι ειδικούς της πολιτικής, που απευθύνονται με γενικό τρόπο στην κοινωνία ή στο κίνημα, με την μορφή ηθικών εκκλήσεων ή με τη χρήση του ορθού λόγου. Αν η πολιτική συγκρότηση στο εσωτερικό των κινημάτων είναι ελλειμματική, τότε το έλλειμμα που υπάρχει δεν μπορεί να αναπληρωθεί από το έργο “θεματικών” επιτροπών και από τις θέσεις που θα παράγουν οι “ειδικοί” της πολιτικής μέσα σε αυτές τις επιτροπές για να “διαφωτίσουν” τα κινήματα.
Πρόκειται για αναπαραγωγή αντιλήψεων που επικράτησαν ευρέως στις κυρίαρχες εκδοχές του κομμουνιστικού κινήματος και αυτονομούν την παραγωγή της επαναστατικής θεωρίας από την ταξική πάλη. Συνέπεια αυτών των αντιλήψεων είναι ότι το κίνημα και οι μάζες προσλαμβάνονται ως εξωτερικά «αντικείμενα» σε σχέση με το «υποκείμενο» της πολιτικής πρωτοπορίας, το οποίο μπορεί να υπάρχει έξω και πέρα από αυτά, στο απυρόβλητο, στα όνειρά μας, στη φαντασία μας, ίσως και σε μια …«θεματική» επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ!
Σήμερα, η ανασυγκρότηση της Αριστεράς δεν θα κριθεί τελικά από κάποια πολιτική συμφωνία, ούτε από το πόσο ολοκληρωμένο είναι ένα πολιτικό σχέδιο ή πρόγραμμα. Οι απαντήσεις που προϋποθέτει ένα τέτοιο εγχείρημα, δεν μπορούν να δοθούν κυρίως με την προσφυγή στον «διάλογο». Δεν υπάρχουν πολιτικά υποκείμενα που κατέχουν ή θα ανακαλύψουν την απόλυτη αλήθεια. Οι σχετικές αλήθειες που κατέχει κάθε υποκείμενο ξεχωριστά, δεν είναι επαρκείς για την ανασύνθεση της Αριστεράς. Η τομή που απαιτείται, περνάει από την συντριβή του παλαιού με την μορφή που υπάρχει, και το ριζικό μετασχηματισμό του. Το νέο δεν πρόκειται να προκύψει από απλές αθροιστικές πράξεις μεταξύ συγγενών υποκειμένων, διατεταγμένων σε ομόκεντρους ή παράπλευρους κύκλους. Πρόκειται για μια σύνθεση αντιθέσεων, για τη διαλεκτική της οποίας ισχύει η ρήση του προέδρου Μάο: «Τα δύο δεν γίνονται ένα». Για να μην μιλάμε κινέζικα, το μέλλον των ενωτικών εγχειρημάτων που ευαγγελίζονται την ανασύνθεση της αριστεράς, θα κριθεί τελικά αν η ρήξη με το υπάρχον, που εμπεριέχει ο πυρήνας όλων αυτών εγχειρημάτων, οδηγήσει στην κυριαρχία των όρων μετασχηματισμού και στην καταστροφή των όρων αναπαραγωγής των υποκειμένων που μετέχουν σε αυτά.
Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Η μάχη των ευρωεκλογών πυροδοτεί νέους ανταγωνισμούς στο εσωτερικό του. Όμως έχει ενηλικιωθεί και σηματοδοτεί πλέον στο χώρο της αριστεράς περισσότερα και πιο σημαντικά πράγματα από αυτό που ήταν όταν ξεκίνησε: μια «εκλογική συνεργασία». Θα μπορέσει σήμερα να διαχειριστεί συλλογικά και να συμπυκνώσει την εμπειρία του από την μικρή αλλά δυναμική πορεία του και να την μετατρέψει σε πολιτική πρωτοβουλία που οδηγεί σε υπερβάσεις, ή θα παραμείνει εγκλωβισμένος σε πρακτικές που σύντομα πλησιάζει η ημερομηνία λήξης τους…
Αθήνα 24-02-09 Γ. Κ.
πολύ καλή προσπάθεια που την είχαμε ανάγκη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ θέλω απλώς να πω: καλύτερα να έχουμε στο μυαλό μας, λιγότερη επανάσταση, λιγότερη συνδιαχείριση και περισσότερη δημοκρατία!
Σύμφωνώ.Ένα παράδειγμα για το ότι πολιτική δεν μπορούν να παράγουν οι "ειδικοί" των "θεματικών επιτροπών" αλλά τα κινήματα, είναι το εξής : Τα 15 σημεία δόθηκαν στη δημοσιότητα μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη. Ωστόσο αν προσέξετε το σημείο 11 - Παιδεία, θα παρατηρήσετε ότι ναι μεν λέει σωστά πράγματα, όμως η λογική του είναι "καθηγητο - γονεοκεντρική" και όχι μαθητοκεντρική παρόλο που οι μαθητές ήταν ο κορμός της εξέγερσης. Δηλαδή : Απουσιάζει από την συγκεκριμένη ενότητα το βασικό πρόβλημα που κάνει τα παιδιά να ασφυκτιούν και κατ' επέκταση τις οικογένειές τους : η εντατικοποίηση, η διαρκής αύξηση της διδακτέας ύλης τα τελευταία χρόνια.Ο όγκος της ύλης, η αύξηση της δουλιάς στο σπίτι, η βαθμολογία, οι εξετάσεις είναι τα κυριότερα εργαλεία του ταξικού - απορριπτικού σχολείου από την Α' Δημοτικού μέχρι την Γ' Λυκείου. Σωστά αρνούμαστε την επιχειρούμενη αξιολόγηση - χειραγώγηση των καθηγητών, δε λέμε όμως κουβέντα για την διαρκή αξιολόγηση - απόρριψη - χειραγώγηση - παραμόρφωση της προσωπικότητας των μαθητών μέσα από το σύστημα αξιολόγησής τους.Επίσης δεν αναφέρονται ζητήματα που προτάσσει η ΟΛΜΕ (π.χ. ζώνες εκπαιδευτικής προτεραιότητας)καθώς και θέματα που θα αποτελέσουν πεδία πολιτικής διαμάχης στους ακαδημαϊκούς και όχι μόνον χώρους π.χ. το θέμα της εισαγωγής στα ΑΕΙ για το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να έχει πολύ καθαρή θέση σε συνδυασμό με την πλήρη απόρριψη του μοντέλου των 5 επίπεδων της Μπολόνια.Αναμένονται ρυθμίσεις για όλ' αυτά. Ο κόσμος μας πρέπει να είναι προετοιμασμένος.
ΑπάντησηΔιαγραφή