1ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΥΡΙΖΑ

Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

Το κομπιούτερ του Γκοντό


Αναδημοσίευση από το (το) περγάδι

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑΣ
Τεχνολογική  εξέλιξη, εξορθολογισμός, ανεργία
του Robert Kurz

Επικρατεί μια αφελής άποψη, που έχει όμως κάποια βάση, για την παραγωγικότητα όσο αυτή αυξάνεται, αυτό πιστεύει ο κοινός νους, τόσο περισσότερο ανακουφίζει την καθημερινότητα μας. Αύξηση της παραγωγικότητας σημαίνει παραγωγή περισσότερων αγαθών με λιγότερη εργασία. Ωραία δεν ακούγεται; Ωστόσο, στην εποχή μας  με την αύξηση της παραγωγικότητας, πέρα από το ότι παράγεται μια υπερβολική ποσότητα αγαθών, φαίνεται ότι δημιουργείται και μια χιονοστιβάδα ανεργίας και φτώχειας.

Από τα τέλη της δεκαετίας του '70, οι κοινωνιολόγοι αναφέρονται συχνά στην τεχνολογική ή «διαρθρωτική» ανεργία. Αυτό σημαίνει ότι η ανεργία αυξάνεται ανεξάρτητα από τις κυκλικές διακυμάνσεις της οικονομίας και αυξάνεται ακόμα και σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης. Στις δεκαετίες του '80 και του '90, η βάση μιας τέτοιας διαρθρωτικής ανεργίας, από οικονομικό κύκλο σε οικονομικό κύκλο,  διευρύνεται όλο και περισσότερο, σε όλες σχεδόν τις χώρες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας στη Γενεύη το 1995, το 30% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στον κόσμο δεν είχε μια σταθερή εργασία.

Η θλιβερή αυτή διαπίστωση, δεν έρχεται μόνο κόντρα στη κοινή λογική, αλλά προκαλεί και μια περίεργη αντίδραση στους οικονομολόγους. Οι οικονομολόγοι κάνουν πως δεν βλέπουν ότι το ανορθολογικό φαινόμενο της μαζικής ανεργίας έχει να κάνει με τους νόμους της σύγχρονης οικονομίας. Οι αιτίες, ισχυρίζονται, θα πρέπει να αναζητηθούν σε παράγοντες που δεν έχουν να κάνουν με την οικονομία, αλλά με τις λάθος δημοσιονομικές πολιτικές των κυβερνήσεων.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, οι ίδιοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι η αύξηση της παραγωγικότητας δεν μειώνει τον αριθμό των θέσεων εργασίας, αλλά  τις αυξάνει και ότι αυτό έχει επιβεβαιωθεί από την ιστορία της νεοτερικότητας. Αυτό που για έναν  αμερόληπτο παρατηρητή μοιάζει να είναι η αιτία της νόσου θα πρέπει, επομένως, να αποτελεί και τη συνταγή για τη θεραπεία. Οι οικονομολόγοι χρησιμοποιούν μια εξίσωση που μοιάζει με σόφισμα. Πού βρίσκεται το λάθος ;

Ένα αξίωμα της οικονομικής θεωρίας υποστηρίζει ότι σκοπός της παραγωγής είναι να καλύπτει την έλλειψη αγαθών του πληθυσμού. Αυτό, σήμερα θεωρείται καθαρή κοινοτοπία αφού όλοι γνωρίζουμε ότι σκοπός της σύγχρονης παραγωγής είναι η παραγωγή κέρδους για τον ιδιώτη. Η πώληση των παραγόμενων αγαθών στην αγορά, ωστόσο, θα πρέπει να αποφέρει μεγαλύτερο κέρδος από το κόστος παραγωγής τους. 

Ποια είναι η εσωτερική σχέση μεταξύ αυτών των δύο στόχων; Οι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι ο δεύτερος στόχος δεν είναι απλά παρά ένα μέσο (στην πραγματικότητα ο προσφορότερος) για την επίτευξη του πρώτου. Ωστόσο, είναι σαφές ότι οι δύο αυτοί στόχοι δεν ταυτίζονται: ο πρώτος, έχει σχέση με την οικονομία στο σύνολό της, ο δεύτερος με την οικονομία των επιχειρήσεων. Αυτό οδηγεί σε αντιφάσεις, οι οποίες καθιστούν ευθύς εξαρχής, ασταθές το σύγχρονο οικονομικό σύστημα.

Μια τόσο λογική, εκ πρώτης όψεως, άποψη ότι η αύξηση της παραγωγικότητας κάνει πιο εύκολη την ζωή των ανθρώπων δεν παίρνει υπόψη της, τη συγκεκριμένη λογική των επιχειρήσεων. Στην ουσία, αυτό που πρέπει να γνωρίζουμε είναι σε τι θα χρησιμεύσει η αύξηση της παραγωγικής ικανότητας. Αν η παραγωγή στοχεύει να ικανοποιήσει τις ανάγκες, τότε η εξέλιξη μεθόδων και μέσων θα χρησιμεύσει πολύ απλά για να δουλεύουμε λιγότερο και να έχουμε περισσότερο ελεύθερο χρόνο. 

Ο παραγωγός εμπορευμάτων για την αγορά, ωστόσο, μπορεί να έχει τη φαεινή ιδέα να εργάζεται όσο  και τώρα και να χρησιμοποιεί την πρόσθετη παραγωγικότητα για να παράγει ακόμα μεγαλύτερη ποσότητα εμπορευμάτων, για να κερδίσει περισσότερα χρήματα, παρά να μένει άπραγος. Ένας μάνατζερ επιχειρήσεων είναι το ίδιο υποχρεωμένος να σκέφτεται με τον ίδιο τρόπο, αφού για αυτόν δεν έχει κανένα νόημα να έχουν οι μισθωτοί  περισσότερο χρόνο για την αναψυχή τους. 
Γι 'αυτόν, η πρόσθετη παραγωγικότητα είναι ένα πλεονέκτημα κατά του ανταγωνισμού, που το εκμεταλλεύεται για να μειώσει το λειτουργικό κόστος της επιχείρησης του, και όχι για να βελτιώσει τη ζωή των παραγωγών.

Αυτός είναι ο λόγος που στη σύγχρονη οικονομική ιστορία η μείωση της εργάσιμης ημέρας είναι αναλογικά πολύ μικρότερη από την αντίστοιχη αύξηση της παραγωγικότητας. Σήμερα, οι μισθωτοί εργάζονται με μεγαλύτερη ένταση και περισσότερες ώρες από τους αγρότες του Μεσαίωνα.

Μείωση του κόστους, επομένως, δεν σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι εργάζονται λιγότερο, παράγοντας την ίδια ποσότητα εμπορευμάτων, αλλά ότι λιγότεροι εργαζόμενοι παράγουν περισσότερα εμπορεύματα. 
Η αύξηση της παραγωγικότητας μοιράζει τους καρπούς της με τρόπο εξαιρετικά άνισο: ενώ το «πλεονάζον»  εργατικό προσωπικό απολύεται, αυξάνονται τα κέρδη των επιχειρηματιών. Αλλά, αν όλες οι επιχειρήσεις έκαναν το ίδιο, τότε θα υπάρξουν μακροοικονομικές συνέπειες που δεν τις πήραν υπόψη τα στενόμυαλα επιχειρηματικά συμφέρονται: με την αυξανόμενη ανεργία, θα μειωθεί η αγοραστική δύναμη της κοινωνίας. 
Ποιος θα αγοράζει τότε την ολοένα και μεγαλύτερη ποσότητα εμπορευμάτων;

Οι συντεχνίες των βιοτεχνών στο Μεσαίωνα αυτό τον κίνδυνο τον είχαν αντιληφθεί. Γι αυτούς ήταν αμαρτία και έγκλημα να ανταγωνίζονται τους συναδέλφους  τους  αυξάνοντας την παραγωγικότητα και να τους οδηγούν έτσι, με κάθε κόστος στην καταστροφή. Οι μέθοδοι παραγωγής ήταν τόσο αυστηρά καθορισμένοι που κανείς δεν μπορούσε να τους αλλάξει χωρίς τη συγκατάθεση των συντεχνιών. 
Αυτό  που εμπόδιζε την τεχνολογική ανάπτυξη δεν ήταν τόσο η τεχνική αδυναμία όσο η ίδια η στατική κοινωνική οργάνωση των βιοτεχνών. Οι βιοτέχνες δεν παρήγαν για την αγορά, με τη σύγχρονη έννοια, αλλά για μια περιορισμένη τοπική αγορά, χωρίς ανταγωνισμό. Αυτός ο τρόπος παραγωγής κράτησε περισσότερο από ό, τι γενικά πιστεύουμε. Σ’ ένα μεγάλο μέρος της Γερμανίας, η αστυνομία απαγόρευε την εισαγωγή μηχανημάτων μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα. 

Η Αγγλία, όπως γνωρίζουμε, ήταν η πρώτη που κατάργησε αυτή την απαγόρευση. Έτσι, άνοιξε ο δρόμος, για τεχνικές εφευρέσεις, όπως ο μηχανικός αργαλειός και η ατμομηχανή, οι δύο κινητήριες δυνάμεις της εκβιομηχάνισης. 
Και να, που ξαφνικά κάνει την εμφάνισή του ένα πολύ σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα: σε ολόκληρη την Ευρώπη, στη περίοδο μετάβασης από τον 18ο στον 19ο αιώνα, ξεσπά για πρώτη φορά μια μαζική τεχνολογική ανεργία. Το φαινόμενο αυτό χτύπησε μόνο ένα συγκεκριμένο τομέα, την παραγωγή κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων. 
Ετσι, οι εργάτες της κλωστοϋφαντουργίας ξεσηκώθηκαν παντού  και κατάστρεφαν τα νέα μηχανήματα προκειμένου να διασώσουν τις  θέσεις εργασίας τους  και την κοινωνική οργάνωση του βιοτεχνικού τρόπου ζωής τους.

Οι οικονομολόγοι ισχυρίζονται ότι όλα αυτά ανήκουν πια στο παρελθόν: μήπως, λένε, οι μετέπειτα εξελίξεις, δεν έδειξαν ότι οι φόβοι αυτοί ήταν αβάσιμοι; Και η αλήθεια είναι ότι, παρά την συνεχή ανάπτυξη των νέων παραγωγικών δυνάμεων του βιομηχανικού τομέα, η μαζική τεχνολογική ανεργία μειώθηκε ραγδαία. Αλλά για ποιο λόγο έγινε αυτό; Προβληματισμένοι από τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, οι βιομήχανοι ήταν υποχρεωμένοι να επιστρέψουν στους καταναλωτές ένα μέρος από την αύξηση της παραγωγικότητας. 
Ετσι, οι μηχανές, ουσιαστικά, έκαναν τα προϊόντα πιο φτηνά για τον καταναλωτή. Εκεί που πολλοί φορούσαν τα ίδια ρούχα για χρόνια, ξαφνικά μπορούσαν να αγοράζουν καινούργια ρούχα, αρκετές φορές το χρόνο. 

Η αγορά έτσι, επεκτάθηκε αλματωδώς. Αν και για την παραγωγή μιας συγκεκριμένης ποσότητας προϊόντων κλωστοϋφαντουργίας, τώρα, χρειαζόντουσαν λιγότερα εργατικά χέρια από ό,τι πρώτα, η ζήτηση για φτηνά ρούχα και υφάσματα μεγάλωσε σε σημείο που, μακροπρόθεσμα, να χρειαστεί να απασχοληθούν όχι λιγότεροι αλλά ακόμα περισσότεροι εργάτες από πρώτα στις νέες κλωστοϋφαντουργίες. 

Με αυτό, όμως, το πρόβλημα δεν λύθηκε  στη ρίζα του. Κάθε αγορά, έφτανε κάποια στιγμή    σ’ ένα σημείο κορεσμού και αδυνατούσε να κατακτήσει νέα τμήματα καταναλωτών. Μόνο σε κάποια συγκεκριμένη φάση ανάπτυξης, η αύξηση της παραγωγικότητας  δημιουργεί  περισσότερες θέσεις εργασίας, παρά τη μικρότερη ποσότητα της αναγκαίας εργασίας που χρειάζεται για την παραγωγή του κάθε εμπορεύματος.  

Στη φάση αυτή, οι μέθοδοι που αναπτύχθηκαν φτήνυναν το προϊόν και το προετοίμασαν για τη μαζική κατανάλωση. Πριν φτάσει, όμως, σ’ αυτό το στάδιο, η αύξηση της παραγωγικότητας βυθίζει τον παλιό τρόπο παραγωγής σε βαθιά κρίση, όπως μας δείχνει το παράδειγμα των βιοτεχνιών κλωστοϋφαντουργίας τον 19ο αιώνα.
Στην άλλη άκρη της ανάπτυξης, η κρίση γίνεται και αυτή μια απειλή (από την ίδια τη βιομηχανική παραγωγή), όταν ξεπεραστούν τα όρια επέκτασης και κορεστούν οι περιφερειακές αγορές. Αλλά η ίδια επέκταση μπορεί να επεκταθεί και σε άλλους τομείς. 
Τον 19ο αιώνα, τα παλιά προπύργια της βιοτεχνίας, το ένα μετά το άλλο, σταδιακά βιομηχανοποιήθηκαν. Ολοένα και περισσότερα προϊόντα έγιναν φθηνότερα και οι αγορές κυριολεκτικά εκτοξεύτηκαν στα ύψη.
Η διαδικασία αυτή έγινε τόσο γλήγορα, που  οι «περισσευούμενοι»  βιοτέχνες απορροφήθηκαν αμέσως από τη βιομηχανία, οπότε δεν είχαμε επανάληψη της μεγάλης κοινωνικής κρίσης που είχε πλήξει τους παλιούς παραγωγούς της κλωστοϋφαντουργίας. 
Τώρα, οι φτωχότερες τάξεις όχι μόνο είχαν τη δυνατότητα να αγοράζουν αντικείμενα καθημερινής χρήσης.  Τα προϊόντα πολυτελείας, που απευθυνόντουσαν αποκλειστικά στις ανώτερες τάξεις, τώρα γίνονται  προϊόντα μαζικής κατανάλωσης. Ακόμα και ο Καρλ Μαρξ το φτήναιμα αυτό της τιμής των προϊόντων της βιομηχανίας το θεωρούσε  «εκπολιτιστικό έργο» του καπιταλισμού. 
Έτσι, οι κρίσεις, αν και αναπόφευκτες, έμοιαζαν απλά με  οδυνηρές μεταβάσεις προς νέα επίπεδα ευημερίας.

Τι γίνεται, όμως, όταν όλοι οι τομείς παραγωγής έχουν ήδη βιομηχανοποιηθεί και η αγορά έχει φτάσει στα όριά της;
Η οικονομική ανάπτυξη φαινόταν να καθησυχάζει αυτές τις ανησυχίες . Η βιομηχανία όχι μόνο απορροφούσε τους παλιούς κλάδους της βιοτεχνίας, αλλά αυτή η ίδια δημιουργούσε  νέους τομείς παραγωγής, ανακάλυπτε νέα προϊόντα που μέχρι τότε κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί και πέρασε στον κόσμο το πνεύμα του καταναλωτή.

 Η διαδικασία αύξησης της παραγωγικότητας,  επέκτασης και κορεσμού των αγορών, η δημιουργία νέων αναγκών και νέας επέκτασης έμοιαζε να μην έχει όρια.

Οικονομολόγοι όπως ο Joseph Schumpeter και ο Nikolai Kondratieff διατύπωσαν, ξεκινώντας από αυτές τις ιδέες, τη θεωρία των λεγόμενων «μακρών κυμάτων» στην κυκλική ανάπτυξη της σύγχρονης οικονομίας. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, ένας ορισμένος συνδυασμός βιομηχανιών, μετά από μια φάση ορμητικής επέκτασης, φτάνει πάντα στα ιστορικά όρια κορεσμού, γήρανσης και αρχίζει να συρρικνώνεται,. Ωστόσο, καινοτόμοι επιχειρηματίες, λειτουργώντας ως  «δημιουργικοί καταστροφείς» (Schumpeter), εφευρίσκουν νέα προϊόντα, νέες μεθόδους και νέες τεχνικές που απελευθερώνουν το κεφάλαιο από τις παλιές λιμνάζουσες επενδύσεις δίνοντας του νέα πνοή.

Τυπικό παράδειγμα της γέννησης ενός νέου κύκλου είναι η αυτοκινητοβιομηχανία. 
Το 1886, ο Γερμανός μηχανικός Καρλ Benz είχε ήδη κατασκευάσει το πρώτο αυτοκίνητο, αλλά μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα τέτοιο εμπόρευμα ήταν ένα προϊόν πολυτελείας εξαιρετικά ακριβό. Και τότε, λες και  είχε βγει από τις σελίδες του βιβλίου του Schumpeter, εμφανίστηκε ο πρωτοπόρος επιχειρηματίας Henry Ford. Δημιούργημά του δεν ήταν το αυτοκίνητο, αυτό καθαυτό, αλλά μια νέα μέθοδο παραγωγής. 

Τον 19ο αιώνα, η παραγωγικότητα αυξήθηκε κυρίως λόγω της βιομηχανοποίησης κλάδων της βιοτεχνίας με την εγκατάσταση μηχανών. Η εσωτερική οργάνωση της ίδιας της βιομηχανίας δεν είχε γίνει ακόμη αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής. 
Μόνο μετά το ‘900 ο βορειοαμερικανός μηχανικός Frederick Taylor ανέπτυξε ένα σύστημα « επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας», με σκοπό τον καταμερισμό των τομέων εργασίας και την αύξηση της παραγωγής. Με το σύστημα αυτό ο Ford ανακάλυψε άγνωστα μέχρι τότε αποθέματα παραγωγικότητας στην οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας. Παρατήρησε, για παράδειγμα, ότι ένας εργαζόμενος της γραμμής παραγωγής έχανε κατά μέσο όρο αρκετό χρόνο προσπαθώντας να βρει βίδες. Τότε,τις, μεταφέρανε κατευθείαν στη θέση εργασίας. Έτσι, ένα μέρος της διαδικασίας έγινε «περιττό» και, ακολούθησε η εισαγωγή του ιμάντα μεταφοράς.

Τα αποτελέσματα ήταν εκπληκτικά. Μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η ικανότητα παραγωγής ενός εργοστασίου αυτοκινήτων μεσαίου μεγέθους έφτανε περίπου τις 10 χιλιάδες αυτοκίνητα το χρόνο. Στο Ντιτρόιτ, στο νέο εργοστάσιο του Ford ,το οικονομικό έτος 1914, κατασκευάστηκε ο φανταστικός αριθμός των 248.000 μονάδων του διάσημου "Modell T". Οι νέες μέθοδοι ήταν μια νέα βιομηχανική επανάσταση. Αλλά η «φορντική» επανάσταση έφτασε πολύ αργά για να καταφέρει να αποτρέψει την παγκόσμια οικονομική κρίση (1929-1933), που οφείλεται στις πολεμικές δαπάνες και την κατάρρευση του παγκόσμιου εμπορίου. 

Μετά το 1945, όμως, ήρθε το  «μακρύ κύμα » της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής αυτοκινήτων, οικιακών συσκευών, ηλεκτρονικής ψυχαγωγίας κ.λπ. Βασισμένη στο παλιό  μοντέλο, η αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά σε διαστάσεις, τώρα, πολύ μεγαλύτερες, δημιούργησε έναν εντυπωσιακό αριθμό νέων θέσεων εργασίας, αφού η επέκταση της αγοράς αυτοκίνητων, ψυγείων, τηλεοράσεων, κλπ, σε απόλυτους όρους, χρειαζόταν περισσότερα εργατικά χέρια απ’ όσα εξοικονομούσαν οι «φορντικές» μέθοδοι, σε σχετικές τιμές, για κάθε προϊόν.

Στη δεκαετία του '70, οι φορντικές βιομηχανίες έφθασαν στο ιστορικό όριο κορεσμού τους. Από τότε, ζούμε την τρίτη βιομηχανική επανάσταση, την επανάσταση της μικροηλεκτρονικής. Κάποιος αισιόδοξος, θυμήθηκε αμέσως τον Schumpeter.Και πράγματι, τα νέα προϊόντα ακολουθούσαν την ίδια διαδικασία μείωσης των τιμών, όπως τα αυτοκίνητα και τα ψυγεία: ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, από συσκευή ακριβή, αποκλειστικά για μεγάλες εταιρείες, γλήγορα έγινε προϊόν μαζικής κατανάλωσης.

 Αυτή τη φορά, όμως, η εκτίναξη της οικονομίας δεν έφερε και την αντίστοιχη αύξηση των θέσεων εργασίας. Για πρώτη φορά στην ιστορία της νεοτερικότητας, μια νέα τεχνολογία είναι ικανή να εξοικονομήσει περισσότερη εργασία, σε απόλυτες τιμές, από την αναγκαία για την επέκταση των αγορών νέων προϊόντων. Στην τρίτη βιομηχανική επανάσταση, η ικανότητα εξορθολογισμού είναι μεγαλύτερη από την ικανότητα επέκτασης. Η ικανότητα μιας φάσης επέκτασης, όπως συνέβαινε μέχρι τότε, να δημιουργεί θέσεις εργασίας, έπαψε να υπάρχει. 
Η τεχνολογική ανεργία της ιστορίας της εκβιομηχάνισης κάνει θριαμβευτικά την επανεμφάνισή της, μόνο που τώρα δεν περιορίζεται σε ένα κλάδο της παραγωγής, αλλά διαχέεται σε όλους τους τομείς, σε όλο τον πλανήτη.

Το ίδιο το οικονομικό συμφέρον των επιχειρήσεων είναι αυτό που οδηγεί στον παραλογισμό. Σήμερα, έχει φτάσει η στιγμή μετά από 200 χρόνια νεωτερικότητας, η αύξηση της παραγωγικότητας να χρησιμεύσει για να δουλεύουμε λιγότερο και να ζούμε καλύτερα. Το σύστημα της αγοράς, ωστόσο, δεν έχει δημιουργηθεί για να ικανοποιήσει αυτήν την ανάγκη. Η δράση του περιορίζεται αποκλειστικά στη μετατροπή του παραγωγικού πλεονάσματος σε περισσότερη παραγωγή και, επομένως, σε μεγαλύτερη ανεργία. Οι οικονομολόγοι δεν θέλουν να παραδεχτούν ότι η τρίτη βιομηχανική επανάσταση έχει μια νέα ποιότητα, και ότι η θεωρία του Schumpeter δεν ισχύει πια. Μάταια, περιμένουν το «μακρύ κύμα » της μικροηλεκτρονικής. Είναι σα να περιμένουν τον Γκοντό.


Πρωτότυπος τίτλος:  Mythos  Produktivität .Δημοσιεύτηκε στο www.exit-online.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου