Πριν μερικές μέρες, με αφορμή τα 140 χρόνια από την Παρισινή Κομμούνα είχαμε δημοσιεύσει το κείμενο "Πόλεις και Επανάσταση : Η Κομμούνα του Παρισιού, 1871" από το βιβλίο “Τhe City and the Grassroots” του Manuel Castells, σε μετάφραση της Ελένη Πορτάλιου. Σήμερα δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα για το ίδιο θέμα από το βιβλίο του Alain Badiou “Η κομμουνιστική υπόθεση” (Εκδόσεις Πατάκη, 2009)
Την ίδια εκείνη στιγμή ο Μαρξ πρότεινε έναν απολογισμό της Κομμούνας ο οποίος εγγράφεται εξολοκλήρου στο ζήτημα του κράτους. Κατά τη γνώμη του είναι η πρώτη περίπτωση στην ιστορία όπου το προλεταριάτο επωμίζεται τη μεταβατική λειτουργία της διεύθυνσης ή διοίκησης ολόκληρης της κοινωνίας. Από τις πρωτοβουλίες και τα αδιέξοδα της Κομμούνας συνάγει το συμπέρασμα ότι η κρατική μηχανή δεν πρέπει να «καταληφθεί» ή να «τεθεί υπό κατοχή» αλλά να συντριβεί.
Ειρήσθω εν παρόδω ότι το κύριο ελάττωμα αυτής της ανάλυσης είναι πιθανώς το ότι υποθέτει πως το ζήτημα της εξουσίας βρίσκεται όντως στην ημερήσια διάταξη μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου 1871. Εξ ου και οι επίμονες «κριτικές», που έγιναν μάλιστα κοινοί τόποι: αυτό που έλειπε στην Κομμούνα ήταν μια ικανότητα λήψης αποφάσεων. Αν είχε αμέσως κινηθεί εναντίον των Βερσαλλιών, αν είχε κατάσχει τον χρυσό της Τράπεζας της Γαλλίας... Κατά τη γνώμη μου, αυτά τα «αν» στερούνται πραγματικού περιεχομένου. Η Κομμούνα δεν είχε στην πραγματικότητα ούτε τα μέσα να ανταποκριθεί έμπρακτα σε αυτά τα ζητήματα, ούτε καν πιθανώς τα μέσα να τα σκεφτεί.
Στην πράξη ο απολογισμός του Marx είναι διφορούμενος. Αφενός πλέκει το εγκώμιο όλων όσοι φαίνονταν να κινούνται προς την κατεύθυνση της διάλυσης του κράτους και ειδικότερα του κράτους έθνους, θα αναφέρει σχετικά την απόρριψη κάθε επαγγελματικού στρατού προς όφελος του άμεσου εξοπλισμού του λαού· το γεγονός ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι θα πρέπει να είναι αιρετοί και ανακλητοί το τέλος του χωρισμού των εξουσιών προς όφελος μιας αρχής [instance] που θα ήταν άμεσα διαβουλευτική και συγχρόνως εκτελεστική· τον διεθνισμό (ο εντεταλμένος επί των οικονομικών της Κομμούνας ήταν Γερμανός, οι στρατιωτικοί διοικητές Πολωνοί κτλ.). Αφετέρου, ωστόσο, θεωρεί άξιες λύπησης ορισμένες ανικανότητες οι οποίες de facto είναι κρατικές ανικανότητες: η αδυναμία του στρατιωτικού συγκεντρωτισμού, η αδυναμία να προσδιοριστούν οι οικονομικές προτεραιότητες ή ακόμη και οι αδέξιοι χειρισμοί στο εθνικό ζήτημα, στο κάλεσμα προς τις άλλες πόλεις, σε όσα ελέχθησαν ή δεν ελέχθησαν για τον πόλεμο με την Πρωσία ή στο ζήτημα της συσπείρωσης των μαζών της υπαίθρου.
Είναι εντυπωσιακό να διαπιστώνουμε ότι είκοσι χρόνια αργότερα ο Ένγκελς, στον πρόλογο που έγραψε το 1891 για μια επανέκδοση του κειμένου του Μαρξ, τυποποιεί προς την ίδια κατεύθυνση τις αντιφάσεις της Κομμούνας. Δείχνει όντως ότι οι δύο κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στο κίνημα του 1871, οι Προυντονιστές και οι Μπλανκιστές, τελικά έπραξαν τα αντίθετα από όσα απαιτούσε η ρητή τους ιδεολογία. Οι Μπλανκιστές ήσαν οπαδοί του συγκεντρωτισμού στον ύψιστο βαθμό, της ένοπλης συνωμοσίας με την οποία ένας μικρός αριθμός αποφασισμένων ατόμων παίρνουν στα χέρια τους την εξουσία και την ασκούν αυταρχικά προς όφελος της μάζας των εργατών. Κατέληξαν όμως να διακηρύξουν τη σύσταση μιας ελεύθερης ομοσπονδίας από όλες τις κομμούνες και την καταστροφή της κρατικής γραφειοκρατίας. Οι Προυντονιστές ήταν εχθρικοί απέναντι σε κάθε συλλογική οικειοποίηση των μέσων παραγωγής και υπερασπιστές της μικρής «αυτοδιαχειριζόμενης» επιχείρησης. Μολαταύτα, κατέληξαν να υποστηρίζουν το σχηματισμό τεράστιων εργατικών ενώσεων με στόχο την άμεση διεύθυνση της μεγάλης βιομηχανίας. Ο Ένγκελς συμπεραίνει με απόλυτα φυσικό τρόπο ότι η αδυναμία της Κομμούνας έγκειται στο ότι οι ιδεολογικές μορφές δεν ήσαν προσήκουσες στις κρατικές αποφάσεις. Και ότι ο απολογισμός αυτής της αντίθεσης είναι απλούστατα το τέλος του μπλανκισμού και του προυντονισμού προς όφελος του «μαρξισμού» και μόνον αυτού.
Όμως το ρεύμα που αντιπροσωπεύουν ο Μαρξ και ο Ένγκελς το 1871, ή ακόμη και πολύ αργότερα, ως προς τι βρισκόταν σε προσήκουσα αντιστοιχία με την κατάσταση; Με ποια συμπληρωματικά μέσα θα είχε προικίσει την Κομμούνα η υποτιθέμενη ηγεμονία του;
Εν τοις πράγμασι τα διφορούμενα του απολογισμού του Μαρξ θα αρθούν, για πάνω από έναν αιώνα, από το σοσιαλδημοκρατικό σχήμα και έπειτα από τη λενινιστική του ριζοσπαστικοποίηση, δηλαδή από το θεμελιώδες μοτίβο του κόμματος.
Το «σοσιαλδημοκρατικό» κόμμα, το κόμμα «της εργατικής τάξης», ή το «προλεταριακό» κόμμα ή, ακόμη αργότερα, το «κομμουνιστικό» κόμμα, είναι όντως ελεύθερο έναντι του κράτους και συγχρόνως συμβεβλημένο με την άσκηση της εξουσίας. Είναι ένα καθαρά πολιτικό όργανο, συγκροτημένο μέσω ατομικών προσχωρήσεων, μέσω ιδεολογικής ρήξης, και ως τέτοιο εξωτερικό προς το κράτος. Είναι ελεύθερο έναντι της κυριαρχίας: είναι ο φορέας της θεματικής της επανάστασης, της καταστροφής του αστικού κράτους.
Είναι όμως επίσης ο οργανωτής μιας ικανότητας συγκεντρωτισμού και πειθαρχίας που τείνει εξολοκλήρου προς την κατάληψη της κρατικής εξουσίας. Είναι ο φορέας της θεματικής ενός νέου κράτους, του κράτους της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι το κόμμα πραγματώνει τα διφορούμενα του μαρξιστικού απολογισμού της Κομμούνας, του δίνει σάρκα και οστά. Το κόμμα γίνεται ο ποντικός τόπος μιας θεμελιώδους έντασης μεταξύ του μη κρατικού —και δή αντικρατικού— χαρακτήρα της χειραφετικής πολιτικής και του κρατικού χαρακτήρα της νίκης και της διάρκειας αυτής της πολιτικής. Και αυτό, κατά τα λοιπά, είτε αυτή η «νίκη» επιτυγχάνεται με εξεγέρσεις είτε επιτυγχάνεται με εκλογές: το νοητικό σχήμα είναι το ίδιο.
Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο το κόμμα θα γεννήσει (κατά τρόπο ολοκληρωμένο από τον Στάλιν και μετά) το σχήμα του κόμματος κράτους. Το κόμμα κράτος πιστώνεται με μια διαρκή ικανότητα επίλυσης των προβλημάτων που άφησε εκκρεμή η Κομμούνα: συγκεντρωτισμός της αστυνομικής και στρατιωτικής άμυνας, πλήρης καταστροφή των αστικών οικονομικών θέσεων, συσπείρωση ή υποταγή των κατοίκων της υπαίθρου υπό την ηγεμονία των εργατών, δημιουργία μιας ισχυρής Διεθνούς κτλ.
Άρα ο Λένιν δεν χόρεψε άνευ λόγου στο χιόνι, όπως θρυλείται, τη μέρα που η εξουσία των μπολσεβίκων έφτασε και έπειτα ξεπέρασε τις 72 μέρες μέσα στις οποίες είχε εκπληρώσει στο σύνολο του το πεπρωμένο της Παρισινής Κομμούνας.
Απομένει να αναρωτηθούμε ωστόσο μήπως, δίνοντας μία διέξοδο στα κρατικά προβλήματα που δεν μπόρεσε να επιλύσει η Κομμούνα, το κόμμα κράτος δεν καταργεί, ακριβώς για να καταφέρει κάτι τέτοιο, αρκετά από τα πολιτικά προβλήματα που η Κομμούνα είχε, προς τιμήν της, διαβλέψει.
Είναι σε κάθε περίπτωση εντυπωσιακό το γεγονός ότι, νοούμενη μέσα στο αναδρομικό πλαίσιο του κόμματος κράτους, η Κομμούνα ανάγεται σε δύο παραμέτρους: πρώτον, στον εργατικό της κοινωνικό καθορισμό, δεύτερον, στην ηρωική αλλά ανεπαρκή άσκηση της εξουσίας.
Η Κομμούνα εκκενώνεται έτσι από κάθε καθαρά πολιτικό περιεχόμενο. Ασφαλώς και η επέτειος της τιμάται, ασφαλώς και εορτάζεται, ασφαλώς και διεκδικείται: αλλά ως καθαρό σημείο άρθρωσης της κοινωνικής φύσης της κρατικής εξουσίας. Και στο μέτρο που δεν είναι παρά αυτό και μόνον, είναι πολιτικά ξεπερασμένη. Ξεπερασμένη από αυτό που ο Sylvain Lazarus πρότεινε να ονομαστεί σταλινικός πολιτικός τρόπος, σύμφωνα με τον οποίο το κόμμα είναι ο μοναδικός τόπος της πολιτικής.
Γι' αυτό και ο επετειακός εορτασμός της είναι επίσης αυτό που απαγορεύει κάθε επανενεργοποίηση.
Υπάρχει σχετικά μια ενδιαφέρουσα ιστορία που αφορά τον Brecht. Μετά τον πόλεμο ο Brecht επιστρέφει συνετά στη «σοσιαλιστική» Γερμανία, όπου τα σοβιετικά στρατεύματα επιβάλλουν το νόμο τους. Αρχίζει αυτή του την επιστροφή με μια στάση στην Ελβετία το 1948, όπου ενημερώνεται από απόσταση ασφαλείας για την κατάσταση. Εκεί λοιπόν γράφει με τη βοήθεια της Ruth Berlau, της τότε φιλενάδας του, ένα ιστορικό θεατρικό έργο: Οι μέρες της Κομμούνας. Είναι ένα καλά τεκμηριωμένο έργο, που αναμειγνύει τα ιστορικά πρόσωπα με λαϊκούς ήρωες. Ένα έργο μάλλον κωμικολυρικό παρά επικό. Ένα αξιόλογο έργο, κατά τη γνώμη μου, αν και σπάνια παίζεται στο θέατρο. Όταν ο Brecht έφτασε στη Γερμανία, πρότεινε στις αρχές να ανεβάσουν τις Μέρες της Κομμούνας. Οι εν λόγω αρχές, λοιπόν, δηλώνουν εν έτει 1949 ότι αυτή η παράσταση είναι ανεπίκαιρη! Καθώς ο σοσιαλισμός ετοιμαζόταν τότε να εγκατασταθεί νικηφόρα στην Ανατολική Γερμανία, δεν υπήρχε λόγος να σταθούμε σε ένα δύσκολο και ξεπερασμένο επεισόδιο της προλεταριακής συνείδησης όπως είναι η Κομμούνα. Με λίγα λόγια, ο Brecht δεν είχε διαλέξει την σωστή επισκεπτήρια κάρτα. Δεν είχε καταλάβει ότι, εφόσον ο Στάλιν είχε ορίσει τον λενινισμό —συρρικνωμένο στη λατρεία του Κόμματος— ως «μαρξισμό της εποχής των νικηφόρων επαναστάσεων», προς τι να σταθούμε στις αποτυχημένες επαναστάσεις.
Ποια είναι όμως η ερμηνεία της Κομμούνας από τον Brecht. Για να το κρίνουμε, ας διαβάσουμε τις δύο τελευταίες στροφές από το τραγούδι που έχει ενταχθεί στο έργο και έχει τον τίτλο: Απόφαση των Κομμουνάρων:
«Βλέποντας πως καθόλου δεν μπορείτε να δώστε μεροδούλι ανθρωπιάς θα κάνουμε δικά μας τα εργοστάσια, είναι αρκετό αυτό για μας... Ξέροντας ότι στρέφετε απειλητικά ενάντιά μας
τα τουφέκια και τα κανόνια χίλιες φορές ο θάνατος απ' τη μιζέρια την αιώνια.
Βλέποντας πως η Κυβέρνηση αυτή, τα όσα
μας τάζει δεν τηρεί απόφαση πήραμε να χτίσουμε καλύτερη ζωή,
που εμείς πια θα κυβερνάμε. Κι αφού η μόνη γλώσσα που ακούτε είναι η
βουή των κανονιών μας τότε εμείς γυρνάμε καταπάνω σας των πυροβόλων μας την μπούκα»
Βλέπουμε καθαρά ότι το γενικό πλαίσιο παραμένει αυτό της κλασικής ερμηνείας. Η Κομμούνα είναι ο συνδυασμός του κοινωνικού και της εξουσίας, της υλικής ικανοποίησης και των κανονιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου