Σκίτσο από το Αθέμιτα://ήπιες μορφές ενάργειας… |
Αναδημοσίευση από το "περγάδι"
Μέρος 3 από 3
Ερωτήσεις από τον Reinhard Jellen, μετάφραση από το γερμανικό πρωτότυπο από τον Joe Keady, αρχική δημοσίευση στο δικτυακό τόπο ΤΗΛΕΠΟΛΙΣ (6 Αυγ. 2012), το πρώτο μέρος της συνέντευξης βρίσκεται εδώ, το δεύτερο εδώ.Στη περίοδο του κεϋνσιανισμού, το κράτος το ίδιο με τις άμεσες και έμμεσες παρεμβάσεις του καθιερώθηκε ως ενεργό στήριγμα της οικονομικής ζωής. Ωστόσο, η θεμελιώδης αντίφαση μεταξύ υλικής παραγωγής και της αφηρημένης και επιρρεπούς στις κρίσεις αξιοποίησης της στην καπιταλιστική οικονομία δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Επομένως, το βασικό δίλημμα παρέμεινε: αύξηση της παραγωγικότητας με αμετάβλητα ή στάσιμα τα ποσοστά συσσώρευσης και μία τάση μείωσης των θέσεων εργασίας και αυξανόμενη μείωση της βάσης της πραγματικής συσσώρευσης.
Όταν η κεϋνσιανή συνταγή έπαψε να επηρεάζει θετικά τις ιδιωτικές επενδύσεις, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, αντικαταστάθηκε από το νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος κατεύθυνε τα ανεκμετάλλευτα επενδυτικά κεφάλαια προς την κερδοσκοπική σφαίρα του χρηματοπιστωτικού τομέα. Αυτό οδήγησε στην ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτηση της πραγματικής οικονομίας από τις παρορμήσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών, που με τη σειρά της επηρέασε αρνητικά την οικονομική της βάση, προκαλώντας περιοδικά φούσκες ακάλυπτων χρηματοοικονομικών τίτλων. Μετά την έκρηξη της Νέας Οικονομίας και την φούσκα των ακινήτων, η έκταση της κρίσης σταδιακά έχει αρχίσει να φαίνεται με τη διάβρωση των δημόσιων οικονομικών. Το τρίτο μέρος της συνομιλίας με τους Ernst Lohoff και Norbert Trenkle, τους συγγραφείς του Die Grosse Entwertung (Η μεγάλη απαξίωση).
Reinhard Jellen: Τις αντίστοιχες νίκες του κεϋνσιανισμού και του νεοφιλελευθερισμού τις συσχετίζετε με τα διάφορα στάδια της δυναμικής της οικονομικής αξιοποίησης του κεφαλαίου στον καπιταλισμό. Αυτό, μπορείτε να μας το εξηγήσετε;
Norbert Trenkle: Η σχετική επιτυχία του κεϋνσιανισμού στη μεταπολεμική έκρηξη της ανάπτυξης είχε να κάνει με συγκεκριμένες δομικές συνθήκες που ήταν έξω από τις δυνατότητες του,το οποίο σημαίνει πως ούτε τις είχε ,ούτε θα μπορούσε να τις δημιουργήσει. Η κανονιστική και αναδιανεμητική Κεϋνσιανική πολιτική ήταν εντελώς λειτουργική όσο διάστημα η μαζική απασχόληση στη βιομηχανία επεκτεινόταν και λειτούργησε ως η κινητήρια δύναμη μιας αυτοτροφοδοτούμενης έκρηξης στην αξιοποίηση του κεφαλαίου. Η επέκταση των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας και η αύξηση των πραγματικών μισθών, όχι μόνο συνέβαλαν στην κοινωνική ειρήνη, αλλά και σταθεροποίησαν την ανάκαμψη, διότι ενισχύθηκε η μαζική κατανάλωση. Εξίσου σημαντική ήταν η επέκταση των δημόσιων υποδομών,χωρίς την οποία, η πανταχού παρούσα εκβιομηχάνιση και η εμπορευματοποίηση των πάντων στην κοινωνία δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει. Τα αυτοκίνητα δεν θα μπορούσαν να μετακινηθούν αν δεν υπήρχε ένα πυκνό οδικό δίκτυο, η ηλεκτροδότηση των νοικοκυριών χρειαζόταν μια επαρκή παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, και ένα καλό, πλατειάς βάσης εκπαιδευτικό σύστημα ήταν απαραίτητο για την εκπαίδευση ειδικευμένου εργατικού δυναμικού.
Έτσι, το κράτος ανέλαβε ένα κεντρικό ρόλο και καλλιεργήθηκε η ιδέα ότι θα μπορούσε και να συντηρήσει την οικονομική ανάπτυξη, να την καθοδηγήσει και μακροπρόθεσμα να την σταθεροποιήσει. Οταν όμως η μεταπολεμική έκρηξη του φορντισμού έφτασε στο τέλος της, αυτό αποδείχτηκε πως ήταν μια ψευδαίσθηση, επειδή, στο βαθμό που η αξιοποίηση του κεφαλαίου παραπαίει, καθώς όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι απολύονται λόγω της ραγδαίας αύξησης της παραγωγικότητας, δεν ήταν μόνο οι πηγές χρηματοδότησης για τις δραστηριότητες του κράτους που στέρεψαν. Αλλά ακόμη πιο σοβαρό ήταν ότι, παρά το κίνητρο των χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων μαζικών πιστώσεων και τα πακέτα τόνωσης της ανάπτυξης το κράτος δεν κατόρθωσε να δώσει μια νέα ώθηση στην αυτοτροφοδοτούμενη αξιοποίηση του κεφαλαίου.
Κατά τη γνώμη μας, αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, γιατί, ενώ το κράτος μπορεί να παρεμβαίνει στους μηχανισμούς της αγοράς, σε κάποιο βαθμό, ωστόσο δεν έχει πρόσβαση στη βασική διαδικασία που καθοδηγείται από την εσωτερική αντίφαση του καπιταλισμού. Για να το θέσουμε διαφορετικά, απέναντι στον εξορθολογισμό που ακολούθησε την τρίτη βιομηχανική επανάσταση και που, τελικά, υπονομεύει τα θεμέλια της αξιοποίησης του κεφαλαίο, ο Κεϋνσιανισμός στάθηκε ανήμπορος. Κάθε προσπάθεια του να βγάλει την πραγματική οικονομία από τον στασιμοπληθωρισμό απέτυχε παταγωδώς.
Αυτή ήταν και η βαθύτερη αιτία της νίκης του νεοφιλελευθερισμού. Αν και δεν διέθετε κάποιο σχέδιο επιτάχυνσης της αξιοποίησης του κεφαλαίου, ωστόσο προετοίμασε το έδαφος για το πέρασμα της οικονομίας στον “χρηματοπιστωτικό τομέα” και επομένως για την αναβολή της κρίσης στις επόμενες τρεις δεκαετίες. Εδώ,οι κρίσιμοι παράγοντες ήταν, από τη μία, η μεγάλης έκτασης απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών και, από την άλλη, η αύξηση, την περίοδο της προεδρίας Ρίγκαν, του εθνικού χρέους, κάτι που κατά κάποιο τρόπο λειτούργησε για να χρηματοδοτηθεί η χρονική μετάθεση της συσσώρευσης του πλασματικού κεφαλαίου σε τεράστια κλίμακα. Η καταστροφή των δομών του φορντισμού μέσω της αποδυνάμωσης των συνδικάτων, κ.λπ. έκανε τα υπόλοιπα επειδή την ίδια στιγμή η ιδιωτικοποίηση του δημόσιου τομέα άνοιξε νέα πεδία για επενδύσεις, όπως για παράδειγμα, η μετατροπή του δημόσιου συνταξιοδοτικού συστήματος σε ιδιωτική ασφάλιση ζωής.
RJ: Ποιος ο ρόλος της επανάστασης στον τομέα της πληροφορικής σε όλα αυτά;
NT: Όπως ο κεϋνσιανισμός στηρίζεται στην επέκταση της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής, έτσι και ο νεοφιλελευθερισμός έγινε ο νονός του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας. Και αποτελεί ένα από τα παράδοξα της ιστορίας ότι την ίδια στιγμή συνέβαλε στο χτύπημα της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης. Αυτό από μόνο του θα προκαλούσε ασφυξία στην παραγωγικότητα της. Όμως, η συσσώρευση του πλασματικού κεφαλαίου δημιούργησε τα αναγκαία περιθώρια για μια ευρείας κλίμακας εφαρμογή της πληροφορικής. Έτσι, έγινε δυνατό να παρακαμφθούν προσωρινά οι ισχυρές επιδράσεις του εξορθολογισμού που καθόρισαν τη μαζική μετατόπιση της ζωντανής εργασίας από τους βασικούς τομείς αξιοποίησης της με ανάληψη μελλοντικής αξίας. Το αποτέλεσμα, όμως, είναι η προοδευτική υποχώρηση της παραγωγής αξίας κάτι που γίνεται πραγματικά αισθητό σε όλη του την έκταση μόνο τώρα στην κρίση του πλασματικού κεφαλαίου.
RJ: Στο βιβλίο σας, συγκρίνετε την οικονομία με μια ”σχολή σχεδίου που θεωρεί τη γόμα ως το μοναδικό εργαλείο για την εκτέλεση μιας προσωπογραφίας”. Τι θέλετε να πείτε με αυτό;
Ernst Lohoff: Αυτό μας γυρίζει πάλι πίσω στο αρχικό ερώτημα του πρώτου μέρους της συνέντευξης. Τα Οικονομικά, ανεξάρτητα από τη σχολή σκέψης, δεν μπορούν να κατανοήσουν την κρίση, επειδή αυτή εξαλείφει τη βασική διάκριση μεταξύ των δύο μορφών του πλούτου: την υλική και την αφηρημένη.Τα εισαγωγικά κεφάλαια των βιβλίων της θεωρίας των οικονομικών γράφουν πάντα ότι ο σκοπός της οικονομίας είναι η ικανοποίηση των αναγκών και η βέλτιστη παροχή αγαθών στους ανθρώπους και ότι μόνο η οικονομία της αγοράς σε συνθήκες προηγμένου καταμερισμού της εργασίας μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο.
Έτσι, η οικονομία της αγοράς περιγράφεται ότι λειτουργεί, σύμφωνα με την αρχή της απλής ανταλλαγής εμπορευμάτων, όπως ακριβώς σε μια εξιδανικευμένη αγορά του χωριού, όπου ανταλλάσσονται παπούτσια με γουρούνια και αυγά με μπάλες από μαλλί. Έτσι, συστηματικά κρύβεται, κάτι το οποίο στην πραγματικότητα είναι εντελώς προφανές, το οποίο είναι ότι σε συνθήκες καπιταλισμού, αυτό που παράγεται είναι μόνο τι θα γίνει χρήματα σε περισσότερα χρήματα και ότι ο στόχος της παραγωγής είναι η αναπαραγωγή του αφηρημένου πλούτου και το εμπόρευμα είναι απλά ένα μέσο για να διατηρηθεί αυτή η αυτοαναφορική διαδικασία σε κίνηση. Με άλλα λόγια, ήδη τα οικονομικά χρησιμοποιούν τη γόμα στο επίπεδο των βασικών παραδοχών και διαγράφουν αυτό που είναι συγκεκριμένο στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Επομένως δεν πρέπει να μας εκπλήσσει ότι δεν μπορεί να εντοπίσει τις αιτίες της κρίσης
RJ: Θεωρείτε την προσωποποιημένη κριτική κατά των κερδοσκόπων και των τραπεζιτών ως αντισημιτικούς και ρατσιστικούς μηχανισμούς. Γιατί συμβαίνει αυτό; Η κριτική που στρέφεται κατά των τραπεζιτών από το 2008 δεν στηρίζεται σε αντισημιτικά κλισέ, σε αντίθεση με τη δεκαετία του 1920, όταν για παράδειγμα, είχαμε καρικατούρες με αντισημιτικό περιεχόμενο. Ή μήπως έχω χάσει κάτι;
NT: Εμείς, έχουμε αποστασιοποιηθεί, βασικά, από την όποια προσωποποιημένη κριτική, που σήμερα είναι ανεξέλεγκτη υπό οποιαδήποτε δυνατή μορφή. Η κρίση του πλασματικού κεφαλαίου είναι και κρίση του ευρώ. Και πώς αντιμετωπίζεται; Φταίνε οι ”τεμπέληδες Έλληνες”, που σπατάλησαν ” τα λεφτά μας που τα βγάλαμε με ιδρώτα και αίμα.” Αυτή η προσωποποίηση δεν είναι μόνο ότι παραβλέπει το εξωφρενικό γεγονός ότι μια κοινωνία φτωχοποιήθηκε εν μέσω αφθονίας απλά επειδή όλος ο πλούτος πρέπει υποχρεωτικά να περάσει από το μάτι της βελόνας της εμπορευματικής παραγωγής. Το χειρότερο είναι ότι η οργή γι αυτή την άθλια κατάσταση στρέφεται ενάντια σε συγκεκριμένα, κατασκευασμένα, συλλογικά υποκείμενα, που όπως φαίνεται αποτελούν τον εύκολο στόχο.
Τα συλλογικά υποκείμενα είναι εύκολος στόχος
Ρίχνοντας το φταίξιμο στους τραπεζίτες και στους κερδοσκόπους είναι από μόνη της “μόνο” μία από αυτές τις προσωποποιήσεις. Αλλά σε αυτό υποκρύπτεται και κάποιος υπαινιγμός για κάτι άλλο και αυτό συνήθως γίνεται ασυνείδητα. Αυτή η συγκεκριμένη προσωποποίηση σε μεγάλο βαθμό πηγάζει από ένα βασικό μοντέλο αντισημιτισμού κατασκευής μιας αντίθεσης μεταξύ ”εποικοδομητικού”, δήθεν, κεφάλαιου και “αρπακτικού” – με το τελευταίο να το ταυτίζουν με “τους Εβραίους” Αυτό το μοντέλο το ξαναβρίσκουμε και πάλι μπροστά μας σήμερα υπό τη διαδεδομένη ιδέα ότι η πραγματική οικονομία έχει καταστραφεί από κάποιους άπληστους κερδοσκόπους και ότι αυτό που χρειάζεται, είναι να μπουν τα πράγματα στη θέση τους.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο κάθε ένας που στρέφετε ενάντια στους τραπεζίτες και τους κερδοσκόπους είναι αντισημίτης. Αυτό σημαίνει ότι αυτό το προβολικό μοντέλο ανάλυσης της κρίσης είναι πλήρως συμβατό με την αντισημιτική παράνοια. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι η γλώσσα ολισθαίνει προς αυτή την κατεύθυνση ξανά και ξανά, όπως για παράδειγμα, με τον περιβόητο όρο “ακρίδες”, τον οποίο χρησιμοποιεί πολύ ο γερμανός Σοσιαλδημοκράτης πολιτικός Franz Müntefering, αυτοαναγορεύοντας τον εαυτό του ως κριτικό του καπιταλισμού. Η φράση “θα πέσουν επάνω μας σαν ακρίδες” προέρχεται από τη ναζιστική ταινία προπαγάνδας Jud Süß και όποιος θέλει να είναι σαν αυτά τα λαίμαργα γουρούνια δεν χρειάζεται άλλες εξηγήσεις. Κι άλλες εικόνες επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά, όπως η δημοφιλής απεικόνιση του χρηματιστικού κεφαλαίου ως ένα χταπόδι με τον κόσμο στο πλοκάμια του. Αυτό, σε πανομοιότυπη σχεδόν μορφή το συναντάμε και στην αντισημιτική προπαγάνδα των Ναζί. Γιαυτό και πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Υπάρχει ακόμα ένα ταμπού στη Γερμανία ως προς τη μετάβαση στην ανοικτή αντισημιτική αγκιτάτσια, αλλά η τάση έχει αρχίσει να γίνεται αισθητή και αυτό είναι πολύ επικίνδυνο.
RJ: Ποιες πολιτικές και θεωρητικές πρακτικές προκύπτουν συγκεκριμένα από το θεωρητικό μοντέλο σας;
NT: Πρώτα απ’ όλα η πλήρης απόρριψη της λιτότητας. Πολύ απλά, ο ισχυρισμός ότι έχουμε ζήσει πάνω από τις δυνατότητές μας και ότι πρέπει να σφίξουμε το ζωνάρι μας είναι εντελώς τρελός, αν δούμε τα εξαιρετικά υψηλά επίπεδα παραγωγικότητας. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει. Αν εξαντλούσαμε όλες τις δυνατότητες του σύγχρονου παραγωγικού δυναμικού, τότε όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο θα μπορούσαν να ζήσουν μια άνετη ζωή και για την παραγωγή υλικών αγαθών δε θα χρειαζόταν παρά ένα μικρό μόνο μέρος από τη ζωής τους.
Περιορισμοί της αφηρημένης παραγωγής πλούτου
Ο μόνος λόγος που δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι επειδή η κοινωνία, υπακούει, φυσικά, στην τάση παραγωγής αφηρημένου πλούτου, αφού θεωρεί ότι ο υλικός πλούτος αναγνωρίζεται ως τέτοιος μόνο στο βαθμό που αντιπροσωπεύει “αξία”. Ωστόσο δεν πρόκειται απλά για ένα είδος χαμένης ευκαιρίας ή μια δυνατότητα που πέρασε αναξιοποίητη, αλλά αντίθετα, η προσήλωση στη λογική της παραγωγής αξίας στο τρέχον καθεστώς παραγωγικότητας είναι απλά καταστροφική, διότι οδηγεί στο μαζικό αποκλεισμό ανθρώπων “ως περιττούς”, θυσία στο βωμό της συστημικής επιτακτική ανάγκης να διατηρηθεί η ροή του πλασματικού κεφαλαίου από το μέλλον στο παρόν.
Αν όμως απεγκλωβιστούμε από την φαινομενικά προφανή ιδέα ότι τα αγαθά μπορούν να παραχθούν μόνο ως εμπορεύματα, τότε ξανοίγονται νέες προοπτικές. Συγκεκριμένα, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε με ποιο τρόπο και με ποια μορφή το υπάρχον δυναμικό θα μπορούσε, λογικά, να χρησιμοποιηθεί για τη γενική ευημερία, χωρίς να είμαστε αναγκασμένοι να σκεφτόμαστε την οικονομική βιωσιμότητα, την εμπορευσιμότητα, ή την κερδοφορία, αλλά αντίθετα, να προσχωρήσουμε στη λογική του υλικού πλούτου και της εξυπηρέτησης των συγκεκριμένων αναγκών.
Αυτό το κάνουν ήδη τα κοινωνικά κινήματα, για παράδειγμα το κίνημα κατά των εξώσεων, επειδή οι άνθρωποι δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί κάποιος θα πρέπει να ζει στο δρόμο ή σε μια σκηνή απλά και μόνο επειδή δεν μπορεί να εξυπηρετήσει άλλο την υποθήκη ή το νοίκι του σπιτιού του ή όταν οι άνθρωποι αντιδρούν στην ιδιωτικοποίηση των δημοσίων υπηρεσιών στο πολιτιστικό ή τον κοινωνικό τομέα. Αυτά είναι τα πρώτα βήματα που δείχνουν τη σωστή κατεύθυνση. Όταν συνδέονται με μια ριζοσπαστική κριτική της μορφής του αφηρημένου πλούτου, τότε ανοίγονται εντελώς νέες προοπτικές για την κοινωνική χειραφέτηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου