Με αφορμή τις πρόσφατες φιλοφρονήσεις ανάμεσα στον αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης κ. Πάγκαλο και τον πρόεδρο του ΛΑΟΣ κ. Καρατζαφέρη, αναδημοσιεύουμε ένα τμήμα από άρθρο του «ιού» που αναφέρεται σε αυτό ακριβώς το θέμα. (Ολόκληρο το άρθρο είναι δημοσιευμένο εδώ: Ο φαιός «πατριωτισμός» της κρίσης
Το χαρτί του εθνικισμού
Τις μέρες αυτές κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη για την ευρωπαϊκή Ακροδεξιά. Στη μελέτη αυτή αναλύονται ως κεφαλαιώδη για την κατανόηση της Ακροδεξιάς στη Δυτική Ευρώπη ο ρόλος που παίζουν δυο παράγοντες: πρώτον, η ανάδειξη του ζητήματος της εθνικής ταυτότητας σε κάθε χώρα και δεύτερον η στάση των μέσων ενημέρωσης απέναντι στα ακροδεξιά κόμματα.
Η μελέτη αυτή που ονομάζεται «Τα μέσα ενημέρωσης και η Ακρα Δεξιά στη Δυτική Ευρώπη. Παίζοντας το χαρτί του εθνικισμού» έχει ειδικό ελληνικό ενδιαφέρον. Πρώτα πρώτα, επειδή ο συγγραφέας της είναι Ελληνοαμερικάνος ακαδημαϊκός. Πρόκειται για τον Αντώνη Ελληνα, καθηγητή στο College of the Holy Cross, ο οποίος ειδικεύεται στη μελέτη του φαινομένου της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Αλλά το ελληνικό ενδιαφέρον της μελέτης δεν περιορίζεται στην καταγωγή του συγγραφέα της. Ο κ. Ελληνας έχει επιλέξει να μελετήσει το φαινόμενο της Ακροδεξιάς σε τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες, ανάμεσα στις οποίες και την Ελλάδα (οι άλλες είναι η Αυστρία, η Γερμανία και η Γαλλία). Σ’ αυτές τις τέσσερις χώρες δοκιμάζει ο συγγραφέας τη βασιμότητα της πρωτότυπης πολιτικής του θεωρίας.
Η διεθνής βιβλιογραφία περί Ακροδεξιάς που εκτινάχτηκε τα τελευταία χρόνια, ακολουθώντας τους ρυθμούς της σύγχρονης αναβίωσης του πολιτικού αυτού φαινομένου, δεν έχει μέχρι σήμερα ασχοληθεί με την ελληνική περίπτωση, ενώ συνήθως οι ερευνητές περιορίζονταν στην κοινή διαπίστωση ότι στην Ελλάδα –όπως και στην Ισπανία και την Πορτογαλία- δεν υπάρχει εύφορο έδαφος για την Ακροδεξιά, εξαιτίας της κοινής εμπειρίας των τριών χωρών από δικτατορική διακυβέρνηση.
Η τελευταία αυτή μελέτη έχει πίσω της πολύχρονη έρευνα πεδίου, την οποία διεξήγαγε με επιμονή ο κ. Ελληνας. Εχουμε προσωπική εμπειρία από την πολύμηνη έρευνά του στην Ελλάδα. Είχε τότε ζητήσει και τη δική μας συμβολή, όπως και άλλων δημοσιογράφων ενώ είχε συνομιλήσει με στελέχη του χώρου της Ακροδεξιάς (στελέχη του ΛΑΟΣ, τον Μάκη Βορίδη που ήταν ακόμη εκτός, τον Σωτήρη Σοφιανόπουλο κ.ά.). Αλλωστε αυτό είναι και ένα από τα προτερήματα της επιστημονικής μεθοδολογία του συγγραφέα. Ο κ. Ελληνας δεν αρκέστηκε, όπως συμβαίνει συνήθως, στην ανάλυση των προγραμμάτων των κομμάτων, αλλά συγκέντρωσε στοιχεία και από κομματικές εκδηλώσεις και προσωπική επαφή με εκπροσώπους των πολιτικών αυτών σχηματισμών.
Αυτό που ίσως ξενίσει τον αναγνώστη είναι η ένταξη από τον συγγραφέα του κόμματος της Πολιτικής Ανοιξης στην κατηγορία των κομμάτων που εξετάζει. Βέβαια ο κ. Ελληνας ενώ επισημαίνει ότι τα δύο κόμματα (ΛΑΟΣ και ΠΟΛΑΝ) συγκέντρωσαν τα εκλογικά τους οφέλη «σείοντας ελληνικές σημαίες», δεν αποφεύγει να σημειώσει ότι διαφέρουν στο ρητορικό στιλ, στη σχέση τους με τους παλιούς ακροδεξιούς (που η Πολιτική Ανοιξη την απέφευγε) και τον ιδεολογικό τους πυρήνα. Ο ΛΑΟΣ φιλτράρει τις προγραμματικές του θέσεις μέσω μιας ολοκληρωμένης εθνικιστικής κοσμοθεωρίας, με αποτέλεσμα να καταφεύγει σε «αντιμεταναστευτική και αντισημιτική ρητορεία». Οσο για την Πολιτική Ανοιξη, «ενώ φλερτάρισε με την ιδέα να μεταβληθεί σε μια ελληνική μετενσάρκωση του γαλλικού Εθνικού Μετώπου, αυτή η άποψη παρέμεινε μειοψηφική στο εσωτερικό της».
Για το κόμμα Καρατζαφέρη ο κ. Ελληνας υποστηρίζει ότι παρά το γεγονός ότι ο αρχηγός του ΛΑΟΣ απορρίπτει την ετικέτα του ακροδεξιού, «η εθνοκρατική του ρητορική παρουσιάζει μεγαλύτερες ομοιότητες με τους γερμανούς Ρεπουμπλικάνερ και το αυστριακό FPO παρά με την λαϊκή Δεξιά, στην οποία ο ίδιος ισχυρίζεται καμιά φορά ότι ανήκει». Το ΛΑΟΣ «είναι η νέα όψη της ελληνικής Ακροδεξιάς, η οποία έχει αγκαλιάσει εξολοκλήρου τον εθνικισμό στην αναζήτησή της για ιδεολογική διαφοροποίηση και προκειμένου να αποτινάξει τις ξεθωριασμένες εκκλήσεις των μεταδικτατορικών προκατόχων της».
Παρά το γεγονός ότι οι περιπτώσεις που εξετάζει έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, το ενδιαφέρον συμπέρασμα του συγγραφέα είναι ότι η επιτυχία των κομμάτων της Ακροδεξιάς προϋποθέτει να έχει τεθεί ήδη στη δημόσια συζήτηση από τα μεγάλα «κατεστημένα» κόμματα το πρόβλημα της εθνικής ταυτότητας. Στην Αυστρία το θέμα της εθνικής ταυτότητας τέθηκε με αφορμή τις υποθέσεις Ρέντερ και Βαλντχάιμ τη δεκαετία του 80. Ο πρώτος πέρασε τριάντα χρόνια στη φυλακή ως εγκληματίας πολέμου, ενώ ο δεύτερος κατηγορήθηκε για τη δράση του στα Βαλκάνια στον Παγκόσμιο Πόλεμο. Με αφορμή τις δυο αυτές υποθέσεις αναζωπυρώθηκε στην Αυστρία η συζήτηση για το παρελθόν-ταμπού της χώρας. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεπηδήσει πανίσχυρο το κόμμα του Χάιντερ (FPO).
Στη Γερμανία, η τραυματική μεταπολεμική περίοδος δεν επέτρεψε την ενίσχυση των κομμάτων που νοσταλγούσαν το ναζιστικό παρελθόν. Χρειάστηκε να συμπέσει η απόφαση των Χριστιανοδημοκρατών του Κολ για μια σκλήρυνση στο μεταναστευτικό ζήτημα με την ημιεπίσημη επιχείρηση αναθεώρησης του εγκληματικού ναζιστικού παρελθόντος (τη γνωστή «διαμάχη των ιστορικών») για να δοθεί το πράσινο φως στους Ρεπουμπλικάνερ του Σενχούμπερ να διεκδικήσουν μια έντονη πολιτική παρουσία. Βέβαια στη Γερμανία δεν σταμάτησε ποτέ ο ουσιαστικός αποκλεισμός της Ακροδεξιάς από τα μέσα ενημέρωσης.
Οσο για τη Γαλλία, το κόμμα του Λεπέν φυτοζωούσε έως ότου τέθηκε από τα μεγάλα κόμματα με «εθνικούς» όρους το ζήτημα της μετανάστευσης. Και το παράξενο ήταν ότι το έθεσε πρώτο το κομμουνιστικό κόμμα, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν με επικεφαλής τον Ζορζ Μαρσέ διοργάνωσε πορείες κατά των μεταναστών, κατηγορώντας τους για την ανεργία και την εγκληματικότητα, ενώ ο κομματικός δήμαρχος του Βιτρί γκρέμισε με μπουλντόζες έναν ξενώνα μεταναστών, διευκολύνοντας χωρίς να το θέλει την άνοδο της Ακροδεξιάς και καταδικάζοντας το δικό του κόμμα στην περιθωριοποίηση.
Ο κ. Ελληνας διαπιστώνει, δηλαδή, ότι δεν αρκεί η κλασική ερμηνεία που αποδίδει την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη στην όξυνση κοινωνικών προβλημάτων όπως η ανεργία ή η μετανάστευση δεν είναι παρά μόνο η μισή αλήθεια. Η ανάδυση της Ακροδεξιάς από το πολιτικό περιθώριο στην κεντρική σκηνή προϋποθέτει την υιοθέτηση της ατζέντας της από τα μεγάλα κόμματα.
Ειδικά για την Ελλάδα, η θέση αυτή του κ. Ελληνα επιβεβαιώνεται με την επιλογή της ΝΔ να παίξει το χαρτί του εθνικισμού σε δυο διαδοχικές περιπτώσεις: το 1992 με το Μακεδονικό και το 2000 με την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Η επιλογή αυτή της ΝΔ, προκάλεσε στην πρώτη περίπτωση την εκρηκτική άνοδο της Πολιτικής Ανοιξης και στη δεύτερη επέτρεψε την ανάδυση του ΛΑΟΣ και την εντυπωσιακή παρουσία του Γιώργου Καρατζαφέρη στις νομαρχιακές εκλογές του 2002. Η μελέτη επίσης επισημαίνει ότι μετά την πρώτη αποτυχία του ΛΑΟΣ να περάσει το όριο του 3% και να εκλέξει βουλευτές την άνοιξη του 2004, το κόμμα του κ. Καρατζαφέρη προκειμένου να φτάσει στο στόχο του, το φθινόπωρο του 2007, εκμεταλλεύτηκε την ανάδειξη δυο ακόμα «εθνικών ζητημάτων», δηλαδή την επαναφορά στην επικαιρότητα του Μακεδονικού ζητήματος και κυρίως την εκστρατεία για το βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού.
Ενδιαφέρον έχει και η κατάληξη του συγγραφέα στο κεφάλαιο που αφιερώνει στην Ελλάδα. Εκεί διατυπώνεται η πρόβλεψη ότι οι δεξιόστροφες μεταλλάξεις της ΝΔ στον άξονα της εθνικής ταυτότητας δεν πρόκειται να βοηθήσουν την κυβέρνηση Καραμανλή, αλλά θα νομιμοποιήσουν και άλλο την εθνικιστική ατζέντα του ΛΑΟΣ.
Γραμμένη βέβαια πριν από τις τελευταίες εκλογές, η πρόβλεψη του κ. Ελληνα έχει ήδη επιβεβαιωθεί. Ισως θα ήταν χρήσιμη αυτή η παρατήρηση και για τη σημερινή κυβέρνηση.
Ο περιορισμός της αριστεράς μόνο σε κοινοβουλευτικά πλαίσια δράσης έχει ως συνέπεια να αποδέχεται ως συνομιλητή και την ακροδεξιά, στα πλαίσια του "πολιτικού πολιτισμού", είτε στα πάνελ, είτε ως θεσμικό εταίρο, για την εξεύρεση λύσεων σε "πανεθνικα" (μα ποτέ ταξικά-λέξη λογοκριμένη) προβλήματα. Είναι αναπόφευκτη μετά η κατρακύλα σε υιοθέτηση ως και τμήματος της ακροδεξιάς επιχειρηματολογίας, προκειμένου να αλιεύσουμε από εκεί ψήφους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν είναι τυχαίο ούτε το παράδειγμα του ευρωκομμουνιστικού ΚΚΓ, ούτε του ΣΥΝ, με τη συμμετοχή του στα συλλαλήτήρια υπεράσπισης της Μακεδονίας. Βέβαια, μετά την Υβρι, υπάρχει η Νέμεσις: το ΚΚΓ φυτοζωεί, χάρη στη στήριξη του ΣΚΓ, ενώ ο ΣΥΝ της εποχής κατέληξε.."εξωκοινοβουλευτική αριστερά".