ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΓΕΝΙΚΑ ΕΠΙΤΕΛΕΙΑ!
Αγωνιζόμαστε για την "ΣΥσπείρωση της ΡΙΖοσπαστικής Αριστεράς" στην κατεύθυνση της κοινής δράσης στους μαζικούς χώρους και τα κοινωνικά κινήματα, και παράλληλα για την πολιτική της συγκρότηση σε ένα ενιαίο αμεσοδημοκρατικό πολιτικό φορέα

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Για ένα εναλλακτικό αριστερό πρόγραμμα για τον πολιτισμό



Το κείμενο που αναρτήθηκε διαδικτυακά ως “η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τον πολιτισμό” για δημόσια διαβούλευση ξεσήκωσε έντονες αντιδράσεις εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ. Αποκαλυπτική η
η τοποθέτηση της Έλενας Πατρικίου στην τελευταία συνεδρίαση της Κ.Ε του ΣΥΡΙΖΑ:

Σήμερα παρουσιάζουμε ένα κείμενο συμβολής της Ελένης Πορτάλιου, για ένα εναλλακτικό αριστερό πρόγραμμα για τον πολιτισμό:
ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

Η διαμόρφωση ενός εναλλακτικού αριστερού προγράμματος για τον πολιτισμό από τον ΣΥΡΙΖΑ προϋποθέτει αρχικά μια χαρτογράφηση της σημερινής πραγματικότητας στα βασικά στοιχεία που καθορίζουν την πολιτιστική παραγωγή, την κουλτούρα - με την ευρύτερη έννοια των σχετικών κοινωνικών αντιλήψεων και πρακτικών - καθώς και τα θέματα του πολιτισμικού αποκλεισμού. Σ’ αυτό το διευρυμένο πεδίο κατανόησης τίθενται οι γενικοί στόχοι ενός αριστερού κόμματος και οι ειδικότεροι που αφορούν στην πολιτιστική κληρονομιά, τα γράμματα και τις τέχνες. Καθορίζονται δηλαδή τόσο η γενική πολιτική όσο και τα όρια παρέμβασης του κράτους στον πολιτισμό.

Το κείμενο που ακολουθεί καταγράφει ένα προβληματισμό πάνω στην, κατά τη γνώμη μου, αναγκαία ευρύτερη προσέγγιση η οποία θα οδηγήσει στις προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Εξάλλου, οι θέσεις αυτές πρέπει να αφορούν τόσο την κοινωνία όσο και τα συγγραφικά /καλλιτεχνικά/επιστημονικά και λοιπά συναφή με τον πολιτισμό επαγγέλματα, να αντιμετωπίζουν με ενιαία αντίληψη τους επιμέρους τομείς και να μην προκαταλαμβάνουν την εξειδίκευσή τους από τους καθ’ ύλην αρμόδιους θεσμούς που θα τις υλοποιήσουν.
Ελένη Πορτάλιου


Α. ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ : ΟΙ ΧΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ



Ο Raymond Williams στην εισαγωγή του γνωστού βιβλίου του «Culture and Society, 1780-1950» αναφέρεται στις πέντε λέξεις-κλειδιά : βιομηχανία, δημοκρατία, τάξη, τέχνη και κουλτούρα, η σημασία των οποίων στη σύγχρονη κατασκευή των εννοιών είναι προφανής και οι αλλαγές στη χρήση τους, κατά την περίοδο που ο συγγραφέας μελετά, μαρτυρούν μια γενική αλλαγή στους χαρακτηριστικούς τρόπους της σκέψης πάνω στην κοινή ζωή. Η τέχνη εξέφραζε πριν μια οποιαδήποτε ανθρώπινη δεξιότητα. Η Τέχνη σημαίνει τώρα ένα ιδιαίτερο σύνολο δεξιοτήτων που αναφέρονται στη φαντασία και τη δημιουργικότητα. Η λογοτεχνία, η μουσική, η ζωγραφική, η γλυπτική, το θέατρο συνιστούν διακριτό σύνολο από άλλες ανθρώπινες δεξιότητες και ο καλλιτέχνης είναι το πρόσωπο που τις εκφράζει. Η κουλτούρα συμπυκνώνει τις νέες σχέσεις οι οποίες δημιουργούνται στην αναδυόμενη βιομηχανική, ταξική, δημοκρατική κοινωνία αλλά και νοηματοδοτεί μια περιοχή προσωπικής και ιδιωτικής εμπειρίας, που επρόκειτο να επηρεάσει ιδιαίτερα το νόημα και την πρακτική της τέχνης 1

Η κουλτούρα (culture) ως όρος εμφανίζεται εκ παραλλήλου με τον όρο πολιτισμός (civilization) και συχνά ο όρος culture μεταφράζεται ως πολιτισμός, ιδιαίτερα στα επιθετικά του παράγωγα (π.χ. cultural studies - πολιτισμικές σπουδές). Δεν πρόκειται για ένα απλό ζήτημα γλωσσικής απόδοσης αλλά ούτε και για αποσαφηνισμένες αυστηρά εννοιολογικές διαφορές στη μακριά χρήση των δύο όρων. Τα ίδια τα περιεχόμενα των εννοιών είναι διαμφισβητούμενα και συχνά ορίζονται μεταξύ τους αντιθετικά. 

Ο πολιτισμός χρησιμοποιείται ενίοτε ως γενικευτικός όρος - για παράδειγμα στο έργο του Παναγιώτη Κονδύλη «Η παρακμή του αστικού πολιτισμού»2 ο συγγραφέας αναφέρεται σε όλες τις πολιτικές, κοινωνικές, ιδεολογικές και καλλιτεχνικές διαστάσεις μιας ιστορικής περιόδου και μιας τάξης. Υποκείμενος σε ιδεολογικές χρήσεις, ο πολιτισμός εμφανίζει μια υπεριστορική ακαμψία και περιβάλλεται με ένα απριόρι αξιακό φορτίο, αποτελεί την ανώτερη σφαίρα της κοινωνικής παραγωγής. Αντίθετα, η αναφορά σε «πολιτισμούς» σχετικοποιεί και συγκεκριμενοποιεί χωρικά και χρονικά την απόδοση νοήματος και περιεχομένου στον όρο. Στο βιβλίο της «Πόλεις και Αστικοί Πολιτισμοί»3 η Deborah Stevenson αναφέρεται στους μεταβαλλόμενους σε πολλαπλά επίπεδα αστικούς πολιτισμούς μέσα από την ιστορική κίνηση από τον 19ο στον 20ο αιώνα. Στις σύγχρονες ιστορικές και κοινωνικές επιστήμες η έννοια του πολιτισμού δεν έχει καμμιά αξιακή διάσταση, δεν παραπέμπει στην εξέλιξη, την πρόοδο ή μια ανώτερη κατάσταση, αλλά αφορά όλα όσα βιώνουν, γνωρίζουν και πράττουν οι άνθρωποι ως μέλη μιας κοινότητας. Η σύγχρονη χρήση των όρων πολιτισμός της κατανάλωσης ή των μέσων μαζικής επικοινωνίας εκφράζει την ευρύτητα των περιεχομένων που αποδίδονται με τον όρο πολιτισμός4

Όσον αφορά τη σχέση κουλτούρας - πολιτισμού «αυτή δεν είναι τυποποιημένη αλλά δυναμική, απρόβλεπτη και συχνά άρρητη, στο βαθμό που η κουλτούρα «ήταν πάντα ένας τρόπος συνειδησιακής αποσταθεροποίησης» αφού αποτελεί την «ασυνείδητη, αθέατη όψη της βιτρίνας ενός πολιτισμού». Με αυτή την έννοια η κουλτούρα σήμερα συνιστά ουσιαστική και δημιουργική ανάληψη της διακινδύνευσης, της ενδεχομενικότητας και της αβεβαιότητας που χαρακτηρίζουν τον σύγχρονο πολιτισμό και ταυτόχρονα την υπονόμευσή του, προετοιμάζοντας τους ιστορικούς μετασχηματισμούς του»5.



Β. ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΠΟΛΙΣΜΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Ο πολιτισμός και η κουλτούρα λειτουργούν σήμερα σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και διαπερατότητας των πολιτισμικών συνόρων. Αυτά τα σύνορα είναι ανοιχτά πρωτίστως και κυρίως στις δυνάμεις κυριαρχίας και επιβολής που καθορίζουν την παραγωγή και διάδοση των προϊόντων του πολιτισμού. Η εμπορευματοποίηση της πολιτιστικής παραγωγής δεν αποτελεί μια δευτερογενή, εκ των υστέρων παρέμβαση, αλλά μια συνολική διαδικασία σχεδιασμού και επιλογών που γίνονται με όρους απόσπασης υπεραξίας και συγκέντρωσης κεφαλαίων καθώς και με όρους επιβολής ηγεμονίας. Σίγουρα σ’ αυτή τη διαδικασία ο ρόλος των δυτικών μητροπόλεων και των ισχυρών οικονομικά πολιτιστικών οργανισμών και επιχειρήσεων που μετέχουν στο διεθνή ανταγωνισμό είναι καθοριστικός. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να ισοπεδώσει τις ιδιαιτερότητες της εθνικής παραγωγής πολιτισμού, καθώς οι άνθρωποι που τον δημιουργούν εκκινούν από εντοπισμένες εμπειρίες, με τις οποίες μπορεί να επικοινωνούν και παγκόσμια. Τα παραπάνω αποδεικνύει, για παράδειγμα, η άνθιση του κινηματογράφου σε περιφερειακές χώρες όπως το Ιράν, η Τουρκία, η Ελλάδα, η Πολωνία, κ.λπ. παρά την κρίση και τα αυταρχικά καθεστώτα. 

Τα μείζονα προβλήματα που ανακύπτουν στη σύγχρονη εποχή αφορούν όχι μόνο στην αγοραία αξιολόγηση των επιλογών που γίνονται αλλά και στις διαφοροποιημένες αγορές των αγαθών και υπηρεσιών του πολιτισμού. Εδώ οι διακρίσεις έχουν σαφώς ταξικό χαρακτήρα, καθώς οι λαϊκές τάξεις στερούνται κατά τεκμήριο τις υλικές και πνευματικές προϋποθέσεις πρόσβασης στις πιο δυσπρόσιτες κατηγορίες των γραμμάτων και των τεχνών. Η κυριαρχία των ΜΜΕ ως βασικού ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους είναι καταλυτική καθώς αυτά έχουν υποκαταστήσει τη δημόσια σφαίρα, δηλαδή μια αυτόνομη από το κράτος συγκρότηση της κοινωνίας των πολιτών, όπου οι άνθρωποι μπορούν να μιλούν και να σκέφτονται σε συνθήκες σχετικής ελευθερίας.
Ο πολιτιστικός έλεγχος εκκινεί από τον έλεγχο των οικονομικών πόρων αλλά και του πολιτισμικού κεφαλαίου (γνώσεις, τυπικά προσόντα, δεξιότητες, καλλιτεχνική αγωγή/γούστο), με τους κυρίαρχους καλλιτέχνες και συγγραφείς, να μετατρέπουν το πολιτισμικό τους κεφάλαιο σε οικονομικό.

Η πρόσβαση και η πρόσληψη των πολιτισμικών αγαθών, αλλά και η ίδια η δημιουργικότητα των ανθρώπων, έχουν μια σχέση αλληλεξάρτησης με τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές και οικονομικές συνθήκες. Ωστόσο, οι λαϊκές τάξεις δεν παραδίδονται στον πολιτιστικό έλεγχο αμαχητί. Αντίθετα, επινοούν στρατηγικές διαφυγής και επιβίωσης, όπως αυτές που ανέδειξε για τον χώρο της πόλης και της καθημερινής ζωής ο Michel de Certeau, ως πρακτικές υπονόμευσης των κωδίκων και στοχαστικές πράξεις αντίστασης/ανατροπής. Ανάλογα αναφέρεται ο Mikhail Bakhtin για το καρναβάλι που «επιβεβαιώνει τη σημασία της αλληλεγγύης των καθημερινών ανθρώπων, αφενός, και τη ζωτικότητα της κουλτούρας τους, αφετέρου»6.

Αυτό που θα ονομάζαμε λαϊκή κουλτούρα, παρότι αποσπασματική, αντιφατική και καθόλου ανεπηρέαστη από την κυρίαρχη, διατηρεί στοιχεία αυθεντικότητας με τη μορφή πραγματικών εστιών δημιουργίας. Θα μπορούσα να αναφέρω ως παραδείγματα τα πανηγύρια, τη λαϊκή μουσική και τον χορό αλλά και τις αξιόλογες θεατρικές παραστάσεις σχολικών ομάδων από λαϊκές συνοικίες, που παρουσιάστηκαν πριν μερικά χρόνια σε φεστιβάλ στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Επίσης, την καλλιτεχνική άνθιση παλαιότερα Πολιτιστικών Εργαστηρίων Δήμων, με εξαιρετικό παράδειγμα αυτό της Καλαμάτας επί δημαρχίας Σ. Μπένου.

Πέραν του ερασιτεχνισμού, στη σημερινή Ελλάδα της οικονομικής ένδειας και του κρατικού αυταρχισμού υπάρχει σημαντική κίνηση και ποιοτική παραγωγή στους διάφορους τομείς του πολιτισμού (γράμματα, τέχνες, πολιτιστική κληρονομιά). Χιλιάδες νέοι καλλιτέχνες, με ίδιους πόρους ή/και αξιοποιώντας τις ελάχιστες θεσμικές - οικονομικές δυνατότητες, έχουν να επιδείξουν αξιόλογα δείγματα γραφής. Οι θεατρικές ομάδες και σκηνές πολλαπλασιάζονται και επιβιώνουν, ο ελληνικός κινηματογράφος ανθεί και διακρίνεται διεθνώς, η μουσική διασχίζει τα σύνορα και τροφοδοτεί τα υπόγεια ρεύματα προσωπικής έκφρασης και συλλογικής επικοινωνίας, οι εικαστικοί καλλιτέχνες αναζητούν νέες, κοινές μορφές δημόσιας παρουσίας, η ποίηση - κατά παράδοξο τρόπο - αυξάνει την κυκλοφορία της, ενώ γενικά τα βιβλία εξακολουθούν, μετά βασάνων και κόπων, να εκδίδονται και να διαβάζονται.

Δημόσιοι πολιτιστικοί οργανισμοί, όπως το Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, η Λυρική Σκηνή, το Εθνικό Θέατρο, το Φεστιβάλ Αθηνών, το Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας έχουν ανανεωθεί ριζικά με πολύ αξιόλογα προγράμματα που προσελκύουν ένα πολυπληθές κοινό. Το ίδιο ισχύει και για ιδιωτικούς φορείς, όπως το Μέγαρο Μουσικής ή το Μπενάκειο Μουσείο, εδώ όμως τίθεται το θέμα της δημόσιας χρηματοδότησης, στο οποίο θα επανέλθουμε. Επίσης, τα Φεστιβάλ Κινηματογράφου (Θεσσαλονίκη, Δράμα, Χαλκίδα), ανοιχτά στις διεθνείς ανταλλαγές και σε εκατοντάδες εγχειρήματα νέων ανθρώπων, αποτελούν σημαντικούς θεσμούς με μεγάλη συμμετοχή καλλιτεχνών και κοινού. Όλη αυτή η παραγωγή συνυπάρχει με τον μαρασμό άλλων τομέων και θεσμών, όπως οι ορχήστρες μουσικής, τα περιφερειακά θέατρα και εν μέρει το Φεστιβάλ Επιδαύρου. Είναι, επίσης, γνωστό ότι οι υπηρεσίες που ασχολούνται με την πολιτιστική κληρονομιά εργάστηκαν για την ανάδειξή της κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, ώστε σήμερα να είναι επισκέψιμος ένας μεγάλος αριθμός μνημείων παγκόσμιας αξίας. Η Ελλάδα είναι γεμάτη ιστορικά μνημεία (αρχαία, βυζαντινά, νεότερα, λαϊκά), που η ανάδειξή τους συμβάλλει στην ταυτότητα κάθε τόπου, στην εξοικείωση των πολιτών με την ιστορία, στην πολιτιστική και οικονομική ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών. Ανάλογο ρόλο μπορούν να διαδραματίζουν τα ιστορικά μουσεία που, όμως, σήμερα υπολειτουργούν ή παραμένουν κλειστά.

Οι παραπάνω πολιτισμικές δυνάμεις αποτελούν από κοινού τους ανθρώπινους πόρους σε μια προσπάθεια αλλαγής της σημερινής κατάστασης. Παραταύτα, αδυνατούν να απαντήσουν σε δύο μείζονα προβλήματα τα οποία χρειάζονται ριζική πολιτική αντιμετώπιση : την αποκέντρωση και τον πολιτισμικό αποκλεισμό των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, στις οποίες συγκαταλέγονται οι μετανάστες/στριες και οι γηγενείς νεόπτωχοι της σύγχρονης καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Όσο κι αν γεμίζουν με «τέχνη και δάκρυα» κάποια κενά του πολιτισμού στην εποχή της κρίσης, ο μεγάλος αριθμός ανθρώπων παραμένει αποσυνάγωγος ή, όταν έχει σπίτι και ρεύμα, η μοναδική δίοδος κοινωνικής επαφής και διασκέδασης (όχι ψυχαγωγίας) είναι η τηλεόραση.



Γ. Η ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ

Τα σημαντικά έργα αλλά και όλα τα έργα παράγονται σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, σ’ ένα κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον που ευνοεί τη δημιουργία τους.

Στο συγκλονιστικό πολιτικό του κείμενο - τον Επιτάφιο, ο Περικλής εκφωνεί το περίφημο «Φιλοκαλούμεν γαρ μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας». Αυτή η φράση δεν θα μπορούσε να ειπωθεί και κυρίως να υπάρξει, ως πρακτική κατάσταση ζωής δια μέσου της ομορφιάς και της σοφίας, εάν δεν υπήρχε η πολιτική συνθήκη ενός δημόσιου χώρου και ενός δημόσιου χρόνου που δημιούργησε η αρχαία πόλις και πολύ συγκεκριμένα η Αθήνα στη χρυσή εποχή της ακμής της. Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ γεννήθηκε η Αθηναϊκή τραγωδία και αναγέρθηκε ο Παρθενώνας. 

Η αναδυόμενη αστική τάξη της Δύσης, στη μακριά διάρκεια ανόδου της ως κυρίαρχη τάξη, δεν ανέπτυξε μόνο τις παραγωγικές δυνάμεις αλλά δημιούργησε, επίσης, ένα πολιτισμικό σύμπαν ιδεών, μεθόδων σκέψης, αρχιτεκτονικών μνημείων, ζωγραφικής, γλυπτικής, μουσικής, φιλοσοφίας. Από το σύμπαν αυτό γεννήθηκε, για παράδειγμα, το μυθιστόρημα σε μια συγκεκριμένη στιγμή μέσα από τη δημόσια σφαίρα που προετοίμασε τη Γαλλική Επανάσταση. 

Η Ρώσικη Επανάσταση λειτούργησε απελευθερωτικά, τόσο πριν εκδηλωθεί όσο και στα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας, για τα λεγόμενα πρωτοποριακά ρεύματα της τέχνης. Η επιθυμία καταστροφής του παλιού κόσμου οδήγησε ορισμένα κινήματα και καλλιτέχνες σε απόψεις για τον θάνατο της αστικής τέχνης, όμως αυτή η πρωτοπορία συνυπήρχε με την τεράστια κληρονομιά στη λογοτεχνία και τις παραστατικές τέχνες όπως και με άλλα σύγχρονα ρεύματα σ’ ένα διάλογο πάθους. Η «διαισθητική» αντίληψη για τη σχετική αυτονομία της τέχνης και η θέση ότι το προλεταριάτο πρέπει να κατακτήσει την αστική κουλτούρα, φορείς των οποίων αποτέλεσαν ηγετικά στελέχη της επανάστασης όπως ο Τρότσκι, διαφύλαξαν την ελευθερία της τέχνης συνολικά και τη δημιουργική πολυδιάστατη ανάπτυξή της.

Μέσα στη Ρώσικη Επανάσταση συντελέστηκε, παρά την οικονομική ένδεια, μια πραγματική πολιτιστική επανάσταση με τον αγώνα για ν’ αντιμετωπιστεί ο αναλφαβητισμός και να προωθηθούν νέα εκπαιδευτικά συστήματα που βασίζονταν στις πιο πρωτοποριακές παιδαγωγικές μεθόδους. Εξ άλλου, οι καλλιτέχνες ξεχύθηκαν σε όλη τη χώρα και έθεσαν τις τέχνες τους στην υπηρεσία του λαού. Όλα αυτά άρχισαν να σβήνουν γρήγορα, ήδη από το 1923 όταν ξεκίνησε ο εκφυλισμός της επανάστασης.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, από το τέλος του 18ουαι. γενικεύεται και βαθαίνει ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, ο οποίος καθορίζει τόσο τα καλλιτεχνικά επαγγέλματα όσο και τις διαδικασίες παραγωγής και διακίνησης των έργων τέχνης. Τότε, επίσης, θεσμοθετείται, ως ταυτοτικό στοιχείο του αναδυόμενου εθνικού κράτους, η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η πρόσβαση στα έργα τέχνης και η απόκτησή τους προσλαμβάνουν μαζικό χαρακτήρα, ταυτόχρονα διαμορφώνεται η διάκριση ανάμεσα στην «υψηλή τέχνη» και τη μαζική κουλτούρα. Η διάδοση των πολιτισμικών αγαθών αφορά εκατομμύρια ανθρώπους ενώ η παρουσίαση και ερμηνεία τους δημιουργεί νέες ειδικότητες, νέους τομείς έρευνας και επιστημών. Οι καλλιτέχνες δεν αναφέρονται πια στην Εκκλησία, τις πριγκηπικές και βασιλικές αυλές, τα συμβούλια των πόλεων και τους πλούσιους εμπόρους, αλλά απευθύνονται στην αγορά. Η τέχνη σπουδάζεται στον ακαδημαϊκό χώρο ενώ πολλά ρεύματα συμβιώνουν στο καλλιτεχνικό στερέωμα.

Στα δημοκρατικά καθεστώτα της Δύσης οι μεταπολεμικές δεκαετίες υπήρξαν γόνιμες για την παιδεία και τον πολιτισμό, καθώς η περίοδος αυτή καθορίστηκε από πολύ σημαντικά κινήματα και μεγάλες κοινωνικές εξεγέρσεις. Το σημαντικό είναι ότι η γενικευμένη πνευματική κίνηση άλλαξε ριζικά τους θεσμούς, δημιούργησε μεγάλες δυνατότητες πρόσβασης στα πολιτισμικά αγαθά των λαϊκών τάξεων και ριζοσπαστικοποίησε τη λαϊκή κουλτούρα συνολικά.



Δ. ΟΙ ΣΥΝΤΕΛΟΥΜΕΝΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ
ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΘΕΣΜΟΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Υπάρχει σήμερα μια ριζική μετατόπιση των τρόπων παραγωγής και διαχείρισης των πολιτισμικών αγαθών, πρόσληψης και πρόσβασης σ’ αυτά ; Πριν κατανοήσουμε τις σημερινές μετατοπίσεις θα πρέπει να αναγνωρίσουμε όχι μόνο το αντιφατικό και συγκρουσιακό πεδίο της κουλτούρας, στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε, όχι μόνο το ότι χιλιάδες συγγραφείς, καλλιτέχνες, και επιστήμονες παράγουν έργο παρά τους υλικούς και θεσμικούς περιορισμούς ή/και αποκλεισμούς, αλλά και την ιδιαιτερότητα του έργου τέχνης

«Το ότι αναγνωρίζω στην Τέχνη της φούγκας ή στις Ελεγείες του Ντουίνο ανθρώπινα έργα, κοινωνικές ιστορικές δημιουργίες», λέει ο Κορνήλιος Καστοριάδης, «δεν με οδηγεί να τις θεωρήσω «εύθρυπτες». Έργα ανθρώπινα · απλώς ανθρώπινα ; …Μήπως ο άνθρωπος είναι «απλώς ανθρώπινος» ; Αν ήταν έτσι δεν θα ήταν τίποτα. Ο καθένας από μας είναι ένα πηγάδι χωρίς πυθμένα, και αυτό το απύθμενο είναι προφανώς ανοιχτό στο απύθμενο του κόσμου. Υπό κανονικές συνθήκες γαντζωνόμαστε από το χείλος του πηγαδιού … Αλλά το Συμπόσιο, το Ρέκβιεμ, ο Πύργος έρχονται απ’ αυτό το απύθμενο και μας κάνουν να το δούμε»7. Μπορεί οι εξουσίες να κινούνται για να υποτάξουν το ριζικό φαντασιακό, δηλ. την ενδιάθετη δυνατότητα των ανθρώπων να φαντάζονται τον κόσμο - τα έργα τέχνης είναι δημιουργήματα αυτής της φαντασίας - όμως ο έλεγχος δεν θα είναι ποτέ απόλυτος όπως πιστοποιεί η ιστορία των αγώνων για την ανθρώπινη ελευθερία. Μέσα στις ιστορικά μεταβαλλόμενες συνθήκες υπάρχει, λοιπόν, η σταθερά που μόλις περιγράψαμε και το πολιτικό ερώτημα που ανακύπτει αφορά στις προϋποθέσεις δημιουργίας και κυρίως πρόσληψης των έργων του πολιτισμού.


Δ1. Τι αλλάζει, λοιπόν, στον πολιτισμό και την κουλτούρα στον 21ο αιώνα ;
Αλλάζουν πολλά και οι αλλαγές επιταχύνονται πολύ πρόσφατα.

Πρώτ’ απ’ όλα οι δημόσιοι πόροι που διατίθενται περιστέλλονται δραστικά και οι λαϊκές τάξεις βυθίζονται ταυτόχρονα στη φτώχεια και την πολιτισμική απομόνωση. Εξάλλου, οι περιορισμένοι κρατικοί προϋπολογισμοί κατανέμονται άνισα. Το κράτος δεν είναι η «Πολιτεία», όπως αναφέρεται συχνά, αλλά ταξικός μηχανισμός διαχείρισης/κατανομής των πόρων και ελέγχου της πολιτιστικής αγοράς.

Την ίδια ώρα που οι κρατικοί προϋπολογισμοί περικόπτονται, μεγάλα ιδιωτικά κεφάλαια επενδύονται παγκόσμια σε προϊόντα «υψηλής τέχνης» και υποπροϊόντα μαζικής κατανάλωσης. Όπου αποσύρεται το δημόσιο ο ιδιωτικός τομέας καταλαμβάνει το κενό και «επενδύει», καταχρώμενος δημόσιο χρήμα και συσσωρευμένο δημόσιο πλούτο σε έργα τέχνης, υποδομές, κλπ. Η παραχώρηση, με απόφαση της δημοτικής πλειοψηφίας Καμίνη, στην εταιρεία «Νέον» (συμφερόντων Δ. Δασκαλόπουλου) του Εθνικού Κήπου και το υπουργικό πραξικόπημα στο ΕΜΣΤ είναι τα πρόσφατα εμφανή δείγματα πολλαπλών κινήσεων διείσδυσης, με τη στήριξη του κράτους, του μεγάλου κεφαλαίου στον πολιτισμό. Εξάλλου, ήδη πολύ πριν την κρίση, οι κρατικές επιχορηγήσεις κατευθύνονταν κατά προτεραιότητα σε ιδιωτικούς φορείς, όπως το Μέγαρο Μουσικής.

Τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας εξακολουθούν και σήμερα να διατηρούν την ισχύ τους ως ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους. Το μαύρο στην ΕΡΤ, δηλαδή η μηδενική ανοχή σ’ ένα δημόσιο μέσο ενημέρωσης και ψυχαγωγίας που, παρά τα προβλήματα, λειτουργούσε με ποιότητα πολύ μακράν των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, χαρακτηρίζει την εποχή την οποία διανύουμε. Από την άλλη, «μεγάλα» και «μικρά» ιδιωτικά κανάλια συναγωνίζονται ως προς την ευτέλεια των προγραμμάτων τους. Τόσο οι πολιτικές συζητήσεις με τα πάνελ ομιλητών όσο και οι λεγόμενες ψυχαγωγικές εκπομπές αποτελούν υποπροϊόντα μαζικής κουλτούρας, που εγκλωβίζουν τη σκέψη και τον συναισθηματικό κόσμο των τηλεθεατών.

Ορισμένοι διανοούμενοι αναγορεύουν την ψηφιακή τεχνολογία σε λυδία λίθο για την ανάκτηση της «πολιτισμικής δημοκρατίας». Θεωρώντας την «ψηφιακή εποχή» φυσική εξέλιξη, χρήσιμη και επωφελή εξ ορισμού για την παιδεία και τον πολιτισμό, προτείνουν την (κατα)χρήση των νέων μέσων για τη διάχυση των συσσωρευμένων γνώσεων και την προσφορά πολιτισμικών αγαθών και υπηρεσιών σε όλη την κοινωνία. Όμως, η ψηφιακή τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη και οι μαζικές χρήσεις της αναπαράγουν τις κυρίαρχες διαχωριστικές γραμμές όσον αφορά την πρόσβαση στη γνώση. Στις δυνατότητες που πράγματι προσφέρει θα επανέλθουμε. 

Ο κυρίαρχος μηχανισμός της «ψηφιακής εποχής», ο οποίος επηρεάζει καθοριστικά τις μορφές και τα περιεχόμενα της ενημέρωσης, της παιδείας, της μαζικής κουλτούρας και του πολιτισμού, αλλά κυρίως της διανθρώπινης επικοινωνίας, είναι σήμερα το διαδίκτυο. Το γνωρίζουμε από τη λειτουργία του στις κινητοποιήσεις των κινημάτων και των δημοκρατικών εξεγέρσεων στις Αραβικές χώρες και αλλού ή την ευχέρεια που δίνει στη διακίνηση ενός επείγοντος μηνύματος. Ανατρέχουμε σ’ αυτό αναζητώντας πληροφορίες και υλικό επί παντός του επιστητού. Κάνουμε ομάδες ενδιαφερόντων, αποκτούμε «φίλους», εμπιστευόμαστε στο πέλαγος των ανώνυμων χρηστών του πολύ προσωπικές επιθυμίες και σκέψεις. Όμως το διαδίκτυο καθεαυτό ούτε τη δημοκρατία προάγει ούτε τη γνώση ούτε τις ανθρώπινες σχέσεις. Οι εταιρείες-κολοσσοί που το διαχειρίζονται δεν ενδιαφέρονται για τη στήριξη της πολιτικής, πολύ περισσότερο της διαπροσωπικής επικοινωνίας και δεν είναι μορφωτικοί θεσμοί, παρ’ ότι συσσωρεύουν έναν ασύλληπτο όγκο γνώσεων και πληροφοριών, ο οποίος τους αποφέρει τεράστια κέρδη, ιδεολογική και πολιτική ισχύ.

Στο διαδίκτυο δεν υπάρχει ελευθερία διακίνησης πολιτικών και προσωπικών μηνυμάτων, που άλλωστε δεν υποκαθιστούν τις αυτοπρόσωπες σχέσεις και παρουσίες, αλλά επιτήρηση - καταγραφή και έλεγχος προσωπικών δεδομένων, ατομικής και συλλογικής δράσης. Υπάρχει λογοκρισία, δέσμευση λογισμικών, πρόβλημα πνευματικών δικαιωμάτων. Επίσης, παιδική πορνογραφία, εθισμός, ενδοστρεφής εγκλεισμός, απομόνωση, κ.λπ. Το διαδίκτυο δεν αίρει τις κοινωνικές διακρίσεις, δεν ανατρέπει, αντίθετα - με την πληθώρα αδιαβάθμητων πληροφοριών - διαμορφώνει και αναπαράγει τη μαζική κουλτούρα. Δεν διευκολύνει την ανθρώπινη επικοινωνία αλλά προωθεί τις εικονικές σχέσεις, δεν στηρίζει τη γραφή και τη σκέψη που αυτή προϋποθέτει αλλά τής επιτρέπει να προχειρολογεί και να μένει ασύντακτη. Φυσικά υπάρχουν εξαιρέσεις : συγκροτημένοι ιστότοποι, αξιόπιστες γνώσεις και πληροφορίες, ευχέρεια επικοινωνίας με πολιτισμικά αγαθά και πρόσβαση σε ψηφιοποιημένα αρχεία πολιτιστικών φορέων και γενικά υπηρεσιών, γρήγορη ενημέρωση για τα καθημερινά γεγονότα. Στην πραγματικότητα, όμως, ένα πολύ μικρό ποσοστό χρηστών μπορεί να εντάξει τη χρήση του διαδικτύου στις ενημερωτικές, μορφωτικές και πολιτισμικές του αναζητήσεις και αυτό το ποσοστό διαθέτει υψηλό βαθμό εκπαίδευσης. 

Το πολιτικό επίδικο είναι, λοιπόν, το πώς η δημόσια εκπαίδευση και η πρόσβαση των πολλών στα πολιτισμικά αγαθά θα κάμψουν τις σκληρές διαχωριστικές γραμμές που καθορίζουν τα διαφορετικά μορφωτικά επίπεδα και θα δημιουργήσουν ένα υψηλό επίπεδο παιδείας για όλους. Τότε και η χρήση του διαδικτύου μπορεί να είναι επιλεκτική και επωφελής.

Οι δημόσιοι πολιτιστικοί θεσμοί πάσχουν οικονομικά. Μπορεί ορισμένοι πανελλαδικής εμβέλειας, που ήδη αναφέρθηκαν, να λειτουργούν ικανοποιητικά αλλά οι πολλοί σημαντικοί μικρότερου μεγέθους θεσμοί σε όλη τη χώρα έχουν υποβαθμιστεί δραματικά (πολιτισμικοί οργανισμοί δήμων, τοπικές και σχολικές βιβλιοθήκες, μουσεία, τοπικά φεστιβάλ). Χωρίς αυτά τα κύτταρα δεν υπάρχει αποκέντρωση και ισότιμη πρόσβαση στα πολιτισμικά αγαθά. Μια αναλογική κατανομή πόρων θα αποτελούσε την υλική βάση ενδυνάμωσής τους, η οποία όμως χρειάζεται επίσης την αφοσίωση των εργαζομένων, το ενδιαφέρον του κοινού και τη βοήθεια των τοπικών κοινωνιών. Εξίσου πενιχρή οικονομικά είναι η στήριξη του συγγραφικού έργου και των καλλιτεχνικών ομάδων και φορέων που λειτουργούν ιδιωτικά. Ο θεσμός των επιχορηγήσεων έχει ατονήσει και οι διατιθέμενοι πόροι είναι ελάχιστοι.


Δ2. Βασικές θέσεις/παρεμβάσεις
για την αλλαγή της σημερινής πραγματικότητας

Το περιεχόμενο των θέσεων δεν εστιάζει μόνο στα αντικείμενα που περιλαμβάνονται στις αρμοδιότητες του ΥΠΠΟ καθώς η κουλτούρα και ο πολιτισμός αφορούν εξίσου σημαντικά ζητήματα, για τα οποία επιλαμβάνονται άλλα υπουργεία.

Αν και συχνά αναφερόμαστε στον πολιτισμό και την κουλτούρα αποσυνδέοντάς τα από την παιδεία και την εκπαίδευση, σήμερα είναι ανάγκη να επαναφέρουμε την κεντρικότητα του δημόσιου σχολείου σ’ ένα αριστερό σχέδιο διεξόδου από την κρίση. Στην εποχή της κρίσης που οι οικογένειες διαλύονται και η φτώχεια πλήττει εκατομμύρια σπίτια, το δημόσιο σχολείο αποσυντίθεται, επίσης. Αν η συνθήκη αυτή δεν μεταβληθεί, η μεγάλη πλειοψηφία του λαϊκού κόσμου θα εξακολουθήσει να παραμένει μορφωτικά και πολιτισμικά αποκλεισμένη, ακόμα και αν λειτουργήσουν επαρκώς οι τομείς των γραμμάτων και των τεχνών. Το δημόσιο σχολείο μπορεί ν’ αποτελέσει ένα πραγματικό «σπίτι κουλτούρας» : εκπαίδευσης, παιδείας με την ευρύτερη έννοια και πολιτισμού, καλλιέργειας των ανθρώπινων σχέσεων, της ισότητας και της δημοκρατίας. Η σίτιση των παιδιών στα σχολεία είναι προτεραιότητα, εξίσου σημαντικές είναι η εκπαίδευση και η διευρυμένη σχολική λειτουργία, που μπορούν να περιοριστούν τις ταξικές και φυλετικές ανισότητες και να πολεμήσουν την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και τις ευρέως διαδεδομένες πρακτικές ενδοσχολικής βίας. Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να ενταχθούν στο σχολικό πρόγραμμα η λογοτεχνία και οι άλλες τέχνες και να στηριχθούν με άμεση παρουσία των δημιουργών τους. Σε επαφή με τα σχολεία, χρησιμοποιώντας τους χώρους τους, όπως και με τους δήμους, επίσης χρησιμοποιώντας υποδομές τους, μπορούν να λειτουργήσουν και να πολλαπλασιαστούν οι νέοι κοινωνικοί θεσμοί αλληλεγγύης (κοινωνικό φροντιστήριο, κοινωνικό ωδείο, κ.λπ.). 

Τα ιδιωτικά ΜΜΕ λειτουργούν καταλυτικά στη διαμόρφωση της μαζικής καταναλωτικής κουλτούρας : διάδοση πολιτιστικών υποπροϊόντων, διάχυση συντηρητικών στερεότυπων και αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας, αποδόμηση του κοινωνικού φαντασιακού, καλλιέργεια της βίας, θεοποίηση της ισχύος και του ανταγωνισμού. Η ρήξη με αυτή την πραγματικότητα βασίζεται κατά κύριο λόγο στο αντιπαράδειγμα της δημόσιας τηλεόρασης και ραδιοφωνίας.

Σύμφωνα με τη δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ, η πρώτη πολιτική πράξη για μια νέα αρχή είναι η επαναφορά της λειτουργίας του συνόλου της ΕΡΤ, που αποτελεί ταυτόχρονα μια συμβολική χειρονομία δημοκρατίας και ανάδειξης της σημασίας των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών μέσων για την αμερόληπτη ενημέρωση, την ψυχαγωγία και την καλλιέργεια της παιδείας και του πολιτισμού. Οι απολυμένοι εργαζόμενοι της ΕΡΤ που συντηρούν για πολλούς μήνες, με εθελοντική εργασία, ζωντανό το αίτημα ανασυγκρότησης της δημόσιας τηλεόρασης και ραδιοφωνίας, διαθέτουν τα επαγγελματικά και ηθικά εφόδια για να αναλάβουν αυτό το σημαντικό εγχείρημα.
Το κανάλι της Βουλής με τη σημαντική συμβολή του στα γράμματα, τις τέχνες και τον πολιτικό πολιτισμό πρέπει να διατηρήσει την αυτονομία του και να υποστηριχθεί για να συνεχίσει και να διευρύνει το έργο του. 

Από την άλλη οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί, που αποτελούν βασικούς διαμορφωτές της κοινής γνώμης σύμφωνα με τα γενικά και ειδικά συμφέροντα των ισχυρών κεφαλαίων, δεν μπορεί να συνεχίζουν να ανταγωνίζονται, με δωρεάν ισχνότητες, διαγραφή χρεών, κρατικές επιδοτήσεις και μονοπωλιακές ρυθμίσεις, τα δημόσια μέσα. Όσοι εξ αυτών δεν τηρούν βασικούς κανόνες δεοντολογίας και δεν μπορούν ν’ αυτοχρηματοδοτούν θα πρέπει να διακόψουν τη λειτουργία τους.

Η οικονομική στήριξη του πολιτισμού, ιδιαίτερα σε εποχή κρίσης, δεν αφορά μόνο το ποσοστό επί του προϋπολογισμού και τους πόρους από τα ευρωπαϊκά προγράμματα αλλά, επίσης, μια σύνθετη πολιτική κινήτρων, φορολογίας, φοροαπαλλαγών, επιχορηγήσεων, διάθεσης χώρων, πολυλειτουργικής τους αξιοποίησης και ενεργοποίησης ανενεργών (π.χ. αρχαία θέατρα), προβολής του παραγόμενου έργου στο πλατύ κοινό και συνολικού σχεδίου ανάπτυξης του πολιτιστικού τουρισμού, που προϋποθέτει σταθερή λειτουργία κεντρικών και αποκεντρωμένων υποδομών και θεσμών.

Οι ιδιωτικοί φορείς που λειτουργούν στο χώρο του πολιτισμού κρίνονται ως προς το παραγόμενο έργο τους, το οποίο στις περισσότερες περιπτώσεις είναι σημαντικό και αναπληρώνει κενά της δημόσιας πολιτικής. Το ΥΠΠΟ μπορεί να στηρίζει αυτό το έργο, όμως η κρατική χρηματοδότηση θα πρέπει, ιδιαίτερα σήμερα που οι πόροι είναι ελάχιστοι, να αφορά σχεδόν αποκλειστικά τους δημόσιους φορείς και θεσμούς. Δεν πρέπει, πάντως, να διαφεύγει της προσοχής μας ότι οι πολιτιστικοί οργανισμοί με χρηματοδότηση ισχυρών οικονομικών παραγόντων δεν έχουν αποκλειστικώς πολιτιστικά κίνητρα στη δράση τους.

Το Υπουργείο Πολιτισμού πρέπει να παραμείνει αυτόνομο (ΥΠΠΟ). Η διάρθρωση των υπηρεσιών του χρειάζεται να τροποποιηθεί ριζικά, κατ’ αρχήν για να αναιρεθούν οι πρόσφατες αλλαγές που επέφερε το νέο οργανόγραμμα, αποσυντονίζοντας τη λειτουργία τους. Η νέα διάρθρωση των υπηρεσιών ώστε να περιλαμβάνονται οι τομείς των γραμμάτων και των τεχνών είναι καθοριστική για την αποδοτικότητα της πολιτικής και αποτυπώνει βασικές αρχές της. Η συγκέντρωση των αποφάσεων, τόσο για τις πολιτιστικές κατευθύνσεις όσο και για συγκεκριμένες εφαρμογές, στο πρόσωπο του υπουργού και ένα στενό επιτελείο συμβούλων του, πέραν της αδιαφάνειας στις επιλογές και της έλλειψης οποιασδήποτε αντικειμενικότητας στις διαδικασίες, είναι ανορθολογική και αναποτελεσματική.

ΟΙ εποπτευόμενοι φορείς από το ΥΠΠΟ στους διάφορους τομείς των γραμμάτων και των τεχνών, που λειτουργούν συμπληρωματικά, εξειδικεύοντας τις γενικές πολιτικές κατευθύνσεις, πρέπει να επανιδρυθούν ( ΕΚΕΒΙ), ν’ ανανεωθούν εκ βάθρων όταν υπάρχουν (ΕΕΤΕ, ΕΚΤ) και να δημιουργηθούν νέοι όπου χρειάζεται. Σημαντική παράμετρος για τη λειτουργία του ΥΠΠΟ είναι η καταγραφή, διασφάλιση και σωστή διαχείριση/αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του για τη στέγαση των υπηρεσιών και τη στήριξη των φορέων του πολιτισμού. Εδώ εντάσσεται κατά προτεραιότητα η κατάργηση του ΤΑΙΠΕΔ - θέση που αφορά συνολικά τη διαφύλαξη της δημόσιας περιουσίας - και η ανάκτηση κτιρίων τα οποία δόθηκαν παρανόμως σε ιδιώτες από τον φορέα αυτό.

Βασική αρχή της πολιτιστικής πολιτικής είναι η διαπολιτισμικότητα. Σε αντιδιαστολή με την πολυπολιτισμικότητα, η οποία υποδηλώνει ανοχή, όχι όσμωση των διαφορετικών πολιτισμών και παραπέμπει στην αξιολογική κατάταξή τους σε ανώτερους και κατώτερους, η διαπολιτισμικότητα υποστηρίζει την ενεργητική αλληλεπίδραση μέσω διαδικασιών και θεσμών και τη χαλάρωση των στεγανών ανάμεσα στις διαφορετικές κουλτούρες. Οι ανταλλαγές με το εξωτερικό (διάδοση της ελληνικής παραγωγής εκτός της χώρας και αντίστροφα), η οργανική σύνδεση με τις εθνικές κουλτούρες των μεταναστών και τους ίδιους τους φορείς τους, πρέπει ν’ αποτελούν βασικές δημοκρατικές σταθερές της πολιτιστικής πολιτικής. 

Το κύριο θέμα για τους τομείς των τεχνών και του βιβλίου είναι να υποστηριχθούν οικονομικά με τους τρόπους που ήδη αναφέρθηκαν και να δημιουργηθούν οι δομές του ΥΠΠΟ και των εποπτευόμενων φορέων που θα υλοποιήσουν τις σχετικές πολιτικές. Εξίσου σημαντικό με την «έξοδο» της πολιτιστικής παραγωγής εκτός της χώρας είναι και η «έξοδός» της από το κέντρο (Αθήνα, Θεσσαλονίκη) στις λαϊκές συνοικίες και τις περιφέρειες. Οι τοπικές κοινωνίες μπορεί να στηρίξουν θεατρικές, μουσικές, εικαστικές, κ.λπ. ομάδες, πολύ περισσότερο αν αυτές ενταχθούν στα προγράμματα των πολιτισμικών οργανισμών των δήμων και στο πλαίσιο τοπικών φεστιβάλ, που ήδη γίνονται, αλλά χρειάζεται να προβληθούν και να πολλαπλασιαστούν, ιδιαίτερα στις περιοχές που είναι τουριστικοί προορισμοί. Τα παραπάνω δεν αποτελούν πρωτότυπες προτάσεις. Αντλούν από ήδη υπάρχουσες διαδικασίες, που θα πρέπει να στηρίξει το ΥΠΠΟ και οι εποπτευόμενοι φορείς, οι περιφέρειες και οι δήμοι. Στο σχέδιο αυτής της πολιτικής αποκέντρωσης εντάσσονται όλες οι διαθέσιμες υποδομές (πολιτιστικοί χώροι, μουσεία) και η πρόσβαση του κοινού στην πολιτιστική κληρονομιά. 

Η πολιτιστική κληρονομιά απειλείται σήμερα με απώλεια του δημόσιου χαρακτήρα της. Ήδη μνημεία και αρχαιολογικοί χώροι βρίσκονται μέσα σε ιδιωτικές εκτάσεις, στις οποίες δεν έχει πρόσβαση το κοινό. Με την πρόσφατη, όμως, πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων της δημόσιας περιουσίας οι χώροι αυτοί κινδυνεύουν να δοθούν και σε ιδιωτική εκμετάλλευση, όπως έγινε φανερό στο σχέδιο νόμου για ακτές/αιγιαλό, την ψήφιση του οποίου απέτρεψε ένα πάνδημο κοινωνικό και πολιτικό κίνημα.

Σε αντιπαράθεση με τις παραπάνω επιλογές η πολιτιστική κληρονομιά πρέπει να διατηρήσει τον δημόσιο χαρακτήρα της και να ενισχυθεί το θεσμικό πλαίσιο προστασίας τόσο της δημόσιας όσο και των νεοτέρων μνημείων που ανήκουν σε ιδιώτες. Στο πλαίσιο της θεσμοθετημένης ουσιαστικής πολιτικής προστασίας μπορούν να λειτουργήσουν, χωρίς υπουργικές και άλλες παρεμβάσεις, τα συλλογικά όργανα αποφάσεων (Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων). 

Άλλα σημαντικά θέματα που αφορούν στη λειτουργία των αρμόδιων υπηρεσιών είναι η απλούστευση των διαδικασιών για την καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών, η απλοποίηση και ενιαία αντιμετώπιση της διοικητικής διάρθρωσης, η οργανωτική και τεχνολογική θωράκιση των υπηρεσιών για την αντιμετώπιση της παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων και την πάταξη της αρχαιοκαπηλίας καθώς και η αναβάθμιση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων.

Οι βιβλιοθήκες, τόσο αυτές που αναφέρονται πρωτίστως στην επιστημονική και καλλιτεχνική έρευνα όσο και οι ανοιχτές στο κοινό τοπικές, αποτελούν αναντικατάστατους θεσμούς παιδείας τους οποίους δεν μπορεί καμιά «ψηφιακή εποχή» να υπερβεί. Ιδιαίτερα οι δημοτικές και σχολικές βιβλιοθήκες υποστηρίζουν τη λαϊκή εκπαίδευση και οι πρώτες μπορεί ν’ αποτελέσουν, όπως γίνεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ζωντανούς πολιτιστικούς θεσμούς, στους οποίους να έχουν πρόσβαση και οι μετανάστες για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Υποδείγματα υπάρχουν ήδη στη χώρα, όπως η βιβλιοθήκη της Βέροιας που, με ισχυρή οικονομική στήριξη, αποτέλεσε ένα σημαντικό μορφωτικό θεσμό της πόλης ή η βιβλιοθήκη και τα εκπαιδευτικά προγράμματα για τα παιδιά στο Ευγενίδειο Ίδρυμα.


Η ψηφιοποίηση του υλικού των βιβλιοθηκών εντάχθηκε στο πρόσφατο παρελθόν σε προγράμματα χρηματοδότησης (ΚΠΣ) με σημαντικούς πόρους. Αυτό το έργο πρέπει να αξιολογηθεί καθώς, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις όπως αυτή της Εθνικής Βιβλιοθήκης, πρέπει να έχει ολοκληρωθεί. Τόσο για τις βιβλιοθήκες όσο και για τα ιστορικά και άλλα αρχεία και για τα έργα των μουσείων, η ψηφιοποίηση - που προϋποθέτει να υπάρχει ολοκληρωμένη καταγραφή του υλικού τους- πρέπει να βασιστεί σε ένα διαφανές εθνικό σχέδιο με προτεραιότητες οι οποίες θα υποστηρίζουν τη γενική πολιτιστική πολιτική.

Γενικότερα, η «ψηφιακή τεχνολογία» θα μπορούσε να συμβάλλει στην προσβασιμότητα και διάδοση της γνώσης σε μεγάλους αριθμούς χρηστών, όμως προϋπόθεση για τη λειτουργία των δυνατοτήτων αυτών είναι οι εκπαιδευτικές και μορφωτικές διαδικασίες που αίρουν τον πολιτισμικό αποκλεισμό. Σε κάθε περίπτωση η λεγόμενη «ψηφιακή εποχή», δηλαδή η διαμεσολαβημένη επικοινωνία, δεν μπορεί ευτυχώς να υποκαταστήσει τις ζωντανές διδακτικές διαδικασίες, την επαφή με τα βιβλία όπως την περιγράφει ο George Steiner στη Σιωπή των Βιβλίων 8, τις επισκέψεις στα μουσεία, τις διαδραστικές σχέσεις μεταξύ του κοινού και μεταξύ κοινού και καλλιτεχνών. Απ’ αυτή την άποψη τα ψηφιακά προγράμματα παρουσίασης των μουσείων έπονται της συντήρησης των έργων, της σταθερής λειτουργίας των χώρων και των επιτόπου επισκέψεων. Εξ άλλου η άμεση επαφή με την τέχνη που ενεργοποιεί όλες τις αισθήσεις δεν μπορεί να περιοριστεί στην όραση. 

Η παιδεία πάσχει σήμερα γενικά λόγω των ασκούμενων πολιτικών θεσμικού αυταρχισμού και υποχρηματοδότησης, πολύ περισσότερο η καλλιτεχνική παιδεία, η οποία δεν αποτελούσε και στο παρελθόν προτεραιότητα του κράτους. Στην Ελλάδα λειτουργούν ήδη οι παρακάτω ανώτατες σχολές τεχνών : Σχολή καλών Τεχνών ΑΠΘ (με 4 τμήματα), Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (με 2 τμήματα), Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών/ Φλώρινα Σχολή Καλών Τεχνών Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Τμήμα Μουσικών Σπουδών Ιονίου Πανεπιστημίου, Τμήμα Μουσικών Σπουδών ΕΚΠΑ, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών ΕΚΠΑ, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Πατρών, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας (Σύρος), Τμήμα Πλαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης (Ιωάννινα), Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας Ιονίου Πανεπιστημίου. Επίσης, διάφορες πανεπιστημιακές σχολές εμπεριέχουν στο πρόγραμμά τους αυτό που ονομάζουμε σήμερα πολιτισμικές σπουδές, ενώ οι Αρχιτεκτονικές και Ιστορικές - Αρχαιολογικές Σχολές καλύπτουν, επίσης, αντικείμενα του πολιτισμού. Το σημερινό τοπίο συμπληρώνουν τα Κρατικά Ωδεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης, η Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης Θεσσαλονίκης, η Κρατική Σχολή Χορού, οι Δραματικές Σχολές και οι Σχολές Κινηματογράφου.

Είναι αναγκαία μια ανασύνταξη του συνόλου της παρεχόμενης καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, ανωτάτης και μη, με συνεκτίμηση της ιδιαίτερης παράδοσης και του χαρακτήρα κάθε μιας από τις σημερινές σχολές, καθώς και της ανάγκης να ενισχυθούν οι καλλιτεχνικές σπουδές ανωτάτου επιπέδου, που υστερούν σε σχέση με τις θεωρητικές και ιστορικές, τουλάχιστον σε ορισμένους τομείς (θέατρο, κινηματογράφος).

Επαγγελματικά δικαιώματα

Η απαξίωση του πολιτισμού και των ανθρώπων που εργάζονται στον τομέα αυτό έχει οδηγήσει ήδη από το παρελθόν στην παντελή έλλειψη κατοχύρωσης των σχετικών επαγγελμάτων, της διανοητικής/καλλιτεχνικής παραγωγής και των πνευματικών δικαιωμάτων.
Η μεγάλη πλειοψηφία συγγραφέων και καλλιτεχνών εργάζονται ιδιωτικά και περιστασιακά συμμετέχουν σε προγράμματα κρατικών σκηνών και φεστιβάλ. Πολύ λιγότεροι εργάζονται με εργοδότες, οι οποίοι, επίσης, δοκιμάζονται από την κρίση. Οι καλλιτεχνικές ομάδες χορού, μουσικής, θεάτρου, εικαστικών, κ.λπ. πρέπει να στηριχθούν με ένα νέο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας τους σε συνεργατική μη κερδοσκοπική βάση, η οποία θα διασφαλίζει την επιβίωσή και τη δημιουργική τους έκφραση. Η ενίσχυση της πολιτιστικής παραγωγής μπορεί να γίνεται με επιχορηγήσεις, επιδότηση εισιτηρίων ευάλωτων ομάδων και άλλων δικαιούχων. Σε κάθε περίπτωση πλην των ειδικών ρυθμίσεων που αποτελούν επαγγελματικά αιτήματα του χώρου, η συνταξιοδότηση και η ιατρική περίθαλψη - αναφαίρετο κοινωνικό δικαίωμα όλων - αντιμετωπίζονται στις γενικότερες προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και τα θέματα της διαθεσιμότητας και των απολύσεων.

Παραπομπές

1. Raymond, Williams : Culture & Society 1780-1950, Penguin books, 1968.
2. Κονδύλης, Παναγιώτης : «Η παρακμή του αστικού πολιτισμού. Από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από το φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία», εκδ. Θεμέλιο, 1995.
3. Stevenson, Deborah : Πόλεις και αστικοί πολιτισμοί, μτφρ. Πεντάζου Ιουλία, εκδ. Κριτική, 2007.
4, 5. Smith, Philip : Πολιτισμική θεωρία, επιμ. Μπουμπάρης Νίκος, μτφρ. Κατσικερός Θανάσης, εκδ. Κριτική, 2006. Οι αναφορές είναι από την εισαγωγή του επιμελητή. Τα εντός εισαγωγικών του παραθέματος 5 αποδίδονται στον Terry Eagleton.
6. ο. π.
7. Καστοριάδης, Κορνήλιος,1986 : Χώροι του Ανθρώπου, μτφρ. Σαρίκας Ζήσης, εκδ. Ύψιλον, 1995.
8. Steiner, George : Η σιωπή των βιβλίων, μτφρ. Διονυσοπούλου Σοφία, εκδ Ολκός, Γ΄ έκδοση, 2009.

Σημείωση

Στο κείμενο χρησιμοποιείται ο όρος πολιτισμικός όταν αφορά διαδράσεις ανθρώπων και φορέων, αξίες και πρακτικές, ενώ ο όρος πολιτιστικός όταν γίνεται αναφορά σε φορείς , πολιτικές και διαδικασίες παραγωγής. Επίσης, διατηρούνται οι καθιερωμένοι όροι (πολιτισμικοί οργανισμοί δήμων, πολιτιστική κληρονομιά).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου


ΑΛΛΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ