ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΓΕΝΙΚΑ ΕΠΙΤΕΛΕΙΑ!
Αγωνιζόμαστε για την "ΣΥσπείρωση της ΡΙΖοσπαστικής Αριστεράς" στην κατεύθυνση της κοινής δράσης στους μαζικούς χώρους και τα κοινωνικά κινήματα, και παράλληλα για την πολιτική της συγκρότηση σε ένα ενιαίο αμεσοδημοκρατικό πολιτικό φορέα

Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Ξούθου & Μενάνδρου γωνία

 
Χρονογραφήματα 
πολιτικής επικαιροτητας 
(2010-2013)

εκδ. «Mανδραγόρας», 2014

Η σφαίρα στον κρόταφο του Μαγιακόφσκι με τον οποίο ο Αλεξάνδρου συνομιλεί σ’ όλο του το έργο, σημειώνει ο Ραυτόπουλος, ήταν η τελεία στράτευση, η τελεία στην στρατευμένη τέχνη. Το Κιβώτιο είναι τα φοβερά αποσιωπητικά. Είναι το αντίθετο της Κιβωτού, η ειρωνεία της. Στη μεταφορά αυτού του ανίερου κύβου «κυανίζονται», εκμηδενίζονται, με την ίδια συνοπτική διαδικασία το σώμα, η ψυχή, ο λόγος. 

Κι επειδή η ψυχή μας είναι από καιρό χαμένη –ασπίδα στην περιφρούρηση «του πνεύματος και της ηθικής» του Αυλωνίτη–, μπουχτισμένη από τη μια στον ασύμπτωτο λόγο της ΒΑΒΕΛ, κι από την άλλη στα spread, τις περικοπές, τις δόσεις, τους κεφαλικούς φόρους, τους πασάδες, τους εισπράκτορες, τους ραγιάδες, σκέφτομαι να περιοριστώ στο σώμα. Αυτό που έχασε ο Κουμής, η Κανελλοπούλου, η Βασιλακοπούλου, ο Αξαρλιάν, ο Γρηγορόπουλος, οι νεκροί του αντάρτικου, οι ηττημένοι του Εμφύλιου, οι εξεγερμένοι του Πολυτεχνείου, οι εκτελεσμένοι της δημοκρατίας, ο Δημήτρης Κοτζαρίδης. Το σώμα μας που πρέπει να ενεργοποιήσουμε ως φυσική παρουσία, ως μηχανισμό πίεσης, ως φόβητρο των κατεστημένων και ως ουτοπία. (σελίδα 181, από το κείμενο: «H κατάστασις θεωρείται μη ανατάξιμος και ουδεμία παρακλινική ή χειρουργική επέμβασις ενδείκνυται»).

Στο «Ξούθου και Μενάνδρου γωνία» συγκεντρώνονται τα χρονογραφήματα πολιτικής επικαιρότητας του Κώστα Κρεμμύδα που φιλοξενούνταν από το Φεβρουάριο του 2010 μέχρι τον Δεκέμβρη του 2013 στην εφημερίδα της Αριστεράς, ΕΠΟΧΗ. Ο συγγραφέας, καθώς ασπάζεται πλήρως τη ρήση του Ηλία Περόπουλου πως «μόνο εμείς οι αριστεροί δικαιούμαστε να τα βάζουμε με την Αριστερά», επέμεινε μέσω της στήλης του να ασκεί κριτική σε όσα ο ίδιος έκρινε κακώς κείμενα, πιστεύοντας ότι ακόμα και στις πιο κρίσιμες στιγμές, ιδιαίτερα σ’ αυτές, η κριτική εξακολουθεί να είναι δημιουργική και ζωογόνα -άλλωστε η ανοχή και η αντοχή στην κριτική προσδιορίζουν το μέτρο της δημοκρατίας. 

Επειδή λοιπόν «πήγαινε γυρεύοντας», η στήλη Ξούθου και Μενάνδρου γωνία εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Κι ο κύκλος της κλείνει με την κυκλοφορία του παρόντος τόμου. Διαβάζοντας σε αλληλουχία τα κυριακάτικα κείμενα που συγκροτούν τον τόμο και εξακολουθούν, δυστυχώς, να συναντούν και τη σημερινή επικαιρότητα, ο αναγνώστης προβληματίζεται μαζί με τον Κ. Κρεμμύδα για όσα τραγικά συνέβαιναν -και εξακολουθούν να συμβαίνουν- σε βάρος του λαού και της χώρας μας αλλά και για τη στάση των ηγεσιών της Αριστεράς και όχι μόνο. Αντιγράφουμε από κείμενο του 2010:

Οι επόμενες εκλογές είναι κρίσιμες γιατί από καιρό έχουμε πόλεμο. Σε μια μάχη υπάρχουν σκοπιμότητες, γίνονται αβαρίες, άλλοι πέφτουν, οι υπόλοιποι συνεχίζουν, κάποιοι παρασημοφορούνται ή γίνονται επιτύμβια στήλη. Όταν ο εχθρός είναι παντοδύναμος αναγκάζεσαι σε υποχωρήσεις και συμμαχίες. Όσο πιο κινητικές οι συμπεριφορές τόσο πιο περιζήτητα τα πρόσωπα, ακόμα κι αν η διαδρομή τους χάνεται από τα διαρκή ζιγκ ζαγκ. Επομένως η ευθύνη πέφτει σ’ αυτούς που καταρτίζουν τα ψηφοδέλτια, στις γνώσεις, τις ευαισθησίες και τις αρχές τους. Προσωπικά αν έβαζα έναν Τσουκαλά στο Επικρατείας θα διάλεγα Κωνσταντίνο. Αλλά όπως λέει κι ο Σαββόπουλος ...φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα και «ψηφοδέλτια» οι παρέες (σελ. 182, από το κείμενο «Ο Παναγιώτης Απεγνωσμένος θα μας ταίριαζε καλύτερα»).

Ταυτόχρονα ο αναγνώστης μπορεί να απολαύσει μέσω των κειμένων και ελληνική ποίηση, καθώς ο συγγραφέας, γνώστης της ελληνικής γραμματολογίας, απαντά στα γεγονότα με στίχους ελλήνων δημιουργών.

...Ευχαρίστως θα κατέβαινα ακόμα και σήμερα, ναι,/ Ιδίως σήμερα μάλιστα, ιδίως σήμερα/ στους δρόμους της Αθήνας αν μου δινόταν η ευκαιρία,/ Αν είχα ένα σύντροφο, αν είχα ένα μυδράλιο, θαρραλέος,/ Αποφασισμένος να σκοτώσω και να σκοτωθώ σε μια νέα μάχη/ Στον ίδιο αντίκρυ μου ουρανό –περιθωριακό σημείο της θύμησης.// Ευχαρίστως θα ’δινα τη ζωή μου για την ίδια αυτή σημαία/ Τον δίχως σύνορα αιθέρα μιας ευδίας χειμερινής/ Αν ήταν μέρα, το γαλάζιο κι αν ήταν σούρουπο, το κόκκινο,/ Σημαία ή λάβαρο από πάνω μας που κανείς δεν κρατά–/ Κι ίσως, σύντροφε εσύ φανταστικέ μαχητή,/ Ίσως, με λίγη τύχη, τη φορά τούτη, εσύ κι εγώ νικούσαμε. (σελ. 159, Νίκος Φωκάς, «Δεκέμβρης», 1995, από το κείμενο «Σε νέους πεισματάρηδες του γκρεμισμένου κόσμου»).
είναι ένα μικρό δείγμα του διαλόγου του Κ. Κρεμμύδα με τους δημιουργούς που πλουτίζουν όλα τα κείμενα του τόμου με την παρουσία τους, καθώς ο ίδιος διερωτάται: Μήπως λοιπόν είναι καλύτερα να διαβάζουμε μονάχα τους ποιητές;

(Από τις σελίδες του βιβλίου περνούν στίχοι και αποσπάσματα κειμένων των: Χρυσούλας Αγκυρανοπούλου, Γιάννη Αλεξανδρόπουλου, Άρη Αλεξάνδρου, Μανόλη Αναγνωστάκη, Αλέξανδρου Αραμπατζή, Παναγιώτη Αρβανίτη, Ντιάνας Βαζιργιαντζίκη, Νάνου Βαλαωρίτη, Κώστα Βάρναλη, Νικηφόρου Βρεττάκου, Τάσου Γαλάτη, Άγγελου Γέροντα, Μιχάλη Γκανά, Νίκου Γκάτσου, Θωμά Γκόρπα, Κατερίνας Γώγου, Ζέφης Δαράκη, Αλέξη Δάρα, Νίκου Εγγονόπουλου, Οδυσσέα Ελύτη, Ανδρέα Εμπειρίκου, Νικόλα Ευαντινού, Νίκου Ερηνάκη, Γιάννη Ζαρκάδη, Κατερίνας Ζησάκη, Ιουλίτας Ηλιοπούλου, Ιάσονα Ιωαννίδη, Θωμά Ιωάννου, Κ.Π. Καβάφη, Στάθη Καββαδά, Δημήτρη Κακαβελάκη, Έκτωρα Κακναβάτου, Νικόλα Κάλας, Ανδρέα Κάλβου, Θάνου Κανδύλα, Διονύση Καρατζά, Γιάννη Καρατζόγλου, Δήμητρας Καραφύλλη, Νίκου Καρούζου, Μιχάλη Κατσαρού, Κώστα Κοβάνη, Γιάννη Κοντού, Δημήτρη Κοσμόπουλου, Χλόης Κουτσουμπέλη, Κλείτου Κύρου, Θανάση Kωσταβάρα, Ευτέρπης Κωσταρέλη, Τριαντάφυλλου Κωτόπουλου, Τάσου Λειβαδίτη, Βύρωνα Λεοντάρη, Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου, Κώστα Μαρτάκη, Τζένης Μαστοράκη, Χάρη Μελιτά, Μάρκου Μέσκου, Χριστόφορου Μηλιώνη, Κώστα Μόντη, Ελένης Μπολιουδάκη, Γιάννη Νεγρεπόντη, Γιώργου Νικολόπουλου, Παναγιώτη Νούτσου, Ζήση Οικονόμου, Aντρέα Παγουλάτου, Άννας-Βασιλικής Παπαδιονυσίου, Κωστή Παπακόγκου, Μιχάλη Παπανικολάου, Σωτήρη Παστάκα, Αργύρη Παλούκα, Ηλία Πετρόπουλου, Βασίλη Πη, Σταμάτη Πολενάκη, Τάσου Πορφύρη, Μανόλη Πρατικάκη, Γιώργου Πρεβεδουράκη, Δημήτρη Ραυτόπουλου, Γιάννη Ρίτσου, Χρίστου Ρουμελιωτάκη, Διονύση Σαββόπουλου, Γιώργου Σαραντάρη, Σωτήρη Σαράκη, Μίλτου Σαχτούρη, Τάκη Σινόπουλου, Σωτήρη Σταμάτη, Σταύρου Σταμπόγλη, Λάμπρου Σπυριούνη, Κυριάκου Συφιλτζόγλου, Θανάση Τζούλη, Μανώλη Φουρτούνη, Στράτου Φυντανίδη, Νίκου Φωκά, Μάριου Χάκκα, Νίκης Χαλκιαδάκη, Ρένας Χατζηδάκη, Χρήστου Χαρτοματσίδη, Χαράς Χρηστάρα, Μάγδας Χριστοπούλου).

Κι ιστορία όμως είναι παρούσα στο σχολιασμό της ταραγμένης εποχής μας. Τα γεγονότα της Αντίστασης και της Κατοχής φωτίζουν από άλλο πρίσμα τη σημερινή σκληρή πραγματικότητα.

Δεν είναι δυνατόν να ήσαν άνθρωποι με σώας τας φρένας αυτοί που υπεξαίρεσαν εν ώρα νυκτός την Γερμανικήν σημαίαν, η οποία εκυμάτιζεν, επί της Ακροπόλεως, παραπλεύρως της Εθνικής μας Σημαίας. Διότι μόνον παράφρονες ή όργανα ξένης προπαγάνδας ημπορούσαν να διαπράξουν μιαν τόσο επαίσχυντο πράξιν. Και είναι βέβαιον ότι, αν οι δράσται του εγκλήματος περιήρχοντο εις χείρας του ελληνικού λαού, θα λυντσάροντο ως εχθροί της πατρίδος μας. Όχι, το πιο πάνω κείμενο δεν το έγραψε ο Κύρτσος στα free press του, ούτε ακούστηκε ως τοποθέτηση του Μανώλη Καψή στις ειδήσεις(;) του Mega. Δημοσιεύθηκε στη «Βραδυνή» τη Δευτέρα 2 Ιουνίου 1941, όταν οι παράφρονες Λάκης Σάντας και Μανώλης Γλέζος με την επαίσχυντη πράξη τους «τραυμάτισαν τη δημόσια εικόνα της χώρας» και έβαλαν σε περιπέτειες έναν ολόκληρο λαό που προσπαθούσε να ξεπεράσει «τις επισιτιστικές του δυσχέρειες», δηλαδή να επιζήσει, με τη γενναιόφρονα στήριξη της ιπποτικής Γερμανίας. (σελ. 289, από το κείμενο «Αι δάφναι δόξης της σημαίας με τον αγκυλωτόν σταυρόν και η μεγαλοφυής διάνοια του Αδόλφου Χίτλερ»).

Η καθημερινότητα λοιπόν σχολιάζεται κριτικά, με καυστικό χιούμορ που διαπερνά τα κείμενα και αποτυπώνεται στους τίτλους (π.χ.: Ήταν νταρντάνα του Παπανδρέου η μάνα, Don’t cry for us Argentina, Με Κατσέλη και Κουβέλη θα ’χουμε πολλά οφέλη, Mε μπάζα δε χτίζεται καινούρια οικοδομή, Eίναι πολλοί οι καραγκιόζηδες, Άρη, Μη μου τον Τσίπρα τάραττε, Η Αλίκη Βουγιουκλάκη της Αριστεράς, Καβάφης ή τα βάφεις;, Η υποκριτική του καθαρού παραλόγου, Ενός λευκού μύρια έπονται..., Ο Παναγιώτης Απεγνωσμένος θα μας ταίριαζε καλύτερα, Μεταξύ φθοράς και διαφθοράς, Καλά τον Κατσουράνη, αλλά εμένα ποιος με καλύπτει;), με αυτοσαρκασμό, με ειρωνία, με αναφορές στον παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο, αλλά και με επιστροφή στις εμμονές του συγγραφέα, τον Λόφο του Ιππίου Κολωνού, την Ακαδημία Πλάτωνα, τη Γαύδο, τον Ολυμπιακό, τα Εξάρχεια, το ιστορικό κέντρο της Αθήνας στη σημερινή παρακμή του, τα Χαυτεία, το νεκροταφείο της Ναυπάκτου, την Επιθεώρηση Τέχνης και τη φωτισμένη προσωπικότητα του δημοσιογράφου Δημήτρη Ραυτόπουλου.

Ξαναζώντας λοιπόν αυτή την ταραγμένη τριετία μέσα από το «Ξούθου και Μενάνδρου γωνία», ο αναγνώστης θα θυμώσει, θα καγχάσει, θα ξανανιώσει θλίψη και αγανάκτηση, θα απορήσει, θα συγκινηθεί, θα συμφωνήσει και θα διαφωνήσει θα χαμογελάσει ή θα γελάσει, πηγαία ή πικρά...
Άλλωστε,

Από το 1917 η Αριστερά μετρά απώλειες ίσως γι’ αυτό μάθαμε να κινούμαστε ανάμεσα στη Χαμένη άνοιξη, στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, το Χάνομαι χάνομαι/ μίκρυναν τα ρούχα μου ή/ έτσι αισθάνομαι του Νότη Σφακιανάκη και τους Χάνομαι γιατί ρεμβάζω. Θα ξεπεράσουμε άραγε το σύνδρομο αυτή τη φορά; (σελ. 118, από το κείμενο «69 ευρώ οι 100 τρίχες»)

«Μ»

1 σχόλιο :

  1. Αμάν μ'αυτή την αυτοκριτική! Δεν καταλαβαίνουν οτι μας ξενερώνει; Καλά του κάνανε, δεν χρειαζόμαστε άλλη γκαντεμιά, η κρίση τέλειωσε, βγήκαμε στις αγορές, χρειαζόμαστε αισιοδοξία και όχι αυτοκριτική και όλα θα πάν καλά. Μάλλον

    ΑπάντησηΔιαγραφή


ΑΛΛΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ